ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A396
(2015) 1 ΑΑΔ 1281
5 Ιουνίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
BRAINVIBES LTD,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2010)
Συμβάσεις ― Παράβαση σύμβασης ― Διαφορές από εκτέλεση Δημόσιας Σύμβασης ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των Εφεσειόντων εναντίον της Δημοκρατίας, για παράβαση σύμβασης ― Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες είχαν δικαίωμα να ακυρώσουν οποιαδήποτε τμηματική παράδοση, αν αυτή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές και τα συμφωνηθέντα ― Οι παραβιάσεις των σχετικών όρων εκ μέρους των Εφεσειόντων, ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ουσιώδεις, εφόσον επρόκειτο για όρους που αφορούν σε προσφορές του δημοσίου, όπου απαιτείται αυξημένη συμμόρφωση.
Με αγωγή τους ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες διεκδικούσαν εναντίον της Δημοκρατίας, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για διαφυγόν κέρδος.
Στις 2.9.2004, έγινε αποδεκτή από το Υπουργείο Υγείας της Δημοκρατίας, η προσφορά των Εφεσειόντων για την προμήθεια εκ μέρους τους 40.000 σωληναρίων των 20 γρ. του φαρμάκου «Hydrocortisone Acetate cream 1%» που κατασκευάζεται από την εταιρεία Sanofi-Synthelabo του Ηνωμένου Βασιλείου προς £0,75 το ένα (συνολική τιμή £30.000) και με χρόνο ζωής όχι λιγότερο από 20 μήνες. Για το σκοπό αυτό υπεγράφη μεταξύ των μερών Ανάθεση Σύμβασης.
Η πιο πάνω ποσότητα σωληναρίων συμφωνήθηκε να παραδοθεί στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες σε δύο τμηματικές παραδόσεις. Η πρώτη θα έπρεπε να γίνει το συντομότερο δυνατό και όχι αργότερα από 75 ημέρες από της υπογραφής της Σύμβασης, δηλαδή το αργότερο μέχρι 17 Νοεμβρίου 2004. Στις προδιαγραφές της προσφοράς, υπήρχε πρόνοια ότι οι Εφεσείοντες όφειλαν να υποβάλουν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, εντός 30 ημερών από την υπογραφή της συμφωνίας, δείγμα επισήμανσης του προϊόντος στην ελληνική γλώσσα και αντίγραφο φύλλου οδηγιών χρήσης, επίσης στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, το Τεκμήριο 1.4 καθόριζε ότι η παραλαβή της προμήθειας θα γινόταν με βάση τις προδιαγραφές και τους όρους των εγγράφων προσφοράς και τις πρόνοιες των Κανονισμών 22 και 23 των περί Εκτέλεσης Συμβάσεων Κανονισμών (ΚΔΠ 115/2004).
Οι Εφεσείοντες δεν υπέβαλαν εντός 30 ημερών το δείγμα επισήμανσης του προϊόντος στην ελληνική γλώσσα και ούτε παρέδωσαν την πρώτη παρτίδα εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε (17.11.04), με αποτέλεσμα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες να τους αποστείλουν επιστολή στις 13.12.2004 απειλώντας με διακοπή της Σύμβασης. Την 31 Δεκεμβρίου 2004 οι Εφεσείοντες τελικά παρέδωσαν ποσότητα 20.000 σωληναρίων, η οποία παραλήφθηκε από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, χωρίς να γίνει αντιληπτό (λόγω υποστελέχωσης του Τμήματος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς) ότι ο κατασκευαστής του φαρμάκου δεν ήταν αυτός που συμφωνήθηκε (Sanofi-Synthelabo), αλλά η Βέλγικη εταιρεία Purna Pharmaceuticals. Περαιτέρω, το προϊόν που παραδόθηκε δεν έφερε εξωτερική συσκευασία, δεν συνοδευόταν από φύλλο οδηγιών και ήταν σε συσκευασίες των 50 χωρίς ατομική συσκευασία με εξωτερικό περίβλημα, όπως προνοούσε η Σύμβαση Ανάθεσης. Άλλη διαφορά ήταν ότι το συμφωνηθέν προϊόν ήταν πρωτότυπο φάρμακο, ενώ το παραδοθέν ήταν παράγωγο, με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, να υπάρχει μείωση της φαρμακευτικής του επίδρασης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Καθυστέρηση υπήρξε και στην παράδοση της δεύτερης παρτίδας, με αποτέλεσμα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες να αποστείλουν στους Εφεσείοντες στις 8.7.2005 επιστολή, ζητώντας τους να παραδώσουν μέσα σε 30 μέρες την υπόλοιπη ποσότητα της παραγγελίας. Οι Εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 14.9.2005, πληροφόρησαν τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ότι το φαρμακευτικό σκεύασμα που θα προμήθευαν δεν θα ήταν της εταιρείας Sanofi-Synthelabo όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά της εταιρείας Purna Pharmaceuticals Belgium και με ημερομηνία λήξης 11/2007. Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αρνήθηκαν να αποδεχθούν την αλλαγή και με επιστολή τους ημερ. 28.9.2005, κάλεσαν τους Εφεσείοντες να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας Ανάθεσης της Σύμβασης. Οι Εφεσείοντες με νέα επιστολή τους, ημερ. 10.10.2005 εξήγησαν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ότι η αρχική κατασκευάστρια εταιρεία Sanofi αρνήθηκε να τους προμηθεύσει περαιτέρω ποσότητες του προϊόντος, λόγω αλλαγής της πολιτικής της για την κυπριακή αγορά.
Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας προχώρησαν στις 6.12.2005 σε κατάσχεση της εγγύησης των Εφεσειόντων (£2.980), ένεκα της μη πιστής εκτέλεσης της συμφωνίας. Περαιτέρω, στις 25.11.2005 η Δημοκρατία προχώρησε σε σχέση με την πρώτη παράδοση, σε αποκοπή του ποσού των £2.480 (€4.237), με την εξήγηση ότι:- (α) αυτή ήταν η διαφορά στην τιμή από τον φθηνότερο προσφοροδότη που θα παρείχε το συμφωνηθέν προϊόν από την ίδια κατασκευάστρια και με τη συμφωνηθείσα συσκευασία και (β) ότι υπήρξε καθυστέρηση στην παράδοση του προϊόντος.
Οι Εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν τους χειρισμούς των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και ενήγαγαν τη Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα για:- (α) γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, (β) για ειδικές αποζημιώσεις ύψους £12.410 το οποίο περιλαμβάνει (i) το ποσό των £6.950 για το κόστος αγοράς, εισαγωγής και αποθήκευσης των 20.000 σωληναρίων για τη δεύτερη τμηματική παράδοση, (ii) το ποσό των £2.480 (€4.237) το οποίο η Δημοκρατία απέκοψε από το ποσό της πρώτης παραγγελίας, (iii) ποσό £2.980 το οποίο παρανόμως απεκόπη από την τραπεζική εγγυητική των Εφεσειόντων και (γ) αποζημιώσεις για ποσό £8.050 ως διαφυγόν κέρδος που θα πραγματοποιούσαν από τη μη εκτέλεση της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το μόνο ποσό που δικαιούνταν οι Εφεσείοντες ήταν το ποσό των £2.480 (€4.237), το οποίο απέκοψε η Δημοκρατία σε σχέση με την πρώτη παράδοση.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το λάθος που επικαλέστηκαν οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες για την παραλαβή της πρώτης παρτίδας και τις δυνατότητες που κάτι τέτοιο τους έδινε να τερματίσουν τη σύμβαση στο μέλλον.
β) Ήταν εσφαλμένα τα ευρήματα σχετικά με τη δεύτερη τμηματική παράδοση, κατά την οποία επιχειρήθηκε η παράδοση φαρμακευτικών σκευασμάτων της Βελγικής εταιρείας και ειδικότερα το εύρημα ότι η διαφοροποίηση και μόνο της εμπορικής ονομασίας του σκευάσματος έδινε στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης.
γ) Ήταν εσφαλμένη η επιδίκαση μόνο του ποσού των €4.237,30 (£2.480), αντί του ποσού των €36.391,52 πλέον τόκους που οι Εφεσείοντες δικαιούνταν στη βάση ότι μπορούσαν να παραδώσουν οποιοδήποτε προϊόν με την ίδια δραστική ουσία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι λόγοι έφεσης δεν είχαν έρεισμα. Το λάθος που διαπιστώθηκε ως προς την πρώτη τμηματική παράδοση, δεν μπορούσε να συνδεθεί με τα όσα ακολούθησαν, αλλά ούτε και το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε οποιοδήποτε γεγονός, που αφορούσε την πρώτη παράδοση, να εμφιλοχωρήσει στα όσα ακολούθησαν σε σχέση με τη δεύτερη τμηματική παράδοση, η οποία κρίθηκε αυτοτελώς.
2. Με το Τεκμήριο 1.4 οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν τους όρους της προσφοράς. Με βάση την παράγραφο 5 του Τεκμηρίου 1.4 η παραλαβή οποιασδήποτε ποσότητας θα γινόταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους ειδικούς όρους των εγγράφων προσφοράς.
3. Αυτό ίσχυε και για τη δεύτερη τμηματική παράδοση και συνεπώς η υποχρέωση των Εφεσειόντων να παραδώσουν ποσότητα που να συνάδει με το συμφωνηθέν φαρμακευτικό σκεύασμα, ήταν εκ των ων ουκ άνευ.
4. Με βάση την παράγραφο 11 του Τεκμηρίου 1.4 οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες είχαν δικαίωμα να ακυρώσουν οποιαδήποτε τμηματική παράδοση, αν αυτή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές και τα συμφωνηθέντα.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του προσδιορίζει τα στοιχεία που θεώρησε ότι παραβίαζαν τα συμφωνηθέντα ως προς τη δεύτερη παράδοση.
6. Επρόκειτο κυρίως για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, την αλλαγή της κατασκευάστριας εταιρείας και την αλλαγή του εμπορικού ονόματος του σκευάσματος.
7. Όλα τα πιο πάνω θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ουσιαστικές παρεκκλίσεις που με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «διακοσμητικές αλλαγές», όπως εισηγήθηκε η πλευρά των Εφεσειόντων.
8. Η παράβαση της μεταξύ των μερών σύμβασης ως προς τη δεύτερη τμηματική παράδοση, ήταν σαφής και οι παραβιάσεις των σχετικών όρων ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ουσιώδεις, εφόσον πρόκειται για όρους που αφορούν σε προσφορές του δημοσίου, όπου απαιτείται αυξημένη συμμόρφωση.
9. Επομένως, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την αξίωση για καταβολή αποζημιώσεων στους Εφεσείοντες, ήταν ορθή, όπως ορθή ήταν και η επιδίκαση μόνο του ποσού των €4.237 που αφορούσε την αποκοπή σε σχέση με την πρώτη παρτίδα για την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε παράβαση, ενόψει της άνευ όρων αποδοχής της πρώτης τμηματικής παράδοσης, γεγονός που εμπόδιζε τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες μεταγενέστερα να επανέλθουν σε θέματα που αφορούσαν την πρώτη παράδοση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8264/2006), ημερομ. 26/7/2010.
Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την αγωγή τους οι Εφεσείοντες διεκδικούσαν εναντίον της Δημοκρατίας που εκπροσωπείται από τον Γενικό Εισαγγελέα, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για διαφυγόν κέρδος.
Διάφορες παραλείψεις στον τρόπο δικογράφησης των επίδικων θεμάτων και κάποιοι χειρισμοί εκ μέρους των δικηγόρων των διαδίκων κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία περιέπλεξαν τα θέματα. Υπό αυτές τις συνθήκες το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αυξημένη ευθύνη να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Όμως δεν φαίνεται να το έπραξε στο βαθμό που απαιτείτο, με αποτέλεσμα τα γεγονότα όπως τελικά καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, να είναι συγχυσμένα εφόσον δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά που συνήθως είναι η πιο λογική. Επίσης, τα πρακτικά της δίκης, όπως κρατήθηκαν χειρόγραφα από την ευπαίδευτη δικαστή, δεν βοήθησαν την όλη κατάσταση.
Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 2.9.2004, έγινε αποδεκτή από το Υπουργείο Υγείας της Δημοκρατίας, η προσφορά των Εφεσειόντων για την προμήθεια εκ μέρους τους 40.000 σωληναρίων των 20 γρ. του φαρμάκου «Hydrocortisone Acetate cream 1%» που κατασκευάζεται από την εταιρεία Sanofi-Synthelabo του Ηνωμένου Βασιλείου προς £0,75 το ένα (συνολική τιμή £30.000) και με χρόνο ζωής όχι λιγότερο από 20 μήνες. Για το σκοπό αυτό υπεγράφη μεταξύ των μερών Ανάθεση Σύμβασης (Τεκμήριο 1.4).
Η πιο πάνω ποσότητα σωληναρίων συμφωνήθηκε να παραδοθεί στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες σε δύο τμηματικές παραδόσεις. Η πρώτη θα έπρεπε να γίνει το συντομότερο δυνατό και όχι αργότερα από 75 ημέρες από της υπογραφής της Σύμβασης, δηλαδή το αργότερο μέχρι 17 Νοεμβρίου 2004. Στις προδιαγραφές της προσφοράς υπήρχε πρόνοια ότι οι Εφεσείοντες όφειλαν να υποβάλουν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, εντός 30 ημερών από την υπογραφή της συμφωνίας, δείγμα επισήμανσης του προϊόντος στην ελληνική γλώσσα και αντίγραφο φύλλου οδηγιών χρήσης, επίσης στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, το Τεκμήριο 1.4 καθόριζε ότι η παραλαβή της προμήθειας θα γινόταν με βάση τις προδιαγραφές και τους όρους των εγγράφων προσφοράς και τις πρόνοιες των Κανονισμών 22 και 23 των περί Εκτέλεσης Συμβάσεων Κανονισμών (ΚΔΠ 115/2004).
Φαίνεται ότι οι Εφεσείοντες δεν υπέβαλαν εντός 30 ημερών το δείγμα επισήμανσης του προϊόντος στην ελληνική γλώσσα και ούτε παρέδωσαν την πρώτη παρτίδα εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε (17.11.04), με αποτέλεσμα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες να τους αποστείλουν επιστολή στις 13.12.2004 (Παράρτημα 1.5) απειλώντας με διακοπή της Σύμβασης. Την 31 Δεκεμβρίου 2004 οι Εφεσείοντες τελικά παρέδωσαν ποσότητα 20.000 σωληναρίων, η οποία παραλήφθηκε από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (Τεκμήριο 1.6), χωρίς να γίνει αντιληπτό (λόγω υποστελέχωσης του Τμήματος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς) ότι ο κατασκευαστής του φαρμάκου δεν ήταν αυτός που συμφωνήθηκε (Sanofi-Synthelabo), αλλά η Βέλγικη εταιρεία Purna Pharmaceuticals. Περαιτέρω, το προϊόν που παραδόθηκε δεν έφερε εξωτερική συσκευασία, δεν συνοδευόταν από φύλλο οδηγιών και ήταν σε συσκευασίες των 50 χωρίς ατομική συσκευασία με εξωτερικό περίβλημα, όπως προνοούσε η Σύμβαση Ανάθεσης. Άλλη διαφορά ήταν ότι το συμφωνηθέν προϊόν ήταν πρωτότυπο φάρμακο, ενώ το παραδοθέν ήταν παράγωγο, με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, να υπάρχει μείωση της φαρμακευτικής του επίδρασης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Καθυστέρηση υπήρξε και στην παράδοση της δεύτερης παρτίδας, με αποτέλεσμα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες να αποστείλουν στους Εφεσείοντες στις 8.7.2005 επιστολή (Τεκμήριο 1.7), ζητώντας τους να παραδώσουν μέσα σε 30 μέρες την υπόλοιπη ποσότητα της παραγγελίας. Οι Εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 14.9.2005 (Τεκμήριο 1.8), πληροφόρησαν τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ότι το φαρμακευτικό σκεύασμα που θα προμήθευαν δεν θα ήταν της εταιρείας Sanofi-Synthelabo όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά της εταιρείας Purna Pharmaceuticals Belgium και με ημερομηνία λήξης 11/2007. Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αρνήθηκαν να αποδεχθούν την αλλαγή και με επιστολή τους ημερ. 28.9.2005 (Τεκμήριο 1.9) κάλεσαν τους Εφεσείοντες να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας Ανάθεσης της Σύμβασης. Οι Εφεσείοντες με νέα επιστολή τους, ημερ. 10.10.2005 (Τεκμήριο 1.12) εξήγησαν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ότι η αρχική κατασκευάστρια εταιρεία Sanofi αρνήθηκε να τους προμηθεύσει περαιτέρω ποσότητες του προϊόντος, λόγω αλλαγής της πολιτικής της για την κυπριακή αγορά.
Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας προχώρησαν στις 6.12.2005 σε κατάσχεση της εγγύησης των Εφεσειόντων (£2.980), ένεκα της μη πιστής εκτέλεσης της συμφωνίας. Περαιτέρω, στις 25.11.2005 η Δημοκρατία προχώρησε σε σχέση με την πρώτη παράδοση, σε αποκοπή του ποσού των £2.480 (€4.237), με την εξήγηση ότι:- (α) αυτή ήταν η διαφορά στην τιμή από τον φθηνότερο προσφοροδότη που θα παρείχε το συμφωνηθέν προϊόν από την ίδια κατασκευάστρια και με τη συμφωνηθείσα συσκευασία και (β) ότι υπήρξε καθυστέρηση στην παράδοση του προϊόντος.
Οι Εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν τους χειρισμούς των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και ενήγαγαν τη Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα για:- (α) γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, (β) για ειδικές αποζημιώσεις ύψους £12.410 το οποίο περιλαμβάνει (i) το ποσό των £6.950 για το κόστος αγοράς, εισαγωγής και αποθήκευσης των 20.000 σωληναρίων για τη δεύτερη τμηματική παράδοση, (ii) το ποσό των £2.480 (€4.237) το οποίο η Δημοκρατία απέκοψε από το ποσό της πρώτης παραγγελίας, (iii) ποσό £2.980 το οποίο παρανόμως απεκόπη από την τραπεζική εγγυητική των Εφεσειόντων και (γ) αποζημιώσεις για ποσό £8.050 ως διαφυγόν κέρδος που θα πραγματοποιούσαν από τη μη εκτέλεση της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το μόνο ποσό που δικαιούνταν οι Εφεσείοντες ήταν το ποσό των £2.480 (€4.237), το οποίο απέκοψε η Δημοκρατία σε σχέση με την πρώτη παράδοση.
Οι Εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το λάθος που επικαλέστηκαν οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες για την παραλαβή της πρώτης παρτίδας και τις δυνατότητες που κάτι τέτοιο τους έδινε να τερματίσουν τη σύμβαση στο μέλλον. Σύμφωνα με το συνήγορο των Εφεσειόντων, η επιλογή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών να μην ακυρώσουν τη συμφωνία μετά τη διαπίστωση του λάθους κατά την παράδοση της πρώτης παρτίδας, εμπόδιζε τη Δημοκρατία σε μεταγενέστερο στάδιο να ακυρώσει τη σύμβαση ή να προβεί σε αποκοπή οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με την πρώτη παράδοση. Αποτελεί περαιτέρω θέση των Εφεσειόντων ότι η Δημοκρατία πρόβαλε τρεις μη δικογραφημένες εκδοχές για το λάθος αναφορικά με την πρώτη παράδοση, χωρίς το δικαστήριο να προβληματιστεί ώστε να τις αποκλείσει. Οι Εφεσείοντες στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης εγείρουν συγκαλυμμένα και διάφορα άλλα επιχειρήματα, τα οποία άπτονται της αξιοπιστίας του Μ.Υ. 1 Στέλιου Στυλιανού, χωρίς να έχει τεθεί λόγος έφεσης αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα. Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε αυτά τα θέματα, εφόσον δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα του δικαστηρίου σχετικά με τη δεύτερη τμηματική παράδοση, κατά την οποία επιχειρήθηκε η παράδοση φαρμακευτικών σκευασμάτων της Βελγικής εταιρείας Purna Pharmaceuticals αντί της Sanofi του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι είναι νομικά εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διαφοροποίηση και μόνο της εμπορικής ονομασίας του σκευάσματος έδινε στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης. Όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, το ουσιώδες μέρος της συμφωνίας ήταν η συγκεκριμένη δραστική ουσία που θα περιείχε το σκεύασμα (Hydrocortisone Acetate 1% cream) και όχι η εμπορική επωνυμία του σκευάσματος. Υπό τις περιστάσεις, αναφέρει ο κ. Ευσταθίου στο περίγραμμα αγόρευσης του, δεν υφίστατο οποιαδήποτε ασάφεια στο κείμενο της σύμβασης και ήταν λανθασμένη η ενέργεια της πρωτόδικης δικαστού να αναζητήσει πρόθεση των μερών άλλη από αυτή που διατυπωνόταν ρητά στη σύμβαση περί προμήθειας σκευάσματος με συγκεκριμένη δραστική ουσία.
Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά στο θέμα των αποζημιώσεων που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά τους Εφεσείοντες, η επιδίκαση μόνο του ποσού των €4.237,30 (£2.480), αντί του ποσού των €36.391,52*, πλέον τόκους που οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι δικαιούνταν στη βάση ότι μπορούσαν να παραδώσουν οποιοδήποτε προϊόν με την ίδια δραστική ουσία.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, υποστήριξε ότι είναι ανεδαφικοί οι λόγοι έφεσης. Ως προς τον πρώτο λόγο, ανέφερε ότι από τη στιγμή που μετά την παραλαβή της πρώτης τμηματικής παράδοσης στις 25.11.2005 δεν έγινε καμιά δήλωση εκ μέρους του Εφεσίβλητου περί παραβιάσεως της Σύμβασης, τίποτε δεν προκύπτει. Το λάθος ως προς την πρώτη τμηματική παράδοση δεν συνδέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο με τα όσα διαδραματίστηκαν σε σχέση με τη δεύτερη τμηματική παράδοση η οποία κρίθηκε ότι είχε τη δική της αυτοτέλεια. Η διαφοροποίηση του σκευάσματος κατά τη δεύτερη τμηματική παραλαβή, υποδηλοί σαφή παράβαση των όρων της σύμβασης. Αποτελεί θέση της δικηγόρου του Εφεσίβλητου, ότι το νομικό υπόβαθρο για τμηματική παράδοση διέπεται από το Άρθρο 38 του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν. 10(Ι)/94), το οποίο αφορά σε τμηματικές παραδόσεις.
Ως προς τους άλλους δύο λόγους έφεσης, η συνήγορος του Εφεσίβλητου διατυπώνει τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν στήριξε την απόφαση του μόνο στη διαφοροποίηση του ονόματος του προϊόντος που θα παραδίδετο και της κατασκευάστριας εταιρείας (Purna Βελγίου αντί Sanofi Ηνωμένου Βασιλείου), αλλά στηρίχθηκε και στο γεγονός ότι η δεύτερη τμηματική παράδοση καθυστέρησε.
Έχουμε εξετάσει τους τρεις λόγους έφεσης και έχουμε καταλήξει ότι αυτοί δεν έχουν έρεισμα. Κατ' αρχάς το λάθος που διαπιστώθηκε ως προς την πρώτη τμηματική παράδοση, δεν μπορούσε να συνδεθεί με τα όσα ακολούθησαν, αλλά ούτε και το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε οποιοδήποτε γεγονός, που αφορούσε την πρώτη παράδοση, να εμφιλοχωρήσει στα όσα ακολούθησαν σε σχέση με τη δεύτερη τμηματική παράδοση, η οποία κρίθηκε αυτοτελώς. Πουθενά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διατύπωσε εύρημα ότι η απόρριψη της δεύτερης παράδοσης συνδεόταν με το λάθος που διαπιστώθηκε στην πρώτη παράδοση. Το μόνο που διαπιστώνεται στη σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης, είναι η αποκοπή ενός ποσού, αλλά αμέσως μετά το πρωτόδικο δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι «ακόμη και η εν λόγω αποκοπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με απόρριψη». Ενώ στη σελίδα 10 της απόφασης του το δικαστήριο ρητά αναφέρει ότι ο Εφεσίβλητος θα «είχε δικαίωμα ενδεχομένως να ζητήσει αποζημιώσεις σε σχέση με την πρώτη παρτίδα επειδή (οι Εφεσείοντες) δεν εκτέλεσαν πιστά τη συμφωνία. Αλλά (ο Εφεσίβλητος) δεν ενήργησε με αυτό τον τρόπο αλλά με αυτόματη αποκοπή του ποσού», την οποία τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενέκρινε. Με το Τεκμήριο 1.4 οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν τους όρους της προσφοράς. Με βάση την παράγραφο 5 του Τεκμηρίου 1.4 η παραλαβή οποιασδήποτε ποσότητας θα γινόταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους ειδικούς όρους των εγγράφων προσφοράς. Αυτό ίσχυε και για τη δεύτερη τμηματική παράδοση και συνεπώς η υποχρέωση των Εφεσειόντων να παραδώσουν ποσότητα που να συνάδει με το συμφωνηθέν φαρμακευτικό σκεύασμα, ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Με βάση την παράγραφο 11 του Τεκμηρίου 1.4 οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες είχαν δικαίωμα να ακυρώσουν οποιαδήποτε τμηματική παράδοση, αν αυτή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές και τα συμφωνηθέντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του προσδιορίζει τα στοιχεία που θεώρησε ότι παραβίαζαν τα συμφωνηθέντα ως προς τη δεύτερη παράδοση. Πρόκειται κυρίως για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, την αλλαγή της κατασκευάστριας εταιρείας και την αλλαγή του εμπορικού ονόματος του σκευάσματος. Όλα τα πιο πάνω θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ουσιαστικές παρεκκλίσεις που με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «διακοσμητικές αλλαγές», όπως εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων.
Κατά την κρίση μας, η παράβαση της μεταξύ των μερών σύμβασης ως προς τη δεύτερη τμηματική παράδοση, ήταν σαφής και οι παραβιάσεις των σχετικών όρων ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ουσιώδεις, εφόσον πρόκειται για όρους που αφορούν σε προσφορές του δημοσίου, όπου απαιτείται αυξημένη συμμόρφωση. Επομένως, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την αξίωση για καταβολή αποζημιώσεων στους Εφεσείοντες, ήταν ορθή, όπως ορθή ήταν και η επιδίκαση μόνο του ποσού των €4.237 (£2.480) που αφορούσε την αποκοπή σε σχέση με την πρώτη παρτίδα για την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε παράβαση, ενόψει της άνευ όρων αποδοχής της πρώτης τμηματικής παράδοσης, γεγονός που εμπόδιζε τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες μεταγενέστερα να επανέλθουν σε θέματα που αφορούσαν την πρώτη παράδοση.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.