ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D706
(2014) 1 ΑΑΔ 2070
24 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΕΧ ΠΑΡΤΕ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ CENK AHMET NEVZAT ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 160/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση διατάγματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να διατασσόταν η Διαχειριστική Επιτροπή της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας όπως κηρύξει σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού ― Απορριπτική κατάληξη ― Μεταξύ άλλων, επιζητείτο διάταγμα που θα ήταν ευρύτερο από τις υποχρεώσεις της Αγγλικής Σχολής, δυνάμει του Κεφ. 167.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του ― Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος ― Δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Απαιτούμενες προϋποθέσεις ― Για την παραχώρηση της θεραπείας, απαιτείται ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος ― Επίσης, θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.
Οι αιτητές, αιτήθηκαν άδειας για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος προς έκδοση διατάγματος της φύσεως Mandamus, με το οποίο να διατασσόταν η Διαχειριστική Επιτροπή της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας, όπως κηρύξει σε σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού κατά τη σχολική χρονιά 2014-2015 και όπως τηρεί ως σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού τις επόμενες χρονιές και/ή όπως συμμορφωθούν με σχετική απόφαση της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι αιτητές, είχαν υποβάλει σχετικό παράπονο προς την Επίτροπο ενάντια στις διακρίσεις σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων Νόμο 42(Ι)/2004, η οποία και εξέδωσε σχετική σύσταση προς τη Σχολή, όπως το αίτημα γίνει αποδεκτό.
Όπως υποστηρίχθηκε με την αίτηση, το Διαχειριστικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής, παρέλειψε να συμμορφωθεί με την εισήγηση της Επιτρόπου, παραλείποντας να κηρύξει ως σχολική αργία τις ημέρες του Μπαϊραμιού για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο πρόγραμμα της Σχολής, που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στη σχετική ένορκη δήλωση.
Ως γνωστόν οι μέρες αυτές είναι αργίες μόνο για τους Μουσουλμάνους μαθητές.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η απόφαση του Διαχειριστικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής αντιβαίνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης.
β) Η παραβίαση συνίσταται στο ότι υπάρχει άνιση μεταχείριση μεταξύ Χριστιανών-Ορθόδοξων μαθητών και Μουσουλμάνων.
γ) Οι αιτητές δεν διαθέτουν άλλο ένδικο μέσον, εφόσον ο εν λόγω Νόμος και οι αποφάσεις της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις δεν μπορούν να εκτελεστούν ή να τύχουν νομικού εξαναγκασμού ή εφαρμογής με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η δε λήψη μέτρων ήταν άμεσα αναγκαία, λόγω του ότι η γιορτή του Μπαϊραμιού θα ήταν στις 6 Οκτωβρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για χορήγηση άδειας, δεν αρμόζει να εξετάζεται η ουσία της όλης διαφοράς. Όμως, ο αιτητής οφείλει να αποδείξει ότι η έκδοση του τελικού διατάγματος είναι ένα ενδεχόμενο.
2. Από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Δώρας Χασαποπούλου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 315, προκύπτει ότι η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί δημόσια αρχή ή όργανο. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, δεν καθιστά την Αγγλική Σχολή δημόσια αρχή ή όργανο.
3. Περαιτέρω, οι αιτητές στήριξαν την υπόθεσή τους στις πρόνοιες του Νόμου 42(Ι)/2004, ισχυριζόμενοι ότι οι αποφάσεις της Επιτρόπου, οι οποίες λαμβάνονται με βάση το Νόμο, είναι νομικά δεσμευτικές και, στη βάση αυτή, ζήτησαν άδεια για έκδοση διατάγματος τύπου Mandamus, το οποίο ουσιαστικά να διέτασσε τη Διαχειριστική Επιτροπή της Αγγλικής Σχολής να συμμορφωθεί με την απόφαση της Επιτρόπου.
4. Από εξέταση του σχετικού Νόμου προκύπτει ότι η Επίτροπος, με βάση το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται σ' αυτόν, δύναται να εκδώσει διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι πρέπει να εκλείψει σε καθορισμένη στο διάταγμα προθεσμία και με καθορισμένο τρόπο η παράβαση.
5. Ο Νόμος επίσης προνοεί χρηματικές και άλλες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμμόρφωση με το εν λόγω διάταγμα.
6. Στην προκειμένη Επίτροπος περιορίζεται σε «εισήγηση» προς το Διαχειριστικό Συμβούλιο της Σχολής, όπως επανεξετάσει την απόφασή του, χωρίς να προβεί στην έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος.
7. Παράλληλα σημειώνεται ότι το Άρθρο 3(1)(α)(ii), του Κεφ. 167, που αφορά στην Αγγλική Σχολή, προνοεί ότι: «Ο χαρακτήρας της Σχολής θα είναι Χριστιανικός αλλά μη δογματικός και όλοι οι μαθητές (περιλαμβανομένου Μουσουλμάνων) θα έχουν διευκολύνσεις ως προς την άσκηση της δικής τους θρησκείας.
8. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό που επιζητείτο με την αίτηση ήταν ουσιαστικά η έκδοση διατάγματος εναντίον της Αγγλικής Σχολής, υποκαθιστώντας τη διακριτική ευχέρεια της Επιτρόπου, πέραν από τις πρόνοιες του Ν.42(Ι)/2004.
9. Περαιτέρω, το διάταγμα που επιζητείτο είναι ευρύτερο από τις υποχρεώσεις της Αγγλικής Σχολής, δυνάμει του Κεφ. 167.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1 Α.Α.Δ. 43,
Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαποπούλου (2007) 3 Α.Α.Δ. 315.
Αίτηση.
Π. Δήμου, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, γονείς μαθητών της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας, αιτούνται αδείας για έκδοση διατάγματος τύπου Mandamus «με το οποίο να διατάσσεται η Διαχειριστική Επιτροπή της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας όπως κηρύξει σε σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού κατά τη σχολική χρονιά 2014-2015 δηλαδή την 06ην Οκτωβρίου 2014 και όπως τηρούν ως σχολικές αργίες τις ημέρες του Μπαϊραμιού τις επόμενες χρονιές και/ή όπως συμμορφωθούν με την απόφαση της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις ημερομηνίας 04 Φεβρουαρίου 2014.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου, οι αιτητές, στις 13.9.2013 υπέβαλαν παράπονο προς την Επίτροπο ενάντια στις διακρίσεις σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο [Ν.42(Ι)/2004]. Η Επίτροπος εξέδωσε έκθεση στις 4.2.2014 (Τεκμήριο Α), όπου το καταληκτικό της μέρος έχει ως ακολούθως:
«13. Υπό το φως των πιο πάνω, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στο Διαχειριστικό Συμβούλιο της Σχολής, με την εισήγηση όπως επανεξετάσει την απόφαση του λαμβάνοντας υπόψη τα όσα διαλαμβάνονται στην Έκθεση μου για το μελλοντικό σχεδιασμό του προγράμματος του σχολείου. Θεωρώ, συγκεκριμένα, ως αναγκαιότητα τη λήψη μόνιμης απόφασης σε σχέση με την καθιέρωση των σημαντικότερων θρησκευτικών μουσουλμανικών εορτών ως αργιών για όλο το σχολικό πληθυσμό και αυτή είναι η ειδικότερη εισήγησή μου προς τη Διεύθυνση της Σχολής. Κάτι τέτοιο συνάδει πλήρως με το καταστατικό πλαίσιο λειτουργίας της Αγγλικής Σχολής, κάνει πράξη την αρχή της θρησκευτικής ανεκτικότητας, την οποία ενστερνίζεται και το Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ εξοικειώνει τους μαθητές με τις αρχές μιας ανοικτής, πολυθρησκευτικής και πλουραλιστικής κοινωνίας.» (Η σήμανση είναι δική μου).
Περαιτέρω αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 16(3) του Ν.42(Ι)/2004, οι αποφάσεις της Επιτρόπου είναι νομικά δεσμευτικές και προς τούτο οι αιτητές απέστειλαν προς την Επίτροπο επιστολή, αιτούμενοι την έκδοση σχετικού διατάγματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας (Παράρτημα Β). Το Διαχειριστικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής όμως, σύμφωνα πάντοτε με τον αιτητή, παρέλειψε να συμμορφωθεί με την εισήγηση της Επιτρόπου, παραλείποντας να κηρύξει ως σχολική αργία τις ημέρες του Μπαϊραμιού για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο πρόγραμμα της Σχολής, Τεκμήριο Ε στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Σημειώνεται ότι οι μέρες αυτές είναι αργίες μόνο για τους Μουσουλμάνους μαθητές.
Αποτελεί θέση των αιτητών ότι η απόφαση του Διαχειριστικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής αντιβαίνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Η παραβίαση συνίσταται στο ότι υπάρχει άνιση μεταχείριση μεταξύ Χριστιανών-Ορθόδοξων μαθητών και Μουσουλμάνων. Οι αιτητές δεν διαθέτουν άλλον ένδικο μέσον, εφόσον ο εν λόγω Νόμος και οι αποφάσεις της Επιτρόπου ενάντια στις διακρίσεις δεν μπορούν να εκτελεστούν ή να τύχουν νομικού εξαναγκασμού ή εφαρμογής με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η δε λήψη μέτρων είναι άμεσα αναγκαία, λόγω του ότι η γιορτή του Μπαϊραμιού είναι στις 6 Οκτωβρίου.
Το προνομιακό ένταλμα Mandamus, όπως και τα άλλα προνομιακά εντάλματα, έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό Δίκαιο. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και των Άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου, Ν.33/64, όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακού εντάλματος ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αντίστοιχες με τις Αγγλικές αρχές. Το ένταλμα Mandamus απευθύνεται, όχι μόνο σε κατώτερο δικαστήριο, αλλά και σε άλλες αρχές για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον. Ανάλυση του θέματος γίνεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, στις σελίδες 248 - 252.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα O. Hood Philips Constitutional and Administrative Law, 6η Έκδοση, σελίδα 629:
«The order of Mandamus may be issued to any personal body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residually remedy of use where no any other remedy is available.»
Στο σύγγραμμα Halsbury' s Law of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρα. 159, σελίδες 84 και 85, αναφέρονται τα εξής:
«The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual.»
Στη σελίδα 108 του ίδιου συγγράμματος αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:
«In accordance with the general rule that where a statute creates an obligation and enforces its performance in a specified manner, the remedy by mandamus will not be available when a specific remedy is given by the Act imposing the duty it is sought to enforce.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1 Α.Α.Δ. 43, αναφέρεται:
«Συνήθως η θεραπεία με το προνομιακό ένταλμα Mandamus, χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του. Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος. Όπως είναι γνωστό, προνομιακά εντάλματα εκδίδονται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική. Ο διαχωρισμός των δύο, δεν είναι πάντα εύκολος, αλλά η φύση της απόφασης είναι συνήθως πιο καθοριστική της πράξης, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας, είναι ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Επίσης, ο Αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό θα έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.»
Στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για χορήγηση άδειας, δεν αρμόζει να εξετάζεται η ουσία της όλης διαφοράς. Όμως, ο αιτητής οφείλει να αποδείξει ότι η έκδοση του τελικού διατάγματος είναι ένα ενδεχόμενο.
Το πρώτο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο με βάση τις πιο πάνω αρχές, είναι δυνατό να εκδοθεί ένταλμα τύπου Mandamus εναντίον της Αγγλικής Σχολής. Ζήτησα από την ευπαίδευτη συνήγορο να διευκρινίσει το θέμα σε συνάρτηση με το καθεστώς που ισχύει για την εν λόγω Σχολή. Η κα Δήμου ανέφερε ότι ένταλμα Mandamus μπορεί να εκδοθεί εναντίον Αρχής η οποία ασκεί δημόσιο καθήκον. Στηριζόμενη δε στο γεγονός ότι η Αγγλική Σχολή δημιουργήθηκε με βάση Νόμο τον περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο, Κεφ. 167, η συνήγορος εισηγήθηκε ότι η Σχολή ασκεί δημόσιο καθήκον. Αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Δώρας Χασαποπούλου (2007) 3 Α.Α.Δ. 315, την οποία όμως διαφοροποίησε.
Περαιτέρω, η συνήγορος ανέφερε ότι αυτό που ζητείται με την αίτηση είναι η συμμόρφωση της Αγγλικής Σχολής με τη σύσταση της Επιτρόπου, η οποία αναγνώρισε ότι υπήρξε παραβίαση του Νόμου. Η απόφαση της Επιτρόπου, συνεχίζει η εισήγηση, αποτελεί εκτελεστή πράξη, δυνάμει του σχετικού Νόμου, και το άτομο στο οποίο συστήνεται να πράξει κάτι μπορεί να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Οι αιτητές όμως δεν έχουν αυτή την ευχέρεια επειδή δεν είναι επηρεαζόμενα πρόσωπα.
Όπως προκύπτει από τον περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο, Κεφ. 167, όπως τροποποιήθηκε, η Σχολή ιδρύθηκε κατά το 1900 από Βρετανό ιδιώτη. Αργότερα, το 1930 αυτός προέβη σε διευθέτηση με την οποία η περιουσία της Σχολής περιήλθε υπό όρους σε συσταθέν Συμβούλιο Επιτρόπων (Board of Trustees) μέχρι που ενεγράφη στο όνομα του Κυβερνήτη της τότε αποικίας της Κύπρου με βάση το Νόμο και, εν συνεχεία, μετά την ανεξαρτησία, διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο. Με βάση το Άρθρο 4 του Νόμου, η Διοίκηση (Management) και ο έλεγχος (control) της Σχολής ανατέθηκαν σε Διοικητικό Συμβούλιο (Board of Management) το οποίο αποτελείται από εκπρόσωπο του Βρετανικού Συμβουλίου και δέκα άλλα μέλη τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαποπούλου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 315, η οποία αφορούσε αναθεωρητική έφεση σε απόφαση διορισμού καθηγητή στην Αγγλική Σχολή, εξετάστηκε κατά πόσο το Συμβούλιο της Σχολής αποτελούσε οργανισμό δημοσίου δικαίου, ώστε η προσβληθείσα απόφαση να είναι εκτελεστή. Παραθέτω απόσπασμα της εν λόγω απόφασης, όπου φαίνονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου:
«Η συμμετοχή ξένου αντιπροσώπου υπογραμμίζει, κατά την άποψη μας, ότι η Σχολή παραμένει, όπως διαχρονικά ήταν, το δημιούργημα εμπιστεύματος ενταγμένου στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου όσο και αν εν τέλει δόθηκε νομοθετική ισχύ στο εμπίστευμα. Το ότι εν προκειμένω η περιουσία της Σχολής ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο διορίζει τα 10 από τα 11 μέλη (όχι τα 8 από τα 9 όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε στη Μαυρομμάτης ανωτέρω) και δύναται να δώσει οδηγίες για το κλείσιμο της Σχολής εάν το διοικητικό συμβούλιο της Σχολής εισηγηθεί πως η λειτουργία της έπαυσε να είναι πια χρήσιμη, όπως και το ότι η Σχολή με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης προωθεί δημόσιο σκοπό, δεν καθιστούν άνευ ετέρου τη Σχολή όργανο δημοσίου δικαίου. Παρατηρούμε, σε σχέση με τον τελευταίο παράγοντα, ότι ενώ γενικά η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, μπορεί να είναι όχι μόνο δημόσια αλλά και ιδιωτική. Με το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, όπως νομοθετικά διαμορφώθηκε μετά την κατάργηση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης - αρχικά με τον Ν.12/65 και ύστερα με άλλες νομοθετικές διατάξεις - συνυπάρχει και η ιδιωτική εκπαίδευση, ρυθμιζόμενη νομοθετικά σε κάποιους τομείς. Σε αυτή την ιδιωτική εκπαίδευση είναι που, κατά την κρίση μας, ανήκει η Αγγλική Σχολή με βάση το Κεφ. 167.»
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί δημόσια αρχή ή όργανο. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, δεν καθιστά την Αγγλική Σχολή δημόσια αρχή ή όργανο.
Περαιτέρω, οι αιτητές στηρίζουν την υπόθεσή τους στις πρόνοιες του Νόμου 42(Ι)/2004, ισχυριζόμενοι ότι οι αποφάσεις της Επιτρόπου, οι οποίες λαμβάνονται με βάση το Νόμο, είναι νομικά δεσμευτικές και, στη βάση αυτή, ζητούν άδεια για έκδοση διατάγματος τύπου Mandamus, το οποίο ουσιαστικά θα διατάσσει τη Διαχειριστική Επιτροπή της Αγγλικής Σχολής να συμμορφωθεί με την απόφαση της Επιτρόπου.
Από εξέταση του σχετικού Νόμου προκύπτει ότι η Επίτροπος, αφού προβεί σε διερεύνηση παραπόνου που εμπίπτει στο Νόμο και προβεί σε εύρημα ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 8 του Νόμου, ετοιμάζει έκθεση για την έρευνα που διεξήγαγε και τη διαβιβάζει τόσο στο πρόσωπο που υπέβαλε το παράπονο, όσο και στο πρόσωπο που αναφέρεται στο εύρημα, καθώς και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Δυνάμει του Άρθρου 13(3), το πρόσωπο που αναφέρεται σε εύρημα της Επιτρόπου είναι υπεύθυνο, δυνάμει των προνοιών του Νόμου, για παράβαση του Άρθρου 8. Η Επίτροπος, με βάση το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται σ' αυτόν, δύναται να εκδώσει διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι πρέπει να εκλείψει σε καθορισμένη στο διάταγμα προθεσμία και με καθορισμένο τρόπο η παράβαση. Ο Νόμος επίσης προνοεί χρηματικές και άλλες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμμόρφωση με το εν λόγω διάταγμα. Περαιτέρω, ο Νόμος δίδει την εξουσία στην Επίτροπο να προβεί σε συστάσεις σε σχέση με το εύρημα στο οποίο κατέληξε. Δυνάμει του Άρθρου 23 του Νόμου, προνοείται δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος από οποιονδήποτε επηρεάζεται από την έκδοση διατάγματος επιβολής προστίμου ή σύστασης, ανάλογα με την περίπτωση.
Έχω παραθέσει πιο πάνω την καταληκτική παράγραφο της έκθεσης της Επιτρόπου εναντίον των διακρίσεων από την οποία προκύπτει ότι η Επίτροπος περιορίζεται σε «εισήγηση» προς το Διαχειριστικό Συμβούλιο της Σχολής, όπως επανεξετάσει την απόφασή του, χωρίς να προβεί στην έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος.
Παράλληλα σημειώνεται ότι το Άρθρο 3(1)(α)(ii), του Κεφ. 167, προνοεί ότι: «Ο χαρακτήρας της Σχολής θα είναι Χριστιανικός αλλά μη δογματικός και όλοι οι μαθητές (περιλαμβανομένου Μουσουλμάνων) θα έχουν διευκολύνσεις ως προς την άσκηση της δικής τους θρησκείας.» (Η σήμανση είναι δική μου).
Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό που επιζητείται με την αίτηση είναι ουσιαστικά η έκδοση διατάγματος εναντίον της Αγγλικής Σχολής, υποκαθιστώντας τη διακριτική ευχέρεια της Επιτρόπου, πέραν από τις πρόνοιες του Ν.42(Ι)/2004. Περαιτέρω, το διάταγμα που επιζητείται είναι ευρύτερο από τις υποχρεώσεις της Αγγλικής Σχολής, δυνάμει του Κεφ. 167.
Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπως αναλύθηκαν πιο πάνω κρίνω ότι δεν είναι πρόσφορο υπό τις περιστάσεις να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της απόδοσης της αιτούμενης θεραπείας.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.