ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A83
(2015) 1 ΑΑΔ 226
9 Φεβρουαρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. LONG BEACH HOTELS LTD,
2. LONG BEACH HOLIDAY APARTMENTS LTD,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
1. ΝΤΙΝΟΥ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΤΑΚΗ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ,
2. ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΔΑΥΪΔ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,
3. ΜΑΡΙΑΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΕΛΗ,
4. ΜΕΛΑΝΗΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΗ,
5. ΛΟΥΚΙΑΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2009)
Τόκος ― Δικαστικές αποφάσεις ― Στην προκειμένη περίπτωση, στην απουσία οποιασδήποτε συμβατικής ή νομοθετικής πρόνοιας, η οποία να ρυθμίζει το θέμα του χρόνου από τον οποίο θα μπορούσε να υπολογιστεί ο τόκος επί του επιδικασθέντος ποσού, ο χρόνος αυτός δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκε η αγωγή.
Τόκος ― Δικαστικές αποφάσεις ― Το θέμα του χρόνου από τον οποίο επιδικάζεται τόκος σε δικαστικές αποφάσεις, όταν αυτός δε ρυθμίζεται από συμφωνία των διαδίκων ή από κάποια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια ― Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως έχει τροποποιηθεί ― Η βασική αρχή είναι ότι ο τόκος επιδικάζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής· δε χρειάζεται να κοιτάξει κάποιος πιο πίσω χρονικά.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση επέτυχε μερικώς.
Η κάθε πλευρά τα έξοδα της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λευκαρίτης κ.ά. ν. Long Beach Hotels Ltd κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 194,
Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Οικονόμου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4193/2002), ημερομηνίας 10/3/2009.
Αντ. Παπαλλής, μαζί με Μ. Μαντοβάνη (κα), για Αντ. Α. Παπαλλή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. και Α. Μαντοβάνη, για τους Εφεσείοντες.
Αντ. Ανδρέου, για Αντ. Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση, τελικώς, περιορίστηκε σε δύο λόγους, από τους τέσσερις, που είχαν, αρχικά, προβληθεί, κατά τρόπο ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται σημαντικά. Οι εναπομείναντες λόγοι δεν αφορούν στην ουσία της απαίτησης των εφεσιβλήτων, εναγόντων στην αγωγή, οι οποίοι, πρωτόδικα, έχουν δικαιωθεί. Περιορίζονται σε δύο θέματα: Το πρώτο, στο οποίο αναφέρεται ο πρώτος λόγος έφεσης, αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσειόντων, εναγομένων, σε σχέση με συγκεκριμένη χρηματική απαίτησή τους. Το δεύτερο, στο οποίο αναφέρεται ο τέταρτος λόγος έφεσης, αφορά στο χρόνο από τον οποίο επιδικάστηκε τόκος υπέρ των εφεσιβλήτων, σε σχέση με τη δική τους επιτυχή χρηματική απαίτηση.
Για σκοπούς, ειδικά, του πρώτου λόγου έφεσης, είναι αναγκαίο να γίνει σύντομη αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως και δεν έχουν αμφισβητηθεί. Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι εφεσίβλητοι 2, 3, 4 και 5 είναι οι, εξ αδιαιρέτου, ιδιοκτήτες μέρους των τεμαχίων 133/1, 136 και 137, φ/σχ. XLI/26, τα οποία βρίσκονται στην παραλιακή περιοχή Πύλας, στη Λάρνακα. Το υπόλοιπο των τεμαχίων αυτών, έκτασης 16 στρεμμάτων, πωλήθηκε στους εφεσείοντες, στις 19.2.1983, δυνάμει δύο γραπτών συμφωνιών, από τους πρώην ιδιοκτήτες, προκατόχους των εφεσιβλήτων. Εδώ, να σημειωθεί, για χάριν πληρότητας, ότι, στους εν λόγω ιδιοκτήτες, περιλαμβανόταν και ο Τάκης Λευκαρίτης, αποβιώσας, ο διαχειριστής της περιουσίας του οποίου μεταβίβασε, αργότερα, το, εξ αδιαιρέτου, μερίδιό του (δεδομένου ότι αυτός το κατείχε ως καταπιστευματοδόχος) στους λοιπούς εφεσίβλητους, ως δικαιούχους αυτού. Επομένως, η συμπερίληψη του διαχειριστή, αρχικά, ως ενάγοντος στην αγωγή και, ακολούθως, στην παρούσα έφεση είναι άνευ οποιασδήποτε σημασίας.
Οι πιο πάνω συμφωνίες πώλησης προέβλεπαν ρητώς ότι οι προκάτοχοι των εφεσιβλήτων, ως οι πωλητές της εν λόγω έκτασης γης, είχαν υποχρέωση να προβούν στο διαχωρισμό της από την υπόλοιπη και στη μεταβίβασή της στους αγοραστές, εφεσείοντες. Αυτά υλοποιήθηκαν στην πορεία του χρόνου, ως οι σχετικές προβλέψεις, όμως, κατά την ίδια περίοδο, είχαν εγερθεί κάποιες διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, σε σχέση με επί μέρους πτυχές των εν λόγω συμφωνιών. Η σημαντικότερη από αυτές αφορούσε στο κατά πόσο η πωληθείσα έκταση γης θα περιλάμβανε ή όχι την απαιτούμενη, συνεπεία του διαχωρισμού, έκταση πρασίνου και πεζόδρομου, καθώς, επίσης, την έκταση η οποία απαιτείτο για σκοπούς ρυμοτομίας. Η παραχώρηση γης για τα ανωτέρω προβλεπόταν στην άδεια διαχωρισμού, η οποία είχε εκδοθεί, στο μεταξύ, στα πλαίσια υλοποίησης των προαναφερθεισών συμφωνιών πώλησης.
Σταδιακά, οι διαφορές αυτές επιλύθηκαν, αρχικά, στο πλαίσιο της αγωγής 3246/1989, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όπου διάδικοι ήταν τα ίδια μέρη, όπως και εδώ, με τους εφεσείοντες να υπέχουν θέση εναγόντων, και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της επακολουθήσασας στο Ανώτατο Δικαστήριο έφεσης* κατά της απόφασης στην εν λόγω αγωγή. Επιπρόσθετα, να σημειωθεί πως τα μέρη, εκκρεμούσης της πιο πάνω αγωγής, κατήρτισαν, μεταξύ τους, νέα γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 31.7.1991, με την οποία προέβλεψαν για την περίπτωση που ο διενεργηθείς διαχωρισμός θα απέδιδε στους αγοραστές έκταση γης μεγαλύτερη ή μικρότερη της πωληθείσας, αναλόγως της περίπτωσης. Στις πρόνοιες της συμφωνίας αυτής βασίστηκε η υπό αναφορά νέα αγωγή των εφεσιβλήτων εναντίον των εφεσειόντων.
Όσον αφορά το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας δικαστικής διαμάχης, τελικά, η αγωγή 3246/1989, κατά την οποία είχαν δικαιωθεί μερικώς και οι δύο πλευρές, κυρώθηκε κατ' έφεση*, με την απόφαση ότι:- (σελίδες 209-210)
«Ο διαχωρισμός της γης ήταν ευθύνη των εναγομένων και έπρεπε να είναι τέτοιος ώστε να μεταβιβαστεί στους αιτητές κτήμα έκτασης 16 σκαλών. ...
..............................................................................................................
... οι πωλητές είχαν από κοινού υποχρέωση να προβούν σε τέτοιο διαχωρισμό, ούτως ώστε οι όροι πρασίνου και πεζοδρόμου να μην επιβάρυναν την πωληθείσα έκταση.»
και, περαιτέρω, ότι:- (σελίδες 210-211)
«... η ρυμοτομία πρέπει να βαρύνει κατ' αναλογία το κάθε μέρος του ακινήτου και ως εκ τούτου, όσον αφορά το πωληθέν κτήμα, πρέπει να βαρύνει τους αγοραστές. ... η πωληθείσα έκταση περιλάμβανε και το χώρο της ρυμοτομίας και οι πωλητές δεν είχαν υποχρέωση να δώσουν το πωληθέν κτήμα ελεύθερο ρυμοτομίας.»
Στη συνέχεια, το Εφετείο, εξετάζοντας το θέμα που αφορούσε στα έξοδα του διαχωρισμού του ακινήτου, λαμβανομένης υπόψη και της ρυμοτομίας, κατέληξε ως εξής:- (σελίδα 211)
"Επικυρώνουμε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα έξοδα του διαχωρισμού θα υφίστατο η πλευρά που είχε την υποχρέωση να διενεργήσει το διαχωρισμό. Είναι προφανές από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ότι τέτοια υποχρέωση είχαν οι πωλητές, ... Έτσι, οι δαπάνες τις οποίες οι ενάγουσες θα υφίσταντο για το διαχωρισμό θα γίνονταν προς όφελος των πωλητών, με αποτέλεσμα αυτές να πρέπει να καταβληθούν από τους πωλητές στους αγοραστές. Επιπρόσθετα, το εύρημα ότι η υποχρέωση των πωλητών για διαχωρισμό της πωληθείσας έκτασης ώστε ο χώρος πρασίνου και πεζοδρόμου να είναι στην εναπομείνασα έκταση των πωλητών, συνεπάγεται κατ' επέκταση και το συμπέρασμα ότι η δαπάνη για τους σκοπούς του διαχωρισμού πρέπει να βαρύνει τους πωλητές.
Όσον αφορά όμως τη ρυμοτομία, συνέπεια της επικύρωσης του ευρήματος για τον ποιο βάρυνε η ρυμοτομία, που ήταν οι αγοραστές, είναι και το συμπέρασμα ότι τα έξοδα της ρυμοτομίας έγιναν προς όφελος των αγοραστών και βαρύνουν τους ιδίους.»
Σε σχέση με τα έξοδα διαχωρισμού, η επικυρωθείσα, ως άνω, απόφαση στην αγωγή 3246/1989, περιλάμβανε και τη δήλωση ότι:-
«... οι Ενάγουσες δικαιούνται να λάβουν από τους Εναγομένους το εκ του υπό των Εναγουσών συνολικά δαπανηθέντος διά τον διαχωρισμόν ποσού των £49.577,03σ αναλογούν ποσόν διά τα έξοδα των έργων πρασίνου και του πεζοδρόμου αλλά όχι το εξ αυτού αναλογούν ποσό διά τα έξοδα των έργων ρυμοτομίας.»
Η κατάληξη επί του πιο πάνω θέματος των εξόδων διαχωρισμού συνιστούσε, ουσιαστικά, δικαστική αναγνώριση συγκεκριμένου αγώγιμου δικαιώματος προς όφελος των εφεσειόντων, εναγόντων στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία. Όπως δε υποδεικνύεται, σαφώς, στην εν λόγω δήλωση, αυτό θα αφορούσε σε μέρος μόνο της συνολικής δαπάνης των ΛΚ49.577,03, που, αργότερα, μετατράπηκαν σε €84.707,38, περιοριζόμενο στο ποσό που αναλογούσε στα έξοδα των έργων πρασίνου και του πεζόδρομου. Οι εφεσείοντες μπορούσαν να εγείρουν αγωγή κατά των εφεσιβλήτων για τη διεκδίκηση του αναλογούντος ποσού σε σχέση με τα εν λόγω έξοδά τους. Δεν το έπραξαν, όμως. Περίμεναν μέχρι που οι εφεσίβλητοι ήγειραν εναντίον τους την υπό συζήτηση αγωγή και, τότε, περιέλαβαν σ' αυτήν ανταπαίτηση για ολόκληρο το πιο πάνω ποσό των εξόδων διαχωρισμού, αντί για το αναλογούν σ' αυτούς ποσό, όπως καταδεικνύεται στην πιο πάνω αναγνωριστική δήλωση.
Σύμφωνα με ό,τι διαπιστώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό που, βασικά, απασχόλησε τους εφεσείοντες, δικογραφικά και κατά τη δίκη, ήταν η ορθότητα της απόφασης στην προηγούμενη αγωγή 3246/1989 και της επικυρωτικής αυτής απόφασης του Εφετείου, σε σχέση με την πτυχή που αναφέρθηκε προηγουμένως· για την ακρίβεια, αυτοί εισηγήθηκαν την ακύρωσή τους. Οι εφεσείοντες, στη βάση της πιο πάνω επιδίωξής τους, για την οποία ανταπαίτησαν δηλωτική απόφαση, πρόβαλαν, επιπροσθέτως, και δεύτερη απαίτηση, με την οποία αξίωσαν την καταβολή προς αυτούς ολόκληρου του προαναφερθέντος ποσού των εξόδων διαχωρισμού, ήτοι €84.707,38. Παραμένοντας δε, προφανώς, συνεπείς στην πιο πάνω επιδίωξή τους, δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία για την απόδειξη του πιο πάνω ποσού, η οποία, υπό το φως της προαναφερθείσας δηλωτικής απόφασης, δε χρειαζόταν, ούτως ή άλλως.
Πρωτόδικα, διαπιστώθηκε πως η πιο πάνω χρηματική απαίτηση των εφεσειόντων στην ανταπαίτηση στηρίχτηκε αποκλειστικά στη θέση τους ότι δεν ετίθετο θέμα διαχωρισμού μεταξύ των εξόδων για έργα πρασίνου και του πεζόδρομου και των εξόδων για τα έργα ρυμοτομίας, καθ' ότι αυτοί θεωρούσαν πως η έκταση γης που είχαν αγοράσει ούτε και με τα τελευταία θα έπρεπε να επιβαρυνθεί. Εξ ου και η επιδίωξή τους για ακύρωση των αποφάσεων στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία, με τις οποίες είχε αποφασιστεί, ακριβώς, το αντίθετο. Όπως ήταν φυσικό, η πιο πάνω θέση απορρίφθηκε, ως εδραζόμενη σε μη νόμιμη αιτία. Κατά συνέπεια, κρίθηκε, επίσης, ότι ήταν αχρείαστη η ενασχόληση του Δικαστηρίου με την εν λόγω χρηματική απαίτηση των εφεσειόντων. Η κατάληξη αυτή του ευπαίδευτου Προέδρου, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, δεν αποτελεί αντικείμενο συγκεκριμένου λόγου έφεσης.
Η διαπιστωθείσα, πρωτοδίκως, απαίτηση των εφεσειόντων εδραζόταν σε μια εντελώς διαφορετική αιτία αγωγής από αυτήν η οποία είχε αναγνωριστεί προς όφελός τους στην προηγούμενη αγωγή. Η τελευταία αφορά σε δικαστικώς αναγνωρισμένο δικαίωμα για αποκατάστασή τους στο ποσό το οποίο αυτοί είχαν καταβάλει προς όφελος των εφεσιβλήτων, στα πλαίσια της διευθέτησης για το διαχωρισμό της πωληθείσας γης, στην οποία είχαν προβεί, προς υλοποίηση των συμφωνιών πώλησης. Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι είχαν αναθέσει, τότε, στους εφεσείοντες εκείνοι να προβούν σε όλες τις ενέργειες και να υποστούν τα έξοδα που ήταν αναγκαία για το διαχωρισμό του πωληθέντος τμήματος γης από το υπόλοιπο ακίνητο. Όπως γίνεται δε αντιληπτό, οι εφεσείοντες, αφού κατέβαλαν, στην περίπτωση εκείνη, όπως είναι παραδεκτό, ολόκληρο το ποσό των εξόδων για τον εν λόγω διαχωρισμό, δικαιούνταν, ακολούθως, να απαιτήσουν από τους εφεσίβλητους το μέρος αυτού, που αναλογούσε στα έξοδα για τα έργα, που οι ίδιοι είχαν κάμει προς όφελός τους.
Οι εφεσείοντες, αν πρόβαλλαν μια τέτοια χρηματική απαίτηση στο δικόγραφό τους, θα έφεραν, επίσης, το βάρος να την αποδείξουν, όπως και όλα τα ουσιώδη γεγονότα που την περιέβαλλαν, προς ικανοποίηση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, (βλ. Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, στη σελίδα 1291). Βέβαια, όπως διαπιστώθηκε, ήδη, δεν είναι τέτοια η παρούσα περίπτωση. Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν μια εντελώς διαφορετική αιτία, η οποία απορρίφθηκε και, έτσι, δεν ήταν, πλέον, αναγκαίο να εξεταστεί η ταυτισθείσα με αυτή χρηματική απαίτησή τους για το ποσό των €84.707,38. Η απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, είναι ορθή. Ως εκ τούτου, είναι αχρείαστη η οποιαδήποτε ενασχόληση με τη θέση, στον πρώτο λόγο έφεσης των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι έφεραν το βάρος απόδειξης του ποσού το οποίο αυτοί δικαιούνται να λαμβάνουν από τους εφεσίβλητους.
Οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν, με την παρούσα έφεση, το ύψος του ποσού το οποίο επιδικάστηκε πρωτόδικα προς όφελος των εφεσιβλήτων, σε σχέση με την αξία της περιπλέον έκτασης γης, που οι ίδιοι είχαν πάρει, τελικώς, στο πλαίσιο του διαχωρισμού. Διαφώνησαν, όμως, και το αναφέρουν στον τέταρτο λόγο έφεσης, με τη διαταγή του Δικαστηρίου ότι το επιδικασθέν ποσό θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως, από τις 28.11.1996, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην προηγούμενη αγωγή 3246/1989. Θεωρούν την εν λόγω διαταγή λανθασμένη, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, με την έκθεση απαιτήσεώς τους, διεκδικούν τον ίδιο τόκο, όμως, από τις 16.11.2000. Εν ολίγοις, θεωρούν ότι αποδόθηκε στους εφεσίβλητους τόκος πέραν αυτού τον οποίο οι ίδιοι ζητούν με το δικόγραφό τους.
Το θέμα του χρόνου από τον οποίο επιδικάζεται τόκος σε δικαστικές αποφάσεις, όταν αυτός δε ρυθμίζεται από συμφωνία των διαδίκων ή από κάποια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, διέπεται από το Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως έχει τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα, όπως έχει η σχετική πρόνοια, η οποία συμπεριλήφθηκε στο βασικό Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 102(Ι)/1996, η βασική αρχή είναι ότι ο τόκος επιδικάζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής· δε χρειάζεται να κοιτάξει κάποιος πιο πίσω χρονικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, στην απουσία οποιασδήποτε συμβατικής ή νομοθετικής πρόνοιας, η οποία να ρυθμίζει το θέμα του χρόνου από τον οποίο θα μπορούσε να υπολογιστεί ο τόκος επί του επιδικασθέντος ποσού, ο χρόνος αυτός δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από την 5.11.2002, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκε η αγωγή. Ούτε και η 16.11.2000, την οποία καθόρισαν οι εφεσίβλητοι στο δικόγραφό τους, θα μπορούσε να επιλεγεί, όπως διαπιστώνεται από τη συζήτηση η οποία έχει προηγηθεί.
Ως εκ των ανωτέρω, η διαταγή του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η οποία ορίζει την 28.11.1996 ως την ημερομηνία από την οποία θα άρχιζε να υπολογίζεται ο τόκος, ακυρώνεται. Ακυρωθείσας δε αυτής, δεν υπάρχει στο Δικαστήριο τούτο άλλη επιλογή, δεδομένης της προαναφερθείσας πρόνοιας του Νόμου 14/1960, από τον ορισμό της 5.11.2002 ως της νέας ημερομηνίας για το σκοπό αυτό. Συγκεκριμένα, το επιδικασθέν ποσό των €260.281,51 θα φέρει τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από την 5.11.2002, μέχρι εξοφλήσεως. Επομένως, ο λόγος έφεσης που αφορά στον τόκο επιτυγχάνει.
Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, κατάληξη η οποία, εύλογα, οδηγεί στην απόφαση για τη μη επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων στην έφεση. Κάθε πλευρά να αναλάβει τα έξοδά της.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Η κάθε πλευρά τα έξοδα της.