ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A472
(2015) 1 ΑΑΔ 1448
30 Ιουνίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΛΑΜΠΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 137/2010)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσιών ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί νόμιμου τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντα ― Κακόπιστη συμπεριφορά του εργαζομένου η οποία προκάλεσε κλονισμό της εργασιακής σχέσης σε τέτοιο βαθμό ώστε η συνέχιση της να μην ήταν πλέον δυνατή και η επιλογή απόλυσης να ήταν δικαιολογημένη ― Παράβαση των όρων απασχόλησης αναφορικά με την προσέλευση και αποχώρηση από την εργασία, συνδυαζόμενη με την προσπάθεια παραπλάνησης των εφεσιβλήτων, με τη δημιουργία ψευδών εντύπων για αιτιολόγηση της μη έγκαιρης προσέλευσης ή αποχώρησης.
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσιών ― Δικαίωμα Ακρόασης ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Μη παραβίαση του δικαιώματος Ακρόασης εργαζομένου ― Σε όλες τις περιπτώσεις όχι μόνο του προσφερόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί, αλλά είχε και στην κατοχή του όλες τις καταθέσεις που είχαν ληφθεί από τον ερευνώντα λειτουργό, όπως επίσης και την ίδια έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του.
Ο εφεσείων, εργοδοτείτο κατά το 2006 ως ωρομίσθιος αχθοφόρος - κλητήρας στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 ξεκίνησε μια ενδοτμηματική έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον εφεσείοντα, σε σχέση με το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία του, κατά την περίοδο Μαΐου και Ιουνίου 2006. Η εν λόγω έρευνα οδήγησε στην απόλυση του εφεσείοντος ο οποίος καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για την εν λόγω απόλυσή του. Η αίτηση απορρίφθηκε και ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση.
Τα γεγονότα που αφορούν στα επίδικα θέματα, ως επίσης και το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης, εμφαίνονται στα αποφασισθέντα.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης:
α) Το ερώτημα το οποίο θα έπρεπε να απαντηθεί - και το οποίο απαντάται κατά τρόπο αρνητικό - είναι κατά πόσο όντως στον αιτητή τηρήθηκαν οι διατυπώσεις και το καθήκον εκ μέρους του εργοδότη προς τον εφεσείοντα να τον ακούσει αμερολήπτως και να κρίνει δικαίως εάν θα έπρεπε να τον απολύσει ή όχι.
β) Η διαδικασία έπασχε, και η απόφαση απόλυσης του προϋπήρχε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του Γενικού Διευθυντή και υπέδειξε ότι για τα χρονοδιαγράμματα που αφορούσαν στο χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης, Τεκ. 10, δεν έγινε καμιά αντεξέταση.
2. Από τη λεπτομερή εξέταση της πορείας αυτής της υπόθεσης, προέκυπτε ότι το παράπονο που εκφράστηκε από πλευράς εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, πόρρω απείχε, από το να χαρακτηριστεί ότι ευσταθούσε.
3. Προέκυπτε ότι, άρχισε μια ενδοτμηματική έρευνα στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση απόφασης στις 29 Μαρτίου 2007. Στο μεταξύ, ο εφεσείων σε επτά περιπτώσεις είχε κληθεί να τοποθετηθεί και να απαντήσει στις κατηγορίες που του είχαν προσαχθεί και αρνείτο να δώσει οποιαδήποτε κατάθεση επί του προκειμένου.
4. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι ο Γενικός Διευθυντής είχε ενεργήσει κατά παράβαση των θεσμίων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις όπως την παρούσα.
5. Την πρώτη φορά που τέθηκε ενώπιον του Γενικού Διευθυντή το θέμα και αφού διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν είχε δώσει τη δική του κατάθεση στον ερευνώντα λειτουργό, καθηκόντως, απέστειλε την υπόθεση στον ερευνώντα λειτουργό έτσι ώστε να ληφθεί κατάθεση και από τον εφεσείοντα, ο οποίος και πάλι αρνήθηκε.
6. Σε κάθε φάση της διαδικασίας ήτοι, από την έναρξη, κατά τη λήψη της έκθεσης του ερευνώντα λειτουργού και από τη λήψη της έκθεσης από το Διευθυντή του ΗΜΥ και το Γενικό Διευθυντή, τόσο οι καταθέσεις όσο και το πόρισμα γνωστοποιούντο στον εφεσείοντα και του εδίδοντο και αντίγραφα.
7. Περαιτέρω, με την προτροπή των συντεχνιακών εκπροσώπων και των δικηγόρων του εφεσείοντος, η υπόθεση επανανοίχθηκε και εξετάστηκε εκ νέου στην παρουσία και εκπροσώπων του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού και του Υπουργείου Οικονομικών. Μετά από αυτές τις παραστάσεις η αρμόδια αρχή προχώρησε στην έκδοση απόφασης για απόλυση.
8. Τούτο κατεδείκνυε, με σαφή τρόπο, ότι σε καμιά περίπτωση δεν στοιχειοθετείτο το παράπονο του εφεσείοντος, για τη μη τήρηση άψογης διαδικασίας, όπως ήταν ο ισχυρισμός. Επιπροσθέτως, ο εφεσείων παραπονέθηκε ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης. Προέκυπτε ότι αμέσως μετά το διορισμό του ερευνώντος λειτουργού ο εφεσείων έλαβε γνώση για τούτο, όπως και εκπρόσωποι της συντεχνίας του με επιστολή ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 2006. Ο εφεσείων κλήθηκε από τον ερευνώντα λειτουργό να δώσει τη δική του εκδοχή αλλά αρνήθηκε. Η έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, όπως και οι καταθέσεις, δόθηκαν στον εφεσείοντα.
9. Ο Διευθυντής του Τμήματος είχε καλέσει τον εφεσείοντα στις 26 Οκτωβρίου 2006 και ο τελευταίος αρνήθηκε να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, χωρίς την παρουσία συντεχνιακού και του δικηγόρου του.
10. Περαιτέρω και ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, όπου κλήθηκε ο εφεσείων για να δώσει τη δική του εκδοχή, αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση στην απουσία της συντεχνίας και του δικηγόρου του.
11. Ο Γενικός Διευθυντής παραπέμπει, εκ νέου την υπόθεση στον ερευνώντα λειτουργό με σκοπό τη λήψη κατάθεσης από τον εφεσείοντα, ο οποίος και πάλι αρνείται. Σε συνάντηση που είχε με το Γενικό Διευθυντή στις 26 Φεβρουαρίου 2007, ο εφεσείων δήλωσε ότι αρνήθηκε να δώσει γραπτή κατάθεση κατόπιν νομικής συμβουλής.
12. Συνεπώς, με γνώμονα τα πιο πάνω, δεν μπορούσε να έχει έρεισμα οποιοδήποτε παράπονο ότι ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης. Σε όλες τις περιπτώσεις όχι μόνο του προσφερόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί, αλλά είχε και στην κατοχή του όλες τις καταθέσεις που είχαν ληφθεί από τον ερευνώντα λειτουργό, όπως επίσης και την ίδια έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του.
13. Αντιθέτως, επί του προκειμένου δαπανήθηκε υπέρμετρος χρόνος σε μια προσπάθεια να τύχει αντικειμενικής και αμερόληπτης αντιμετώπισης ο εφεσείων που θα οδηγούσε στην αντίκριση των διαπιστωθέντων παραπτωμάτων από πλευράς του εφεσείοντος.
14. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν είχαν έρεισμα.
Πρώτος λόγος έφεσης:
Ο λόγος απόλυσης του εφεσείοντος, κατά τους εφεσίβλητους, υπήρξε η εκ μέρους του παραβίαση των όρων απασχόλησης, σε ό,τι αφορούσε στην προσέλευση και αποχώρηση από την εργασία του, ενώ το Δικαστήριο εξέλαβε ότι η απόλυση του εφεσείοντος είχε ως βάση το γεγονός ότι ο τελευταίος παρουσίαζε, κατά τους εφεσίβλητους, ψευδές φωτοτυπημένο έντυπο προσέλευσης και αποχώρησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόλυση του εφεσείοντος στηρίχτηκε στο πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού, ο οποίος διαπίστωσε την, εκ πρώτης όψεως, διάπραξη παραπτωμάτων, τα οποία εδράζονταν αφενός μεν στη δημιουργία ψευδών εντύπων Ενημέρωσης Χρόνου Προσέλευσης/Αποχώρησης Ωρομίσθιου Προσωπικού με έγχρωμες φωτοτυπημένες υπογραφές του αρμοδίου λειτουργού και δεύτερο, με βάση τη μαρτυρία, ο εφεσείων ερχόταν καθυστερημένα στην εργασία του, χωρίς την απαιτούμενη έγκριση και τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος, δηλαδή η δημιουργία ψευδών εντύπων, είχε ως στόχο την προσπάθεια συγκάλυψης του αναφερόμενου παραπτώματος.
2. Προέκυπτε συναφώς ότι επρόκειτο περί μιας απόφασης με διττό χαρακτήρα. Επ' αυτού στηρίχτηκε, τελικώς, και η απόφαση απόλυσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων αρχών, επεσήμανε ότι όπως και να αντίκριζε κάποιος την εν γένει συμπεριφορά του αιτητή, αυτή δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί παρά μόνο ως απαράδεκτη.
3. Ο αιτητής, υπεδείχθη πρωτοδίκως, με το να προσπαθεί να προσέλθει στην εργασία του και πολύ περισσότερο με το να προσπαθεί να παραπλανήσει και εξαπατήσει τους εργοδότες του παρουσιάζοντας ψευδή έντυπα ενημέρωσης χρόνου προσέλευσης/αποχώρησης από την εργασία του με πλαστογραφημένη την υπογραφή του προϊσταμένου του και με απώτερο σκοπό να συγκαλύψει τις ενέργειες του δεν παρέβη απλώς ουσιώδεις κανόνες της εργασιακής σχέσης, αλλά ταυτόχρονα διέπραξε μια κολάσιμη πράξη που μπορούσε να επιφέρει και ποινικές επιπτώσεις εις βάρος του.
4. Περαιτέρω, θεώρησε την κακόπιστη συμπεριφορά του εφεσείοντος, ειδώμενη κατά αντικειμενική εκτίμηση, ότι κλόνισε την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό ώστε η συνέχιση της να μην ήταν πλέον δυνατή και η επιλογή απόλυσης να ήταν δικαιολογημένη.
5. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ότι το Δικαστήριο αποδεχόμενο την εκδοχή που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι θεώρησε ότι ο λόγος απόλυσης δεν είναι άλλος από αυτόν που οι εφεσίβλητοι συμπεριέλαβαν στην επιστολή απόλυσης που, εμπεριέχει αμφότερα τα στοιχεία, όπως αυτά είχαν περιγραφεί.
6. Ήτοι, η παράβαση των όρων απασχόλησης αναφορικά με την προσέλευση και αποχώρηση από την εργασία, συνδυαζόμενη με την προσπάθεια παραπλάνησης των εφεσιβλήτων, με τη δημιουργία ψευδών εντύπων για αιτιολόγηση της μη έγκαιρης προσέλευσης ή αποχώρησης. Κατά συνέπεια ούτε αυτός ο λόγος είχε έρεισμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Faber Hoist Chemicals Ltd v. Καλημέρα (2015) 1 Α.Α.Δ. 359, ECLI:CY:AD:2015:A126.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Χατζητζοβάνης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 678/2007), ημερομ. 30/3/2010.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα υπόθεση, ήτοι το 2006, εργοδοτείτο ως ωρομίσθιος αχθοφόρος - κλητήρας στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (στο εξής ΗΜΥ).
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 ξεκίνησε μια ενδοτμηματική έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον εφεσείοντα, σε σχέση με το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία του, κατά την περίοδο Μαΐου και Ιουνίου 2006. Η εν λόγω έρευνα οδήγησε στην απόλυση του εφεσείοντος ο οποίος καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για την εν λόγω απόλυσή του. Η αίτηση απορρίφθηκε και ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση η οποία εδράζεται σε τρεις λόγους. Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 έχουν προσομοιάζουσα αιτιολογική βάση και θα εξεταστούν μαζί.
Το κρίσιμο ερώτημα που άπτεται των λόγων έφεσης 2 και 3, τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ως ακολούθως:
"Το ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί - και το οποίο απαντάται κατά τρόπο αρνητικό - είναι κατά πόσο όντως στον αιτητή τηρήθηκαν οι διατυπώσεις και το καθήκον εκ μέρους του εργοδότη προς τον εφεσείοντα να τον ακούσει αμερολήπτως και να κρίνει δικαίως εάν θα έπρεπε να τον απολύσει ή όχι."
Η διαδικασία έπασχε, ισχυρίστηκε ο εφεσείων, και η απόφαση απόλυσης του προϋπήρχε.
Θα πρέπει από την αρχή να τονιστεί ότι στο εφετειακό στάδιο, από απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, δύναται να αμφισβητηθούν μόνο τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί των νομικών σημείων και όχι επί των πραγματικών γεγονότων. (Faber Hoist Chemicals Ltd v. Καλημέρα (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:A126A.A.Δ. 359).
Επί του προκειμένου, η ακολουθητέα έρευνα εναντίον του εφεσείοντος άρχισε στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 όταν ο Διευθυντής του Τμήματος ΗΜΥ Σ. Όθωνος όρισε, με βάση την παράγραφο (β) του Κανονισμού των Όρων Απασχόλησης του Ημερήσιου Κυβερνητικού Προσωπικού, ως ερευνώντα λειτουργό το Γ. Νικολαΐδη, με εντολή όπως διεξάγει ενδοτμηματική έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, εκ μέρους του εφεσείοντος, σε σχέση με το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία του, κατά την περίοδο Μαΐου και Ιουνίου 2006.
Ο ερευνών λειτουργός προχώρησε στην ετοιμασία έκθεσης από την οποία προκύπτει ότι, για την περίοδο 2 Μαΐου 2006 μέχρι 30 Ιουνίου 2006 υπήρχαν έντυπα που φέρουν τον τίτλο «Ενημέρωση Χρόνου Προσέλευσης/Αποχώρησης Ωρομίσθιου Προσωπικού» συμπληρωμένα από τον εφεσείοντα και στο σημείο «Προϊστάμενος Τομέα», ο ερευνών λειτουργός διαπίστωσε ότι η υπογραφή προσομοιάζει με αυτή του Κωνσταντίνου Κουρσάρη, Β΄ Γραμματειακού Λειτουργού, στο Τμήμα ΗΜΥ. Από κατάθεση που έλαβε ο ερευνών λειτουργός από τον Κ. Κουρσάρη και τη Θ. Λουκά, όπως επίσης και από την Ο. Χριστοδούλου, διαπιστώθηκε ότι η υπογραφή στα έντυπα φέρεται να είναι του εν λόγω Κουρσάρη, ο οποίος, όμως, ισχυρίστηκε ότι δεν τα είχε υπογράψει καθότι την υπό εξέταση περίοδο απουσίαζε με αναρρωτική άδεια. Ο εν λόγω Κουρσάρης ανέφερε επίσης ότι δεν είχε υπογράψει εν λευκώ έντυπα προς τον εφεσείοντα. Η απουσία του εν λόγω Κουρσάρη επιβεβαιώθηκε και από τη Θ. Λουκά, η οποία επιβεβαίωσε ότι ο εφεσείων «απουσίαζε από την εργασία αδικαιολόγητα ή/και καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία του αδικαιολόγητα ή/και έφευγε από την εργασία του πριν την καθορισμένη ώρα, επίσης αδικαιολόγητα». Ο ερευνών λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπογραφές που υπήρχαν στα έντυπα, της υπό εξέταση περιόδου, δεν ήταν πραγματικές.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο ερευνών λειτουργός ήταν ότι, εκ πρώτης όψεως, ο εφεσείων διέπραξε τα ακόλουθα παραπτώματα, κατά σειρά σοβαρότητας, ήτοι:
"1) Δημιούργησε, όπως φαίνεται, ψευδή έντυπα Ενημέρωσης Χρόνου Προσέλευσης/Αποχώρησης Ωρομίσθιου Προσωπικού, με έγχρωμες φωτοτυπημένες υπογραφές του κ. Κωνσταντίνου Κουρσάρη, τα οποία συμπλήρωνε και παρέδιδε στην υπεύθυνη για τήρηση στοιχείων, ωραρίου εργασίας εργατοτεχνιτών.
2) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, με βάση τη μαρτυρία της Προϊσταμένης του, ερχόταν στην εργασία του καθυστερημένα, χωρίς να έχει την απαιτούμενη έγκριση. Τούτο ενισχύεται και από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (1) πιο πάνω, τα οποία αποτελούν κατά τα φαινόμενα προσπάθεια συγκάλυψης του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο παραπτώματος."
Η έκθεση του ερευνώντος λειτουργού κοινοποιήθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος ΗΜΥ στις 13 Οκτωβρίου 2006, ο οποίος, με τη σειρά του, κοινοποίησε στον εφεσείοντα, με επιστολή ημερομηνίας 17 Οκτωβρίου 2006, αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και της έκθεσης του ερευνώντος λειτουργού, με παράκληση όπως προσέλθει στις 24 Οκτωβρίου 2006 για εξέταση του πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο κατηγορείται. Η συνάντηση τελικά πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2006, στην οποία ο εφεσείων αρνήθηκε να τοποθετηθεί χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της συντεχνίας και του δικηγόρου του.
Στις 3 Νοεμβρίου 2006 ο Διευθυντής του Τμήματος ΗΜΥ ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων για τα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα που διαπιστώθηκαν εναντίον του εφεσείοντος, μετά από την ενδοτμηματική έρευνα. Ο Γενικός Διευθυντής γνωστοποίησε στον εφεσείοντα με επιστολή του ημερ. 11 Δεκεμβρίου 2006 τις μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν ληφθεί, όπως επίσης και την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, καλώντας τον να παρουσιαστεί στις 18 Δεκεμβρίου 2006 για εξέταση των εναντίον του καταγγελιών. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε τελικά στις 11 Ιανουαρίου 2007, μετά από παράκληση του εφεσείοντος. Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο εφεσείων αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση στην απουσία εκπροσώπου της συντεχνίας και του δικηγόρου του. Ο Γενικός Διευθυντής γνωστοποίησε στον εφεσείοντα ότι προτού εξεταστεί το ενδεχόμενο επιβολής ποινής θα έπρεπε να ακουστεί και ο εφεσείων. Νέα συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2007 στην παρουσία συντεχνιακού της ΣΕΚ, όπου και πάλι διεφάνη ότι ο εφεσείων δεν έδωσε γραπτή κατάθεση στον ερευνώντα λειτουργό. Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είχε δημιουργήσει οποιαδήποτε έντυπα με έγχρωμες φωτοτυπημένες υπογραφές και ισχυρίστηκε επίσης ότι η καθυστερημένη προσέλευση του στο Τμήμα ήταν σε γνώση τεσσάρων Διευθυντών και οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος παρέμεινε ως αργά στην υπηρεσία για να «κλείσει» τα γραφεία. Ο Γενικός Διευθυντής θεώρησε ότι το πόρισμα έπασχε χωρίς τη λήψη κατάθεσης από τον εφεσείοντα και δόθηκε χρόνος μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2007 για να παραδώσει ο εφεσείων γραπτώς την κατάθεση του. Το θέμα γνωστοποιήθηκε και στο Διευθυντή του ΗΜΥ.
Στις 6 Φεβρουαρίου 2007 ο Διευθυντής του ΗΜΥ ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή ότι ο εφεσείων δεν έδωσε κατάθεση στον ερευνώντα λειτουργό, ούτε είχε πρόθεση να το πράξει. Ακολούθησε συνάντηση με το Γενικό Διευθυντή στις 26 Φεβρουαρίου 2007, όπου ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι δεν είχε πρόθεση να δώσει γραπτή κατάθεση, κατόπιν νομικής συμβουλής. Κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία αναγνώστηκαν τα πρακτικά των δύο προηγούμενων συναντήσεων και υπογράφτηκαν από τον εφεσείοντα, ο δε Γενικός Διευθυντής, με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, προχώρησε και επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της απόλυσης. Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 1ης Μαρτίου 2007 η οποία αναφέρει τα ακόλουθα ως προς το σκεπτικό της απόφασης:
"α) Για την περίοδο 2 Μαΐου μέχρι 30 Ιουνίου 2006, φαίνεται να είχετε δημιουργήσει ψευδή έντυπα ενημέρωσης χρόνου προσέλευσης/αποχώρησης ωρομίσθιου προσωπικού, με έγχρωμες φωτοτυπημένες υπογραφές του κ. Κωνσταντίνου Κουρσάρη, Β΄ Γραμματειακού Λειτουργού του εν λόγω τμήματος τα οποία συμπληρώνατε και παραδίδατε στην υπεύθυνη λειτουργό για τήρηση στοιχείων εργασίας εργατοτεχνιτών.
β) Κατά την ιδία περίοδο ερχόσασταν στην εργασία σας καθυστερημένα, χωρίς να έχετε την απαιτούμενη έγκριση. Τούτο ενισχύεται και από την πιο πάνω ενέργεια σας που αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, προσπάθεια συγκάλυψης και αυτού του παραπτώματος."
Συγκλήθηκε, μετά από αίτημα της Συντεχνίας Ε.Ε.Σ. Εργατοϋπαλλήλων Κυβερνητικών - Στρατιωτικών και Δημοσίων Υπηρεσιών ΣΕΚ Λευκωσίας - Κερύνειας και των δικηγόρων του εφεσείοντος, από το Γενικό Διευθυντή, νέα συνεδρία παρουσία εκπροσώπου του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, του Υπουργείου Οικονομικών, Συντεχνιακών και των δικηγόρων του εφεσείοντος. Από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 26 Μαρτίου 2007, η εν λόγω συνεδρία παρουσιάστηκε από το Γενικό Διευθυντή ως αίτημα των δικηγόρων του εφεσείοντος ως «έφεση». Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο εκπρόσωπος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ρωτώντας τον εφεσείοντα αν πήγαινε στην εργασία του καθυστερημένα, αυτός ανέφερε ότι όντως πήγαινε στις 8.00-8.15 π.μ. και πολλές φορές έμενε μέχρι τις 8.00-10.00 μ.μ. Ο εφεσείων επέμενε ότι για 11 χρόνια που εργαζόταν εκεί κανένας δεν είχε παράπονο από το ωράριο που ακολουθούσε. Μετά την αποχώρηση όλων των παρευρισκομένων το πειθαρχικό όργανο, που αποτελείτο από το Γενικό Διευθυντή, την εκπρόσωπο του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού και του Υπουργείου Οικονομικών, αποφάσισε:
"Αφού έλαβε δεόντως υπόψη, το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού, την εισήγηση του Διευθυντή, τις απόψεις των δικηγόρων του αιτητή και του εκπροσώπου της συντεχνίας του και αφού συνεκτίμησε όλα τα πιο πάνω και έλαβε σοβαρά υπόψη το αδίκημα που έχει διαπραχθεί και το πρόβλημα υγείας που έχει περάσει τον τελευταίο χρόνο, η Επιτροπή προβληματίστηκε σοβαρά και δεν είχε άλλη επιλογή και κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι η επιβαλλόμενη ποινή υπό τας περιστάσεις δεν μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από την απόλυση."
Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 19 Απριλίου 2007.
Προτού εξετάσουμε το παράπονο του εφεσείοντος όπως διαμορφώθηκε κατά το στάδιο της έφεσης, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του Γενικού Διευθυντή και σημείωσε ότι για τα χρονοδιαγράμματα που αφορούσαν το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης, Τεκ. 10, δεν έγινε καμιά αντεξέταση.
Έχοντας παραθέσει με κάποια λεπτομέρεια την πορεία αυτής της υπόθεσης, θεωρούμε ότι το παράπονο που εκφράστηκε από πλευράς εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, πόρρω απέχει, από το να χαρακτηριστεί ότι ευσταθεί. Παρατηρούμε ότι, άρχισε μια ενδοτμηματική έρευνα στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση απόφασης στις 29 Μαρτίου 2007. Στο μεταξύ, σημειώνουμε ότι ο εφεσείων σε επτά περιπτώσεις είχε κληθεί να τοποθετηθεί και να απαντήσει στις κατηγορίες που του είχαν προσαχθεί και αρνείτο να δώσει οποιαδήποτε κατάθεση επί του προκειμένου. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του κ. Ευσταθίου, ότι ο Γενικός Διευθυντής είχε ενεργήσει κατά παράβαση των θεσμίων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις όπως την παρούσα. Την πρώτη φορά που τέθηκε ενώπιον του Γενικού Διευθυντή το θέμα και αφού διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν είχε δώσει τη δική του κατάθεση στον ερευνώντα λειτουργό, καθηκόντως, απέστειλε την υπόθεση στον ερευνώντα λειτουργό έτσι ώστε να ληφθεί κατάθεση και από τον εφεσείοντα, ο οποίος και πάλι αρνήθηκε.
Σημειώνουμε περαιτέρω ότι σε κάθε φάση της διαδικασίας ήτοι, από την έναρξη, κατά τη λήψη της έκθεσης του ερευνώντα λειτουργού και από τη λήψη της έκθεσης από το Διευθυντή του ΗΜΥ και το Γενικό Διευθυντή, τόσο οι καταθέσεις όσο και το πόρισμα γνωστοποιούντο στον εφεσείοντα και του εδίδοντο και αντίγραφα.
Περαιτέρω, με την προτροπή των συντεχνιακών εκπροσώπων και των δικηγόρων του εφεσείοντος, η υπόθεση επανανοίχθηκε και εξετάστηκε εκ νέου στην παρουσία και εκπροσώπων του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού και του Υπουργείου Οικονομικών. Μετά από αυτές τις παραστάσεις η αρμόδια αρχή προχώρησε στην έκδοση απόφασης για απόλυση.
Τούτο καταδεικνύει, με σαφή τρόπο, ότι σε καμιά περίπτωση δεν στοιχειοθετείται το παράπονο του εφεσείοντος, για τη μη τήρηση άψογης διαδικασίας, όπως ήταν ο ισχυρισμός. Επιπροσθέτως, ο εφεσείων παραπονέθηκε ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης. Παρατηρούμε ότι αμέσως μετά το διορισμό του ερευνώντος λειτουργού ο εφεσείων έλαβε γνώση για τούτο, όπως και εκπρόσωποι της συντεχνίας του με επιστολή ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 2006. Ο εφεσείων κλήθηκε από τον ερευνώντα λειτουργό να δώσει τη δική του εκδοχή αλλά αρνήθηκε. Η έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, όπως και οι καταθέσεις, δόθηκαν στον εφεσείοντα.
Ο Διευθυντής του Τμήματος είχε καλέσει τον εφεσείοντα στις 26 Οκτωβρίου 2006 και ο τελευταίος αρνήθηκε να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, χωρίς την παρουσία συντεχνιακού και του δικηγόρου του. Παρατηρούμε περαιτέρω ότι και ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, όπου κλήθηκε ο εφεσείων για να δώσει τη δική του εκδοχή, αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση στην απουσία της συντεχνίας και του δικηγόρου του. Ο Γενικός Διευθυντής παραπέμπει, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, εκ νέου την υπόθεση στον ερευνώντα λειτουργό με σκοπό τη λήψη κατάθεσης από τον εφεσείοντα, ο οποίος και πάλι αρνείται. Σε δε συνάντηση που είχε με το Γενικό Διευθυντή στις 26 Φεβρουαρίου 2007 ο εφεσείων δήλωσε ότι αρνήθηκε να δώσει γραπτή κατάθεση κατόπιν νομικής συμβουλής.
Συνεπώς, με γνώμονα τα πιο πάνω, δεν μπορεί να έχει έρεισμα οποιοδήποτε παράπονο ότι ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης. Σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε αναλύσει πιο πάνω, όχι μόνο του προσφερόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί, αλλά είχε και στην κατοχή του όλες τις καταθέσεις που είχαν ληφθεί από τον ερευνώντα λειτουργό, όπως επίσης και την ίδια έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του. Αντιθέτως, θα προσθέταμε επί του προκειμένου ότι δαπανήθηκε υπέρμετρος χρόνος σε μια προσπάθεια να τύχει αντικειμενικής και αμερόληπτης αντιμετώπισης ο εφεσείων που θα οδηγούσε στην αντίκριση των διαπιστωθέντων παραπτωμάτων από πλευράς του εφεσείοντος.
Επί του προκειμένου θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 2 και 3 δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι, άλλος ήταν ο λόγος επί του οποίου στηρίχθηκε η διοίκηση για να τον απολύσει και άλλος λόγος ήταν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εξειδικεύοντας το λόγο αυτό ο κ. Ευσταθίου ισχυρίστηκε ότι, ο λόγος απόλυσης του εφεσείοντος, κατά τους εφεσιβλήτους, υπήρξε η εκ μέρους του παραβίαση των όρων απασχόλησης, σε ό,τι αφορά την προσέλευση και αποχώρηση από την εργασία του, ενώ το Δικαστήριο εξέλαβε ότι η απόλυση του εφεσείοντος είχε ως βάση το γεγονός ότι ο τελευταίος παρουσίαζε, κατά τους εφεσιβλήτους, ψευδές φωτοτυπημένο έντυπο προσέλευσης και αποχώρησης. Η διάσταση αυτή επιβάλλει, κατά το συνήγορο, επαρκή λόγο για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Με όλο το σεβασμό προς το επιχείρημα του ευπαιδεύτου συνηγόρου, η απόλυση του εφεσείοντος στηρίχτηκε στο πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού, ο οποίος διαπίστωσε την, εκ πρώτης όψεως, διάπραξη παραπτωμάτων, τα οποία εδράζονται αφενός μεν στη δημιουργία ψευδών εντύπων Ενημέρωσης Χρόνου Προσέλευσης/Αποχώρησης Ωρομίσθιου Προσωπικού με έγχρωμες φωτοτυπημένες υπογραφές του αρμοδίου λειτουργού και δεύτερο, με βάση τη μαρτυρία, ο εφεσείων ερχόταν καθυστερημένα στην εργασία του, χωρίς την απαιτούμενη έγκριση και τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος, δηλαδή η δημιουργία ψευδών εντύπων, είχε ως στόχο την προσπάθεια συγκάλυψης του αναφερόμενου παραπτώματος.
Παρατηρούμε συναφώς ότι πρόκειται περί μιας απόφασης με διττό χαρακτήρα. Επ' αυτού στηρίχτηκε, τελικώς, και η απόφαση απόλυσης. Το δε Δικαστήριο στις σελ. 15 και 16 της απόφασης αναφέρει τα εξής:
"Θέτοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών, πρέπει ευθύς εξ' αρχής να πούμε ότι όπως και να αντικρίσει κάποιος την εν γένει συμπεριφορά του αιτητή, αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά μόνο ως απαράδεκτη. Ο αιτητής με το να προσπαθεί να προσέλθει στην εργασία του και πολύ περισσότερο με το να προσπαθεί να παραπλανήσει και εξαπατήσει τους εργοδότες του παρουσιάζοντας ψευδή έντυπα ενημέρωσης χρόνου προσέλευσης/αποχώρησης από την εργασία του με πλαστογραφημένη την υπογραφή του προϊσταμένου του και με απώτερο σκοπό να συγκαλύψει τις ενέργειες του δεν παρέβη απλώς ουσιώδεις κανόνες της εργασιακής σχέσης .. αλλά ταυτόχρονα διέπραξε μια κολάσιμη πράξη που μπορούσε να επιφέρει και ποινικές επιπτώσεις εις βάρος του."
Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε την κακόπιστη συμπεριφορά του εφεσείοντος, ειδώμενη κατά αντικειμενική εκτίμηση, ότι η εργασιακή σχέση κλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η συνέχιση της να μην ήταν πλέον δυνατή και η επιλογή απόλυσης ήταν δικαιολογημένη.
Αντικρίζοντας το επιχείρημα που προβλήθηκε μέσα από το πιο πάνω πρίσμα θεωρούμε ότι δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα, καθότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι το Δικαστήριο αποδεχόμενο την εκδοχή που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι θεώρησε ότι ο λόγος απόλυσης δεν είναι άλλος από αυτόν που οι εφεσίβλητοι συμπεριέλαβαν στην επιστολή απόλυσης που, σημειώνουμε, εμπεριέχει αμφότερα τα στοιχεία, όπως αυτά έχουν περιγραφεί. Η παράβαση των όρων απασχόλησης αναφορικά με την προσέλευση και αποχώρηση από την εργασία, συνδυαζόμενο με την προσπάθεια παραπλάνησης των εφεσιβλήτων, με τη δημιουργία ψευδών εντύπων για αιτιολόγηση της μη έγκαιρης προσέλευσης ή αποχώρησης. Κατά συνέπεια ούτε αυτός ο λόγος έχει έρεισμα.
Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.