ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A773
(2014) 1 ΑΑΔ 2215
14 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΠΑΥΛΙΝΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2009)
Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Μαθήτρια λυκείου υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση όταν δέχθηκε κτύπημα στο κεφάλι από σχολική τσάντα την οποία άλλος μαθητής έριξε από τον πρώτο όροφο κατά τη διάρκεια άσκησης εφαρμογής σχεδίου εκκένωσης του σχολείου ― Εκρίθη πρωτοδίκως ότι στο καθήκον επιτήρησης δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη κάθε ανόητης ενέργειας των μαθητών ή των ξαφνικών πράξεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω της επιτήρησης.
Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Καθορισμός του επιπέδου επιμέλειας των εκπαιδευτικών ― Η ηλικία των παιδιών και η φύση των δραστηριοτήτωiν στις οποίες λαμβάνουν μέρος κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνιστούν σοβαρούς παράγοντες στην πορεία κατάληξης ως προς το βαθμό της απαιτούμενης επίβλεψης.
Το έτος 2001, όταν η Εφεσείουσα, ήταν 16 ετών και φοιτούσε στη Β΄τάξη του Λυκείου στη Λεμεσό ενώ βρισκόταν στο ισόγειο του πιο πάνω σχολείου, δέχθηκε κτύπημα στο κεφάλι από σχολική τσάντα. Ως αποτέλεσμα, τραυματίστηκε σοβαρά και υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα, και στην πορεία εμφάνισε συμπτώματα επιληψίας.
Η καταχωρηθείσα αγωγή στηρίχθηκε σε ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του Εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των έξι μαρτύρων που παρουσίασε η πλευρά της Εφεσείουσας, προέβη σε εύρημα ότι κατά τον χρόνο τραυματισμού της λάμβανε χώρα άσκηση εκκένωσης του σχολικού κτιρίου λόγω σεισμού.
Οι μαθητές, σύμφωνα με το προβλεπόμενο σχέδιο, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις σχολικές αίθουσες χωρίς να πάρουν μαζί τους τις τσάντες τους ή άλλα αντικείμενα και με τάξη να μεταβούν στον χώρο συγκέντρωσης όλου του σχολείου, που ήταν το γήπεδο.
Οι καθηγητές θα επέβλεπαν την εκκένωση και θα βοηθούσαν τους μαθητές. Ήταν επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι αριθμός μαθητών μετέφερε κατά τη διαδικασία της άσκησης, και παρά τις περί αντιθέτου οδηγίες, τις σχολικές τσάντες, και ότι σε αρκετές περιπτώσεις μαθητές σπρώχνονταν μεταξύ τους.
Η ενάγουσα κτυπήθηκε με μια τσάντα στο κεφάλι την οποία πέταξε άλλος μαθητής από τον α΄ όροφο του σχολείου (το στοιχείο αυτό προέκυπτε ως παραδοχή από τα δικόγραφα) οπότε έχασε τις αισθήσεις της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος εξάσκησης επιτήρησης δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη κάθε ανόητης ενέργειας των μαθητών ή των ξαφνικών πράξεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω της επιτήρησης και κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη του Εφεσίβλητου απορρίπτοντας την αγωγή. Για σκοπούς πληρότητας, εξέτασε και το ζήτημα των αποζημιώσεων στις οποίες θα δικαιούταν η Εφεσείουσα σε περίπτωση επιτυχίας, τις οποίες και καθόρισε στο ποσό των €50.000 ως γενικές, και €352,83 ως ειδικές, πλέον τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
H έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι καθηγητές του σχολείου έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς αποφυγή του ατυχήματος, δεδομένου ότι κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη προγραμματισμένη άσκηση εκκένωσης.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι, υπό το πρίσμα των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, ετύγχανε εφαρμογής η υιοθετηθείσα απόφαση στην υπόθεση Βαλανίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2007) 1 Α.Α.Δ. 801.
Ασκήθηκε περαιτέρω αντέφεση με την οποία προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων εναγόντων ΜΕ2, 3, 4 και 5 και εσφαλμένα δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έννοια του καθήκοντος εποπτείας και επίβλεψης που έχουν δάσκαλοι/καθηγητές έναντι των μαθητών τους κατά τις διάφορες εκφάνσεις της σχολικής ζωής, έτυχε επιβεβαίωσης στην υπόθεση Βαλανίδης (ανωτέρω).
2. Καθορίστηκε ότι το καθήκον των καθηγητών για άσκηση εποπτείας περιορίζεται στο καθήκον που αναλόγως βαραίνει κάθε γονέα, έχοντας, βεβαίως, υπόψη τις συνθήκες του σχολείου, τον αριθμό και την ηλικία των παιδιών.
3. H η φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες λαμβάνουν μέρος κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνιστούν σοβαρούς παράγοντες στην πορεία κατάληξης ως προς το βαθμό της απαιτούμενης επίβλεψης.
4. Δεν αναμένεται λογικά από έναν δάσκαλο να έχει στενή επίβλεψη κάθε παιδιού σε κάθε στιγμή της σχολικής μέρας, εκτός και αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος να βρίσκεται σε επιφυλακή.
5. Με βάση του δικογραφημένου ισχυρισμούς της εφεσείουσας αποδόθηκε αμέλεια στους καθηγητές επειδή απέτυχαν να εξηγήσουν στους μαθητές «ώστε να μην πετούν τις σάκες τους από τον 1ο όροφο του σχολείου» και ότι «απότυχαν να αντιληφθούν την πρόθεση του μαθητή να πετάξει την σάκα του από τον 1ο όροφο έγκαιρα και/ή καθόλου».
6. Παρά το γεγονός ότι ανεπίτρεπτα επιτράπηκε και δόθηκε μαρτυρία αντίθετη με τις δικογραφημένες θέσεις ως προς τον τρόπο που η επίδικη τσάντα έφυγε από τον έλεγχο του εν λόγω μαθητή, εντούτοις, τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ως όφειλε, στηριζόμενο στις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις, στο εύρημα ότι πέταξε την τσάντα ο μαθητής.
7. Τα αναντίλεκτα αυτά γεγονότα, ήτοι ο συνωστισμός, τα σπρωξίματα και η μεταφορά τσαντών, ήταν κατά το συνήγορο της εφεσείουσας στοιχεία που επιμαρτυρούσαν ότι οι υπεύθυνοι καθηγητές υπήρξαν αμελείς και/ή απέτυχαν να λάβουν όλα εκείνα τα μέτρα τα οποία θα απέτρεπαν και/ή θα απέκλειαν την πτώση της τσάντας από τον πρώτο όροφο στο κεφάλι της Εφεσείουσας.
8. Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω προσέγγιση. Γενεσιουργός αιτία του τραυματισμού της Εφεσείουσας δεν ήταν η μεταφορά, παρά τις αντίθετες οδηγίες, σχολικών τσαντών από μαθητές. Ήταν η ξαφνική και απρόβλεπτη ενέργεια, όχι μικρού παιδιού, αλλά ενός 17χρονου τότε μαθητή, να ρίξει την τσάντα του από τον πρώτο όροφο στο ισόγειο του σχολείου.
9. Όπως ήταν και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανάλογο περιστατικό ουδέποτε υπήρξε στα όσα χρόνια λάμβαναν χώρα τακτικά τέτοιες ασκήσεις στο συγκεκριμένο Λύκειο.
10. Δεν υπήρχε, συνεπώς, ούτε και η δυνατότητα πρόβλεψης ότι τέτοια ανόητη πράξη θα λάμβανε χώρα κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, ούτως ώστε να γεννάται και η ανάγκη αυξημένης επιμέλειας και ανάλογης επίβλεψης συγκεκριμένων μαθητών.
11. Όπως έχει εντοπιστεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχέδιο δράσης υπήρχε, οι λεπτομέρειές του κατ' επανάληψη γνωστοποιήθηκαν στους μαθητές, και αριθμός καθηγητών επόπτευε τη διακίνησή τους κατά τον επίδικο χρόνο εκκένωσης.
12. Η μεταφορά τσαντών θα έπρεπε να αποτραπεί. Αυτό απαιτούσε η ορθή εφαρμογή του σχεδίου εκκένωσης, για προφανείς, βεβαίως, λόγους, οι οποίοι αφορούν στην ανεμπόδιστη και ασφαλή διακίνηση.
13. Το υπό κρίση, όμως, ατύχημα δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς τσάντας, αλλά, όπως έχει ήδη καταγραφεί, απρόβλεπτης και ανόητης ενέργειας ενός 17χρονου μαθητή.
14. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν ο τραυματισμός οφειλόταν σε παρεμπόδιση της Εφεσείουσας κατά την εκκένωση από αντικείμενα που μετέφεραν άλλοι μαθητές κατά παράβαση του σχεδίου, και ως αποτέλεσμα αδυναμίας των καθηγητών να ελέγξουν επαρκώς.
15. Η διαφοροποίηση ως προς το στοιχείο της άσκησης που λάμβανε χώρα στην υπό κρίση περίπτωση, και το σχέδιο εκκένωσης που υπήρχε, δεν μεταβάλλει τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση Βαλανίδης, οι οποίες και έχουν πλήρη εφαρμογή, για τους λόγους που εξηγήθηκαν.
16. Η απόρριψη των λόγων έφεσης που κινούνταν γύρω από το ζήτημα της μη απόδοσης ευθύνης στον Εφεσίβλητο, κατέστησε αχρείαστη την ενασχόληση με τους λόγους αντέφεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα ως επίσης και η αντέφεση χωρίς τέτοια διαταγή.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Βαλανίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2007) 1 Α.Α.Δ. 801.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4040/05), ημερομηνίας 8/10/2009.
Γ. Κ. Θωμά, για την Εφεσείουσα.
Στ. Χούρη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με την ασκούμενη δικηγόρο Μαρί Βασιλείου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση ανάγονται στο έτος 2001, όταν η Εφεσείουσα, τότε 16 ετών, φοιτούσε στη Β΄τάξη του Λυκείου Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό. Συγκεκριμένα, στις 23/11/2001, και ενώ η Εφεσείουσα βρισκόταν στο ισόγειο του πιο πάνω σχολείου, δέχθηκε κτύπημα στο κεφάλι από σχολική τσάντα. Ως αποτέλεσμα, τραυματίστηκε σοβαρά. Υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα, και στην πορεία εμφάνισε συμπτώματα επιληψίας.
Η καταχωρηθείσα αγωγή στηρίχθηκε σε ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Ήταν η δικογραφημένη θέση της πλευράς της Εφεσείουσας ότι ο Εφεσίβλητος έφερε ευθύνη λόγω παράλειψης λήψης απαραίτητων μέτρων για αποφυγή του ατυχήματος. Ήταν η προσέγγιση της πλευράς του Εφεσίβλητου ότι δεν έφερε οποιανδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό και πως κατά τον ουσιώδη χρόνο λήφθηκαν όλα τα αναγκαία και ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφάλεια των μαθητών. Απέδωσε το ατύχημα σε ανόητη πράξη άλλου, ενός 17χρονου μαθητή, και το χαρακτήρισε ως «αναπόφευκτο» και «απρόβλεπτο». Επεκτείνοντας, προέβαλε ότι κατά την επίδικη ημερομηνία, ενώ γινόταν μετακίνηση του τμήματος στο οποίο ανήκε η Εφεσείουσα, μαθητής της Β΄τάξης Λυκείου, του ιδίου σχολείου, έριξε την τσάντα του από τον πρώτο όροφο, η οποία και κτύπησε την Εφεσείουσα όταν αυτή, την ίδια ώρα, κατέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε προς τον ισόγειο χώρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των έξι μαρτύρων που παρουσίασε η πλευρά της Εφεσείουσας και του μοναδικού μάρτυρα για την υπεράσπιση, κατέληξε στα ακόλουθα βασικά ευρήματα:
«Στις 23.11.2001 υπήρξε συγκέντρωση όλων των μαθητών του σχολείου όπου ο λυκειάρχης ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας θα κτυπούσε το κουδούνι για σκοπούς άσκησης σεισμού με οδηγίες όπως οι μαθητές εκκενώσουν σιγά-σιγά τις τάξεις τους και με τη βοήθεια των καθηγητών τους να οδηγηθούν με τάξη και χωρίς σπρωξίματα στο χώρο συγκέντρωσης όλου του σχολείου που ήταν το γήπεδο. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία (ΜΕ2, 3 και 5) ανάλογες οδηγίες είχαν δοθεί από τον διευθυντή του σχολείου από την αρχή της σχολικής χρονιάς αλλά και από τους υπεύθυνους καθηγητές των τμημάτων και ειδικότερα οδηγίες όπως η μετακίνηση σε περίπτωση τέτοιας άσκησης να γίνεται χωρίς τη μεταφορά των προσωπικών αντικειμένων των μαθητών ή των τσαντών τους.
Στις 23.11.2001 περί το μεσημέρι ήχησε το κουδούνι του πιο πάνω σχολείου κατά τρόπο συνθηματικό και/ή επαναλαμβανόμενο γεγονός το οποίο έγινε αντιληπτό ως ένδειξη για άσκηση σεισμού ή εκκένωσης των αιθουσών οπότε οι μαθητές του σχολείου και ειδικότερα στην τάξη της ενάγουσας μπήκαν για λίγο κάτω από τα θρανία ενώ στη συνέχεια εξήλθαν της αίθουσας τους με πρόθεση να κατευθυνθούν στο γήπεδο κατόπιν οδηγιών του καθηγητή τους όπως εξέλθουν σιγά-σιγά και με τάξη. Η αίθουσα στην οποία έκανε μάθημα η ενάγουσα βρισκόταν στο α΄ όροφο του κτιρίου του σχολείου οπότε η ενάγουσα αφού έμεινε για λίγο κάτω από το θρανίο πήρε την τσάντα της και εξήλθε της αίθουσας, όταν κατέβαινε από τη σκάλα που υπήρχε κοντά στην αίθουσα της και ενώ δίπλα της βρισκόταν ο συμμαθητής της Στέλιος Στυλιανού (ΜΕ2) κτυπήθηκε με μια τσάντα στο κεφάλι την οποία πέταξε άλλος μαθητής από τον α΄ όροφο του σχολείου (το στοιχείο αυτό προκύπτει ως παραδοχή από τα δικόγραφα) οπότε έχασε τις αισθήσεις της και κάθισε στα τελευταία σκαλιά πριν τον ισόγειο χώρο.
Είναι ακόμη εύρημα του δικαστηρίου ότι κατά την έξοδο των μαθητών υπήρχαν σπρωξίματα μεταξύ τους παρά τις αντίθετες οδηγίες της διεύθυνσης και των καθηγητών αλλά και κάποιοι μαθητές παρά τις αντίθετες οδηγίες μετέφεραν μαζί τους τις τσάντες τους.»
Ακολούθως, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε από τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αμέλειας και του καθήκοντος που βαραίνει το σχολείο και τους καθηγητές για εξάσκηση εποπτείας και επιτήρησης των μαθητών ενόσω αυτοί βρίσκονται στα υποστατικά του σχολείου. Καθορίζοντας, δε, ότι μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος εξάσκησης επιτήρησης δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη κάθε ανόητης ενέργειας των μαθητών ή των ξαφνικών πράξεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω της επιτήρησης, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη του Εφεσίβλητου και απέρριψε την αγωγή. Για σκοπούς πληρότητας, εξέτασε και το ζήτημα των αποζημιώσεων στις οποίες θα δικαιούταν η Εφεσείουσα σε περίπτωση επιτυχίας, τις οποίες και καθόρισε στο ποσό των €50.000 ως γενικές, και €352,83 ως ειδικές, πλέον τόκο από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τέσσερις πρώτοι συμπλέκονται και περιστρέφονται γύρω από την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της μη απόδοσης ευθύνης στον Εφεσίβλητο. Είναι, γενικά, η σχετική προσέγγιση της αιτιολογίας των υπό αναφορά λόγων έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι καθηγητές του σχολείου έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς αποφυγή του ατυχήματος, υπό το φως του γεγονότος ότι κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη προγραμματισμένη άσκηση εκκένωσης. Τίθεται, επιπρόσθετα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι, υπό το πρίσμα των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, τυγχάνει εφαρμογής η υιοθετηθείσα απόφαση στην υπόθεση Βαλανίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2007) 1 Α.Α.Δ. 801. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορούσε το ύψος του ποσού των γενικών αποζημιώσεων στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Καταγράφεται, σχετικά, ότι η έκταση, η φύση και οι συνέπειες του τραυματισμού της Εφεσείουσας επιβάλλουν τη σημαντική αύξηση του εν λόγω ποσού. Ο λόγος αυτός αποσύρθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η πλευρά του Εφεσίβλητου, με αντέφεση, επικαλείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων Εναγόντων ΜΕ2, 3, 4 και 5 και εσφαλμένα, επίσης, δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης. Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο αντέφεσης, έθετε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που η Εφεσείουσα θα δικαιούταν σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της. Ο λόγος αυτός επίσης αποσύρθηκε στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης.
Στο Σύγγραμμα Charlesworth on Negligence, 6th ed., para. 990-1000, αναλύεται σε έκταση το οφειλόμενο νομικό καθήκον των εκπαιδευτικών έναντι των μαθητών τους και καθορίζονται, ενδεικτικά, τα όρια και ο βαθμός του καθήκοντος σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Κατ' ακολουθία, η έννοια του καθήκοντος εποπτείας και επίβλεψης που έχουν δάσκαλοι/καθηγητές έναντι των μαθητών τους κατά τις διάφορες εκφάνσεις της σχολικής ζωής, έτυχε επιβεβαίωσης στην υπόθεση Βαλανίδης (ανωτέρω). Καθορίστηκε ότι το καθήκον των καθηγητών για άσκηση εποπτείας περιορίζεται στο καθήκον που αναλόγως βαραίνει κάθε γονέα, έχοντας, βεβαίως, υπόψη τις συνθήκες του σχολείου, τον αριθμό και την ηλικία των παιδιών. Ανάλογη είναι και η προσέγγιση στο Σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts,15th Edition, para. 10-64, όπου καθορίστηκε ότι:
«The standard of care which a teacher is expected to show is such care towards a child under his charge as would be exercised by a reasonably careful parent, who applies his mind to conditions of school life as distinct from home life and has as many children as in the class.»
Σημειώνεται, σχετικά, στο Σύγγραμμα Halsbury' s Laws of England, 3rd Edition, Volume 13, para. 1297:
«There is no duty of constant supervision of all the pupils all the time, for that is not practicable. Only reasonable supervision is required. In most of the cases in this class the plaintiff failed because the teachers could not have been expected to exercise the necessary control to restrain the fellow pupil. Thus if during the break one pupil injures another by throwing coke at him, dropping the tip of a lorry on his leg, sticking a knife into him, hitting him with a golf ball, or shooting an arrow at him, those responsible for the school may not be liable.»
Στα πλαίσια καθορισμού του επιπέδου επιμέλειας των εκπαιδευτικών, η ηλικία των παιδιών και η φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες λαμβάνουν μέρος κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνιστούν σοβαρούς παράγοντες στην πορεία κατάληξης ως προς το βαθμό της απαιτούμενης επίβλεψης. Δεν αναμένεται λογικά από έναν δάσκαλο να έχει στενή επίβλεψη κάθε παιδιού σε κάθε στιγμή της σχολικής μέρας, εκτός και αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος να βρίσκεται σε επιφυλακή (Halsbury' s Laws of England, 4th Edition, Volume 15(2), para. 873, Charlesworth & Percy on Negligence, 10th Edition, para. 8-169).
Μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης έγινε, αρχικά, προσπάθεια αμφισβήτησης εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την σχολική τσάντα, από την οποία τραυματίστηκε η Εφεσείουσα, «πέταξε άλλος μαθητής από τον 1ον όροφο του σχολείου». Κατά τη συζήτηση, όμως, της Έφεσης, ο συνήγορος αποδέχθηκε την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου. Ορθά, κατά την άποψή μας. Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από την έκθεση απαίτησης - από τις παραγράφους 3 και τις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων του Εφεσίβλητου-Εναγομένου, όπως αυτές παρατίθενται στην παράγραφο 4 (ζ) και (θ) - ήταν, ακριβώς, δικογραφημένη θέση ότι η Εφεσείουσα δέχθηκε κτύπημα στο κεφάλι από σχολική τσάντα που πέταξε από τον πρώτο όροφο του σχολείου άλλος μαθητής. Είναι με βάση αυτόν τον δικογραφημένο ισχυρισμό που αποδίδεται αμέλεια στους καθηγητές επειδή απέτυχαν να εξηγήσουν στους μαθητές «ώστε να μην πετούν τις σάκκες τους από τον 1ο όροφο του σχολείου» και ότι «απότυχαν να αντιληφθούν την πρόθεση του μαθητή να πετάξει την σάκκα του από τον 1ο όροφο έγκαιρα και/ή καθόλου». Παρά το γεγονός ότι ανεπίτρεπτα επιτράπηκε και δόθηκε μαρτυρία αντίθετη με τις δικογραφημένες θέσεις ως προς τον τρόπο που η επίδικη τσάντα έφυγε από τον έλεγχο του εν λόγω μαθητή, εντούτοις, τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ως όφειλε, στηριζόμενο στις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις, στο εύρημα ότι πέταξε την τσάντα ο μαθητής.
Ήταν εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο τραυματισμού της Εφεσείουσας λάμβανε χώρα άσκηση εκκένωσης του σχολικού κτιρίου λόγω σεισμού. Οι μαθητές, σύμφωνα με το προβλεπόμενο σχέδιο, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις σχολικές αίθουσες χωρίς να πάρουν μαζί τους τις τσάντες τους ή άλλα αντικείμενα και με τάξη να μεταβούν στον χώρο συγκέντρωσης όλου του σχολείου, που ήταν το γήπεδο. Οι καθηγητές θα επέβλεπαν την εκκένωση και θα βοηθούσαν τους μαθητές. Ήταν επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι αριθμός μαθητών μετέφερε κατά τη διαδικασία της άσκησης, και παρά τις περί αντιθέτου οδηγίες, τις σχολικές τσάντες, και ότι σε αρκετές περιπτώσεις μαθητές σπρώχνονταν μεταξύ τους. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι τα αναντίλεκτα αυτά γεγονότα, ήτοι ο συνωστισμός, τα σπρωξίματα και η μεταφορά τσαντών, είναι στοιχεία που επιμαρτυρούν ότι οι υπεύθυνοι καθηγητές υπήρξαν αμελείς και/ή απέτυχαν να λάβουν όλα εκείνα τα μέτρα τα οποία θα απέτρεπαν και/ή θα απέκλειαν την πτώση της τσάντας από τον πρώτο όροφο στο κεφάλι της Εφεσείουσας.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση, η οποία και αποτελεί τον πυρήνα των ενώπιόν μας λόγων έφεσης. Παραβλέπει το πιο ουσιώδες για την παρούσα υπόθεση γεγονός, τις συνθήκες, δηλαδή, κάτω από τις οποίες η επίδικη τσάντα κτύπησε την Εφεσείουσα. Γενεσιουργός αιτία του τραυματισμού της Εφεσείουσας δεν ήταν η μεταφορά, παρά τις αντίθετες οδηγίες, σχολικών τσαντών από μαθητές. Ήταν η ξαφνική και απρόβλεπτη ενέργεια, όχι μικρού παιδιού, αλλά ενός 17χρονου τότε μαθητή, να ρίξει την τσάντα του από τον πρώτο όροφο στο ισόγειο του σχολείου. Όπως ήταν και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανάλογο περιστατικό ουδέποτε υπήρξε στα όσα χρόνια λάμβαναν χώρα τακτικά τέτοιες ασκήσεις στο συγκεκριμένο Λύκειο. Δεν υπήρχε, συνεπώς, ούτε και η δυνατότητα πρόβλεψης ότι τέτοια ανόητη πράξη θα λάμβανε χώρα κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, ούτως ώστε να γεννάται και η ανάγκη αυξημένης επιμέλειας και ανάλογης επίβλεψης συγκεκριμένων μαθητών.
Όπως έχει εντοπιστεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχέδιο δράσης υπήρχε, οι λεπτομέρειές του κατ'επανάληψη γνωστοποιήθηκαν στους μαθητές, και αριθμός καθηγητών επόπτευε τη διακίνησή τους κατά τον επίδικο χρόνο εκκένωσης. Η μεταφορά τσαντών θα έπρεπε να αποτραπεί. Αυτό απαιτούσε η ορθή εφαρμογή του σχεδίου εκκένωσης, για προφανείς, βεβαίως, λόγους, οι οποίοι αφορούν στην ανεμπόδιστη και ασφαλή διακίνηση. Το υπό κρίση, όμως, ατύχημα δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς τσάντας, αλλά, όπως έχει ήδη καταγραφεί, απρόβλεπτης και ανόητης ενέργειας ενός 17χρονου μαθητή. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν ο τραυματισμός οφειλόταν σε παρεμπόδιση της Εφεσείουσας κατά την εκκένωση από αντικείμενα που μετέφεραν άλλοι μαθητές κατά παράβαση του σχεδίου, και ως αποτέλεσμα αδυναμίας των καθηγητών να ελέγξουν επαρκώς. Εάν, δηλαδή, το όποιο αντικείμενο αποτελούσε εμπόδιο για την ασφαλή διακίνηση, δεδομένης της ανάγκης που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις εκκένωσης για γρήγορη και ανεμπόδιστη έξοδο ή εάν η τσάντα ξέφευγε από τα χέρια του μαθητή, ως αποτέλεσμα των βεβιασμένων κινήσεων που και αναμενόμενες και προβλεπτές θα πρέπει να είναι στις περιπτώσεις τέτοιων ασκήσεων ή επέλευσης θεομηνιών.
Ούτε και η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα, που καλύπτεται από τον τέταρτο λόγο έφεσης, και σύμφωνα με την οποία δεν τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση ο δικαστικός λόγος της απόφασης Βαλανίδης (ανωτέρω), είναι ορθή. Στην Βαλανίδης διατυπώνονται οι αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της αμέλειας εκπαιδευτικών καθόσον αφορά την επίβλεψη και την ασφάλεια των μαθητών και καθορίζεται η ανάλογη έννοια του καθήκοντος εποπτείας. Τα γεγονότα αφορούσαν τραυματισμό μαθητή, ο οποίος σπρώχθηκε από συμμαθητή του στην προσπάθεια του να βγει τρέχοντας από την τάξη. Έπεσε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρό τραυματισμό με πολύ δυσμενείς συνέπειες. Η διαφοροποίηση ως προς το στοιχείο της άσκησης που λάμβανε χώρα στην υπό κρίση περίπτωση, και το σχέδιο εκκένωσης που υπήρχε, δεν μεταβάλλει τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση Βαλανίδης, οι οποίες και έχουν πλήρη εφαρμογή, για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας.
Η απόρριψη των λόγων έφεσης που κινούνται γύρω από το ζήτημα της μη απόδοσης ευθύνης στον Εφεσίβλητο, καθιστά αχρείαστη και χωρίς νόημα πλέον και την ενασχόληση μας με τους λόγους αντέφεσης.
Εν όψει των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η αντέφεση επίσης απορρίπτεται χωρίς ξεχωριστή διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα ως επίσης και η αντέφεση χωρίς τέτοια διαταγή.