ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D683
(2014) 1 ΑΑΔ 2019
16 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
1. ΚΕΡΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ,
2. ΠΑΡΙΣΗΣ ΣΠΥΡΟΣ,
Ενάγοντες,
v.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "ΑVANTIS II" (IMO 7432305) ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 3/2012)
Ναυτοδικείο ― Αγωγή για μισθούς και άλλα ωφελήματα που οι ενάγοντες διεκδικούσαν για υπηρεσίες που παρείχαν επί του εναγομένου πλοίου ― Κατά πόσον υπήρξε συνέχιση της εργοδότησης των εναγόντων μετά τη σύλληψη του πλοίου, από μόνο το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου επέτρεψε στους ενάγοντες να παραμείνουν επί του πλοίου.
Ναυτοδικείο ― Παρατήρηση Ναυτοδικείου αναφορικά με τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου χειρίστηκε το θέμα της ασφαλούς φύλαξης πλοίου, μετά τη σύλληψη του και τη διατήρηση προσωπικού επί αυτού, χωρίς όρους και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη για τυχόν κινδύνους ― Εφόσον έχει υποχρέωση, να διασφαλίζει ότι το πλοίο παραμένει υπό σύλληψη με τα χαμηλότερα δυνατά έξοδα, όφειλε να είχε ενεργήσει ανάλογα και με πιο θετικό τρόπο.
Οι ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωσαν μισθούς και άλλα ωφελήματα για υπηρεσίες που ισχυρίστηκαν ότι παρείχαν επί του εναγόμενου πλοίου «ΑVANTIS II», το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο.
Διεξήχθη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ναυτοδικείου και η μαρτυρία αξιολογήθηκε και παρατέθηκε λεπτομερώς.
Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι ενάγοντες με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας εργοδοτήθηκαν επί του πλοίου Avantis II από τις 16.12.2011 για ένα μήνα. Επί του πλοίου υπήρχαν άλλα 6-7 άτομα. Ο μισθός και οι λοιποί όροι καθορίζονταν από τη Συλλογική Σύμβαση της Ελλάδος. Ο ενάγοντας 1 εργοδοτήθηκε ως ναύτης ενώ ο ενάγοντας 2 ως Βοηθός Μάγειρας. Δεκατρείς μέρες μετά την εργοδότησή τους, το πλοίο συνελήφθη στο λιμάνι Λεμεσού.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε ότι ο καθαρός βασικός μισθός του ενάγοντα 1 ήταν €1.450 μηνιαίως. Ως προς τον ενάγοντα 2, έγινε αποδεχτή η μαρτυρία της Μ.Υ.1 ότι ο καθαρός μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στα €1.600.
Ως προς τη διάρκεια της εργοδότησης τους, από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Ναυτοδικείου και άλλη σχετική μαρτυρία, απετέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Σύμβαση Εργοδότησης έληξε με το κλείσιμο του σχετικού Ναυτολογίου στις 24.2.2012, οπότε και οι δύο ενάγοντες απολύθηκαν από το πλοίο από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας στην Κύπρο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι ισχυρισμοί των εναγόντων, ότι τους δόθηκαν οδηγίες από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφάλειας επί του πλοίου, ήταν απορριπτέοι ως ψευδείς.
2. Οι δύο ενάγοντες αντί να επιλέξουν να επαναπατριστούν και να διεκδικήσουν τα ωφελήματά τους από το σχετικό Ταμείο Ναυτικών, προτίμησαν να παραμείνουν αυθαίρετα επί του πλοίου, ώστε να διεκδικήσουν από το εκπλειστηρίασμα, ωφελήματα που δεν δικαιούνταν.
3. Είχαν δικαίωμα να διασφαλίσουν τα όποια πρόσθετα δικαιώματα είχαν μέσω των Κυπριακών Δικαστηρίων και προς τούτο διόρισαν δικηγόρο για να τους αντιπροσωπεύσει.
4. Όμως η φυσική παρουσία των ιδίων στην Κύπρο δεν χρειαζόταν σ' εκείνο το στάδιο και ο δικηγόρος τους μπορούσε να διασφαλίσει πλήρως τα δικαιώματά τους.
5. Το ότι παρέμειναν στην Κύπρο, ήταν δική τους επιλογή και το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου τους ανέχτηκε επί του πλοίου και δεν τους εκδίωξε, δεν προσέθετε οτιδήποτε στους ισχυρισμούς τους.
6. Εν πάση περιπτώσει, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου επί αυτού του σημείου ήταν σαφής στο ότι ποτέ δεν τους εργοδότησε και ποτέ δεν τους έδωσε οδηγίες για την ασφάλεια του πλοίου. Ποτέ δεν συμφώνησε μαζί τους οποιουσδήποτε όρους και ιδιαίτερα για τη μισθοδοσία τους.
7. Επομένως προέκυπτε ότι από μόνοι τους επέλεξαν να παραμείνουν επί του πλοίου. Το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ακολουθώντας κάποια αδιευκρίνιστη πρακτική του παρελθόντος, ανέχτηκε όπως αυτοί παραμείνουν επί του πλοίου και τους παρείχε τροφοδοσία, ουδόλως δημιουργούσε συνθήκες εργοδότησης, εφόσον απουσίαζαν τα αναγκαία στοιχεία για σύναψη μιας σύμβασης.
8. Επομένως οι ενάγοντες μετά τις 24.2.2012 δεν δικαιούντο σε οποιοδήποτε ποσό, εφόσον όχι μόνο δεν εργοδοτούνταν, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι πρόσφεραν συγκεκριμένες υπηρεσίες για την ασφάλεια του πλοίου.
9. Συνακόλουθα, δεν τίθετο ούτε θέμα υπερωριών για την περίοδο μετά τη σύλληψη του πλοίου μέχρι την απόλυσή τους. Ούτε για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 αποδείχθηκε ότι αυτοί πρόσφεραν υπερωριακή απασχόληση.
10. Τα όσα είπαν επί του θέματος, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστα. Είναι απορίας άξιο πώς θα μπορούσε να υπήρχαν τόσες εργασίες σε ένα πλοίο το οποίο ήταν υπό σύλληψη και ακινητοποιημένο στο λιμάνι Λεμεσού, από τις εγκαταστάσεις του οποίου τροφοδοτείτο ακόμη και με ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται καν να τεθούν σε λειτουργία οι γεννήτριες του πλοίου.
11. Απορριπτέα ήταν και η αξίωση του ενάγοντα 2 ότι θα έπρεπε να του καταβληθεί μισθός κανονικού Μάγειρα, παρά το γεγονός ότι εργοδοτήθηκε ως Βοηθός Μάγειρας. Και αυτό θα έπρεπε να γίνει επειδή, κατά τον ισχυρισμό του, δεν υπήρχε κανονικός Μάγειρας επί του πλοίου και αναγκαζόταν ο ίδιος να εκτελεί χρέη κανονικού Μάγειρα.
12. Επρόκειτο για ακόμη μια προσχεδιασμένη εκδοχή εκ μέρους του, με απώτερο στόχο να καρπωθεί και να μεγιστοποιήσει τα ωφελήματά του. Όπως πολύ ορθά επεσήμανε η Μ.Υ.1 το πλοίο λόγω του περιορισμένου αριθμού του πληρώματός του, δεν χρειαζόταν Μάγειρα. Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή Βοηθού Μάγειρα ήταν συνειδητή και σε απόλυτη συμφωνία με το Πιστοποιητικό Ασφαλούς Συνθέσεως του πλοίου, το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες Ελληνικές αρχές. Αν γινόταν δεκτή από το Δικαστήριο η εκδοχή του ενάγοντα 2, τότε θα εξουδετερώνονταν πλήρως, τόσο οι πρόνοιες της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, όσο και αυτές της Συλλογικής Σύμβασης της Ελλάδος. Πέραν τούτου, ο ενάγοντας 2 δεν απέδειξε ότι είχε καν τα προσόντα για να ναυτολογηθεί ως Μάγειρας.
13. Με δεδομένο ότι η Ναυτική Σύμβαση των δύο εναγόντων ήταν διάρκειας ενός μηνός και παρατάθηκε μέχρι τις 24.2.2012, δεν τίθετο θέμα αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.
14. Αβάσιμη κρίθηκε και η αξίωση των εναγόντων για την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 25 του Νόμου 46/1963.
15. Ο ενάγοντας 1 το μόνο που δικαιούτο ήταν δύο καθαρούς μηνιαίους μισθούς, πλέον δύο ημέρες, ήτοι το ποσό των €3.100, ενώ ο ενάγοντας 2 ποσό €3.400 για την ίδια περίοδο.
Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω. Η αγωγή επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.
Αγωγή Ναυτοδικείου - Αίτηση.
Α. Xριστοφή για Α. Γιωρκάτζη, για τους Ενάγοντες.
Χ. Καραπατάκης, για το Εναγόμενο πλοίο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η θεραπεία που ζητείται
Οι δύο ενάγοντες με την αγωγή τους αξιώνουν μισθούς και άλλα ωφελήματα που τους οφείλονται για τις υπηρεσίες τους επί του εναγομένου πλοίου «ΑVANTIS II», το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο.
Οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εναγόντων
Όπως αναφέρεται στην Αναφορά, ο ενάγοντας 1 ναυτολογήθηκε ως ναύτης στη βάση συμφωνίας ημερομηνίας 17.12.2011, η οποία περιείχε όρο ότι θα καταβάλλετο στον ενάγοντα 1 μηνιαίος μισθός €2.821. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα οι ιδιοκτήτες του εναγομένου πλοίου κατά παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, παρέλειπαν συστηματικά να καταβάλλουν τους μισθούς του ενάγοντα και όταν τους κατέβαλλαν τους κατέβαλλαν καθυστερημένα. Το εναγόμενο πλοίο συνελήφθη στις 29.12.11 και στη συνέχεια πωλήθηκε μετά από διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δια δημοσίου πλειστηριασμού στις 3.5.2012. Για την εργοδότηση του ενάγοντα 1 επί του εναγομένου πλοίου του καταβλήθηκε το ποσό των €700 και του οφείλονται τα πιο κάτω ποσά τα οποία ο ενάγοντας 1 αξιώνει:-
Α. Ποσό €11.900 το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο των δεδουλευμένων μισθών του για την περίοδο από 17.12.2011 μέχρι τις 30.4.2012.
Β. Αναλογία του μισθού του, ήτοι των €2.821 μηνιαίως από 1.5.2012 μέχρι την ημερομηνία επαναπατρισμού του.
Γ. Το ποσό των €150 τα οποία αντιπροσωπεύουν τα έξοδα επαναπατρισμού του.
Δ. Το ποσό των €1.880 υπό μορφή αποζημίωσης σύμφωνα με το Άρθρο 25(2) του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχος και Ναυτικοί) Νόμου του 1963 (Ν. 46/1963) (στο εξής «ο Νόμος»).
Ε. Αποζημιώσεις για άδικο και ή αδικαιολόγητο τερματισμό των υπηρεσιών του.
ΣΤ. Έξοδα της αγωγής.
Ο ενάγοντας 2 ισχυρίζεται ότι ναυτολογήθηκε στις 20.12.2011* ως μάγειρας στη βάση συμφωνίας που καταρτίσθηκε με το εναγόμενο πλοίο. Αποτελούσε όρο της συμφωνίας ότι θα του καταβάλλετο μισθός €2.884 μηνιαίως ο οποίος θα πληρωνόταν την τελευταία ημέρα κάθε μήνα. Κατά παράβαση της συμφωνίας το εναγόμενο πλοίο κατά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα 2 παρέλειψε να του καταβάλλει τους μισθούς και/ή τους κατέβαλλε καθυστερημένα. Για την εργοδότηση του ενάγοντα 2 επί του εναγομένου πλοίου μέχρι την ημέρα καταχώρησης της Αναφοράς, του καταβλήθηκε το ποσό των €747 και του οφείλονται τα πιο κάτω ποσά τα οποία ο ενάγοντας 2 αξιώνει:-
Α. Ποσό €11.846 το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο των δεδουλευμένων μισθών του για την περίοδο από 20.12.2011 μέχρι τις 30.4.2012.
Β. Αναλογία του μισθού του, ήτοι των €2.884 μηνιαίως από 1.5.2012 μέχρι την ημερομηνία επαναπατρισμού του.
Γ. Το ποσό των €150 τα οποία αντιπροσωπεύουν τα έξοδα επαναπατρισμού του.
Δ. Το ποσό των €1.922 υπό μορφή αποζημίωσης σύμφωνα με το Άρθρο 25(2).
Ε. Αποζημιώσεις για άδικο και ή αδικαιολόγητο τερματισμό των υπηρεσιών του.
ΣΤ. Έξοδα της αγωγής.
Οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί του Εναγόμενου πλοίου
Το εναγόμενο πλοίο με την τροποποιημένη Απάντησή του στην Αναφορά προβάλλει τους πιο κάτω ισχυρισμούς:-
1. Οι ενάγοντες 1 και 2 ναυτολογήθηκαν στο εναγόμενο πλοίο, ιδιοκτησίας της ελληνικής ναυτικής εταιρείας ΝΗΛΕΥΣ Ν.Ε., ο μεν πρώτος ως ναύτης, ο δε δεύτερος ως βοηθός μάγειρας, στις 16.12.2011 με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής «η Ναυτική Σύμβαση») ενός μηνός από τους ναυλωτές του πλοίου, Άλφαμαρ Ναυτική Εταιρεία με μισθό και όρους εργασίας σύμφωνα με την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων της Ελληνικής Δημοκρατίας του 2010 (στο εξής «η Συλλογική Σύμβαση»), που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο για το συγκεκριμένο πλοίο.
2. Ο μισθός που είχε συμφωνηθεί σύμφωνα με την πιο πάνω Συλλογική Σύμβαση ήταν, για μεν τον ενάγοντα 1 €1.449,75 περίπου, για δε τον ενάγοντα 2 €1.790,07 περίπου. Τα ποσά αυτά περιλαμβάνουν βασικό μισθό, διορθωτικό επίδομα, επίδομα Κυριακών, επίδομα προσοντούχου, άδεια, τροφοδοσία, μείον το ποσό για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), μείον ποσό για σχετικούς φόρους.
3. Μέχρι τις 29.12.2011, ημερομηνία που το εναγόμενο πλοίο συνελήφθη, είχαν καταβληθεί και στους δύο ενάγοντες οι αναλογούντες μισθοί και ωφελήματα.
4. Το σχετικό ναυτολόγιο του εναγομένου πλοίου έκλεισε επίσημα κατά ή περί τις 24.2.2012 με αποτέλεσμα να απολυθούν και επίσημα όλοι οι ναυτικοί από το εναγόμενο πλοίο, συμπεριλαμβανομένων και των εναγόντων. Η απόλυση έγινε από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδος στην Κύπρο σύμφωνα με το εφαρμοστέο Ελληνικό Δίκαιο και τη διαδικασία που καθορίζει ο Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (Κ.Δ.Ν.Δ.). Κατά συνέπεια οι ενάγοντες δεν δικαιούνται, κατά τον ισχυρισμό, σε οποιοδήποτε μισθό από εκείνη την ημερομηνία και μετά. Εν πάση περιπτώσει μέχρι εκείνη την ημερομηνία ο μισθός και όλα τα ωφελήματα είχαν καταβληθεί στους ενάγοντες οι οποίοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου πλοίου, δεν εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία επί αυτού.
5. Αναφορικά με την αξίωση των εναγόντων 1 και 2 στη βάση του Άρθρου 25(2) του Νόμου, το εναγόμενο πλοίο προβάλλει ότι η νομική βάση που επικαλούνται οι Ενάγοντες δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση επειδή για οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ ναυτικού και πλοιοκτήτριας ελληνικής εταιρείας ναυτολογημένου σε πλοίο υπό ελληνική σημαία, όπως ήταν το εναγόμενο πλοίο, το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το ελληνικό. Αυτός ο ισχυρισμός, εισηγήθηκε ο συνήγορος του πλοίου, συνάδει απόλυτα με τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980, η οποία κυρώθηκε με τον ελληνικό Νόμο 1792/1988.
6. Οι ενάγοντες δεν δικαιούνται σε έξοδα επαναπατρισμού ή σε οποιοδήποτε ποσό ή αποζημίωση από το εκπλειστηρίασμα.
7. Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες 1 και 2 απέφυγαν επιμελώς να προσφύγουν στο ΝΑΤ μετά τη σύλληψη του εναγομένου πλοίου, επιλέγοντας να καταχωρήσουν την παρούσα αγωγή διεκδικώντας απαράδεκτες και αβάσιμες απαιτήσεις.
Η Ανταπάντηση των Εναγόντων
Με την τροποποιημένη Ανταπάντησή τους οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι:-
1. Ο μισθός των εναγόντων συμφωνήθηκε μεταξύ τους και του πλοιάρχου του εναγομένου πλοίου και προέβλεπε για την εφαρμογή των προνοιών της Συλλογικής Σύμβασης, με βάση την οποία:
(α) ο ενάγοντας 1 δικαιούτο σε αμοιβή €891,11 ως βασικό μηνιαίο μισθό, πλέον €18,63 διορθωτικό επίδομα, πλέον €85,03 επίδομα κατώτερου πληρώματος, πλέον €196,04 επίδομα Κυριακών, πλέον €395,33 για άδεια, πλέον €109,52 αντίτιμο τροφής για άδειες πλέον υπερωρίες. Οι υπερωρίες συμφωνήθηκαν να υπολογίζονται και καταβάλλονται μηνιαίως στη βάση μιας «σταθερής φόρμουλας» που οι ιδιοκτήτες του εναγομένου πλοίου πρότειναν λαμβάνοντας υπ' όψιν τη φύση των εμπορευμάτων που θα φορτωεκφορτώνονταν στο πλοίο, καθώς και το μειωμένο προσωπικό που θα το επάνδρωνε. Στη βάση αυτής της φόρμουλας καθορίστηκε ότι οι υπερωρίες θα ανέρχονταν στις 80 ώρες μηνιαίως απλή υπερωρία, 32 ώρες υπερωρίες αργιών και 32 ώρες διπλή υπερωρία. Στη βάση των πιο πάνω ο ενάγοντας 1 ισχυρίζεται ότι είχε συμφωνηθεί ότι οι απολαβές του θα ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €2.786,70.
(β) ο ενάγοντας 2, ως βοηθός μάγειρας, ισχυρίζεται ότι δικαιούτο, με βάση τη Συλλογική Σύμβαση, σε αμοιβή €944,85 ως βασικό μηνιαίο μισθό, πλέον €18,63 διορθωτικό επίδομα, πλέον €85,03 επίδομα κατώτερου πληρώματος, πλέον €196,04 επίδομα Κυριακών, πλέον €419,17 για άδεια, πλέον €109,52 αντίτιμο τροφής για άδειες πλέον €994,19 υπερωριακή αμοιβή. Στη βάση των πιο πάνω οι κατ' ισχυρισμό απολαβές του ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €2.779,26.
Περαιτέρω οι ενάγοντες 1 και 2 ισχυρίζονται ότι εργοδοτήθηκαν από 17.12.2011 μέχρι 28.5.2012 που επαναπατρίσθηκαν και ότι, πέραν του ποσού των €700 και €747 αντίστοιχα, που τους καταβλήθηκε, κανένα άλλο ποσό δεν τους είχε πληρωθεί. Περαιτέρω, αρνούνται ότι είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να προσφύγουν στο ΝΑΤ για να διεκδικήσουν τους μισθούς τους και, εν πάση περιπτώσει, από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας συνδέεται στενότερα με την Κύπρο, η οποία είναι και το καταλληλότερο μέρος για να επιλύσει τη διαφορά.
Η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατάθεσαν οι δύο Ενάγοντες και ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ενώ για την Υπεράσπιση η κα Άννα Μπαράκου.
Πρώτος κατέθεσε ο Εναγόμενος 2, ο οποίος στη γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι επιβιβάστηκε επί του πλοίου στις 16.12.2011 για να ασκεί τα καθήκοντα του Βοηθού Μάγειρα. Επειδή στο πλοίο δεν θα υπήρχε Μάγειρας, θεωρεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσε τα καθήκοντα Μάγειρα και ως εκ τούτου διεκδικεί την αντίστοιχη αμοιβή για Μάγειρα. Βάσει της Συλλογικής Σύμβασης, το ποσό του βασικού μισθού του ήταν €944,85 και αφού προστίθεντο και τα άλλα ωφελήματα που δικαιούτο, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των €2.779,58 μηνιαίως. Από αυτό θα έπρεπε να αφαιρεθούν διάφορα ποσά, όπως ΝΑΤ και άλλες φορολογίες, που ανέρχονταν στα €380,77. Όμως το Εναγόμενο πλοίο παρέλειψε να καταβάλει τις φορολογίες στα διάφορα ταμεία, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας 2 να ισχυρίζεται ότι αυτό θα έχει επιπτώσεις στα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα. Γι' αυτό και πέραν του μισθού του διεκδικεί και το πιο πάνω ποσό αποκοπών. Διεκδικεί μισθούς από 16.12.2011 μέχρι 28.5.2012. Αφού αφαιρεθεί το ποσό των €747 που του καταβλήθηκε, ισχυρίζεται ότι του οφείλεται το συνολικό ποσό των €14.261.
Ως προς τις υπερωρίες, ισχυρίζεται ότι κατά τη σύλληψη του πλοίου στις 29.11.2011, τον επισκέφθηκε στο πλοίο ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου και ζήτησε από τον ίδιο και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος να παραμείνουν επί του πλοίου «με το μισθό και ωφελήματα» που λάμβαναν στη βάση της Συλλογικής Σύμβασης.
Δεύτερος μάρτυρας κατέθεσε ο Ενάγοντας 1. Στη γραπτή του δήλωση δέχεται ότι επιβιβάστηκε στο πλοίο στις 16.12.2011 ως ναύτης και ότι οι όροι εργασίας του διέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση. Με βάση τη συγκεκριμένη Σύμβαση θα έπρεπε να του καταβάλλετο το συνολικό ποσό των €1.695,98 μηνιαίως. Το ποσό συμπεριελάμβανε ποσό €891,11 βασικό μισθό και επιδόματα. Πέραν τούτου, θα του καταβάλλονταν υπερωρίες, σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των €1.091,04 μηνιαίως. Ως αποτέλεσμα, οι συνολικές μηνιαίες απολαβές του ανέρχονταν στο ποσό των €2.787. Για την εργοδότηση του από 16.11.2011 μέχρι 28.5.2012, που επαναπατρίστηκε, του πληρώθηκε μόνο το ποσό των €700 και εξακολουθεί να του οφείλεται το συνολικό ποσό των €14.349,80.
Συμφωνώντας με τον Εναγόμενο 2, ανέφερε ότι μετά τις 29.12.2011, που συνελήφθη το πλοίο, παρέμεινε επί αυτού και συνέχισε να εργάζεται με τον ίδιο μισθό, μετά που του το ζήτησε ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου.
Ο τρίτος μάρτυρας που κλήθηκε από τους Ενάγοντες, ήταν ο Γεώργιος Πούρος (ΜΕ 3), Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ο οποίος κατέθεσε ότι δυνάμει δικαστικού διατάγματος συνελήφθη το Εναγόμενο πλοίο στις 29.11.2011. Το πλήρωμα δήλωσε ότι δεν είχαν πληρωθεί τους μισθούς τους και ότι δεν επιθυμούσαν να αποχωρήσουν από το πλοίο. Ως εκ τούτου τους προμήθευσε με τις απαραίτητες προμήθειες για τη διαβίωσή τους. Σε κάποιο στάδιο αποχώρησαν κάποια από τα μέλη του πληρώματος και παρέμειναν επί του πλοίου 4-5 άτομα. Θεώρησε ότι είναι συνήθης πρακτική όταν ένα πλοίο είναι υπό σύλληψη να παραμένει επί του πλοίου το πλήρωμα μέχρι να πληρωθούν οι μισθοί του ή μέχρι να διευθετηθούν οι οφειλές του πληρώματος, είτε με πώληση του πλοίου, είτε με άρση της σύλληψης. Για αρκετούς μήνες, είπε, όλο το πλήρωμα παρέμενε επί του πλοίου, ενώ σε κατοπινό στάδιο αρκετά μέλη του πληρώματος πείστηκαν ότι η κυπριακή νομοθεσία τους κάλυπτε και αποδέχθηκαν να επαναπατριστούν αφήνοντας τους δικηγόρους τους στην Κύπρο να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Όμως τέσσερα από τα μέλη που πληρώματος δεν θέλησαν να επαναπατριστούν και παρέμειναν επί του πλοίου.
Παραδόξως ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου δεν θυμόταν τα ονόματα των συγκεκριμένων τεσσάρων ατόμων, αφού δεν είχε μαζί του το σχετικό φάκελο ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία. Όμως, ο δικηγόρος των Εναγομένων δεν αμφισβήτησε ότι οι δύο Ενάγοντες ήταν μεταξύ των τεσσάρων ατόμων που παρέμειναν επί του πλοίου. Ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου θεώρησε ότι τα τέσσερα αυτά άτομα ήταν ικανοποιητικά για να φυλάγουν το πλοίο. Μετά που επαναπατρίστηκαν και αυτά τα άτομα, προσέλαβε τρία άλλα πρόσωπα για να φυλάγουν το πλοίο.
Ο Μ.Ε.3 αναγνώρισε ότι ο ίδιος εξέδωσε τη Βεβαίωση ημερ. 13.11.2012 (Τεκμήριο 5), μετά από παρότρυνση των πλοιοκτητών για να τους διευκολύνει να εκκαθαρίσουν τις εκκρεμότητες που υπήρχαν με το ΝΑΤ στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης Βεβαίωσης έχει ως ακολούθως:-
«ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΛΕΜΕΣΟΣ
Α.Ν.: 1036
13 Νοεμβρίου 2012
ΒΕΒΑΙΩΣΗ
Με την παρούσα επιστολή βεβαιώ ότι οι Ναυτικοί του πλοίου "AVANTIS II" (Ν.Π. 10794), από την ημερομηνία που τέθηκε το εν λόγω πλοίο υπό σύλληψη από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου, δηλαδή στις 29 Δεκεμβρίου 2011, μέχρι την ημερομηνία που πωλήθηκε στη 'Συνεταιριστική Τράπεζα Εύβοιας', κατόπιν Δημόσιου Πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 3 Μαΐου 2012 από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου, δεν εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία.*
Captain Γιώργος Πούρος
Αξιωματικός Ναυτοδικείου»
Ενώ η πιο πάνω Βεβαίωση δόθηκε στις 13.11.2012, οι δικηγόροι των Εναγόντων με επιστολή τους ημερ. 4.7.2013 του ζήτησαν να εκδώσει Διευκρινιστική Βεβαίωση, δεδομένου ότι το περιεχόμενο της πρώτης ήταν, όπως διατείνονταν, εσφαλμένο, εφόσον οι ναυτικοί κατά τη σχετική περίοδο εκτελούσαν εργασίες επί του πλοίου.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω παραστάσεων, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου εξέδωσε στη συνέχεια Διευκρινιστική Βεβαίωση (Τεκμήριο 6Β), με αντίθετο περιεχόμενο από αυτό της πρώτης, δηλαδή ότι οι ναυτικοί κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτελούσαν εργασίες αναγκαίες για την ασφαλή διατήρηση του πλοίου. Το ακριβές περιεχόμενο της, έχει ως εξής:-
«ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΛΕΜΕΣΟΣ
Δ Ι Ε Υ Κ Ρ Ι Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η Β Ε Β Α Ι Ω Σ Η
Με την παρούσα Διευκρινιστική Βεβαίωση και κατόπιν σχετικού αιτήματος του δικηγορικού γραφείου 'Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.', διευκρινίζεται ότι η Βεβαίωση που είχε εκδοθεί από μέρους μου στις 13.11.2012, στην οποία αναφέρετο ότι οι Ναυτικοί του πλοίου 'AVANTIS II' (Ν.Π. 10794), από την ημερομηνία που τέθηκε το εν λόγω πλοίο υπό σύλληψη από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου, δηλαδή στις 29 Δεκεμβρίου 2011, μέχρι την ημερομηνία που πωλήθηκε στη 'Συνεταιριστική Τράπεζα Εύβοιας', κατόπιν Δημόσιου Πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 3 Μαΐου 2012 από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου, δεν εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία, αφορούσε στο γεγονός ότι οι εν λόγω Ναυτικοί του πλοίου δεν εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία, που κανονικά και εκ των καθηκόντων τους θα εκτελούσαν αν το πλοίο βρισκόταν εν πλω. Οι εργασίες που εκτελούσαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους επί του πλοίου σχετίζονταν με την ασφαλή φύλαξη και διατήρηση του πλοίου σε ικανοποιητικά επίπεδα ασφάλειας.
Η συνέχιση της παρουσίας τους στο πλοίο από την ημερομηνία σύλληψης του πλοίου μέχρι την ημερομηνία πώλησής του, ήταν αποτέλεσμα της νόμιμης άσκησης δικαιώματος των Ναυτικών με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση των δεδουλευμένων και ωφελημάτων τους, αλλά και κατόπιν δικής μου απαίτησης για σκοπούς ασφάλειας και ασφαλούς επάνδρωσης του πλοίου ενόσω αυτό βρισκόταν υπό σύλληψη και υπό τη δικαιοδοσία μου.
Εξάλλου είναι γι' αυτό το λόγο που μετά την αποχώρηση των Ναυτικών από το πλοίο και συγκεκριμένα από τις 8 Ιουνίου 2012 προέβηκα σε εργοδότηση τριών ατόμων για παροχή υπηρεσιών φύλαξης/ασφάλειας στο εν λόγω πλοίο.
Capt. Γιώργος Πούρος
Αξιωματικός Ναυτοδικείου»
Σημειώνεται ότι η πιο πάνω Διευκρινιστική Βεβαίωση δεν φέρει ημερομηνία, αλλά η επιστολή του (Τεκμήριο 6Α), προς τους δικηγόρους των Εναγόντων, στην οποία επισυνάπτεται η Διευκρινιστική Βεβαίωση, φέρει ημερ. 4.2.2014.
Κατά την αντεξέτασή του, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου δέχθηκε ότι δεν έκανε οποιαδήποτε συμφωνία για τους όρους που τα συγκεκριμένα μέλη του πληρώματος θα υπηρετούσαν επί του πλοίου και ούτε συμφώνησε μαζί τους συγκεκριμένο μισθό. Όμως στο τέλος διαφοροποίησε περαιτέρω τη θέση του, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν τους είπε να μείνουν επί του πλοίου, αλλά εφόσον οι ίδιοι επέλεξαν να παραμείνουν επί αυτού, έμεινε ικανοποιημένος ότι το πλοίο θα ήταν ασφαλές. Περαιτέρω διευκρίνισε ότι οι ναυτικοί δεν δούλεψαν οποιεσδήποτε υπερωρίες.
Για την Υπεράσπιση κατάθεσε η κα Άννα Μπαράκου, υπό την ιδιότητά της ως υπεύθυνη πληρωμάτων, η οποία ήταν επίσης και Αντιπρόεδρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας Νηλεύς Ναυτική Εταιρεία. Το πλοίο στις 14.2.2011 ναυλώθηκε με γυμνή ναύλωση στην εταιρεία Άλφαμαρ και η πλοιοκτήτρια εταιρεία το διαχειριζόταν με βάση τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης. Οι Ενάγοντες εργοδοτήθηκαν επί του πλοίου από 16.12.2011 για ένα μήνα. Ο καθένας υπέγραψε Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας με την οποία υιοθετούντο οι όροι εργασίας που προβλέπονταν στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα ο Ενάγοντας 1 εργοδοτήθηκε ως ναύτης. Κατ' εφαρμογή της Συλλογικής Σύμβασης συμφωνήθηκε να λαμβάνει μηνιαίως τα ακόλουθα ποσά:- «€891,11 ως βασικό μηνιαίο μισθό, €196,04 επίδομα Κυριακών, €18,95 διορθωτικό επίδομα, €85,03 επίδομα κατωτέρω πληρώματος, €395,33 για άδεια καθώς και €109,52 αντίτιμο τροφής»,* δηλαδή €1.695,98. Από αυτό το ποσό γίνεται αποκοπή του ποσού των €201,40 για συνεισφορά στο ΝΑΤ και άλλες εισφορές ύψους 3%, με αποτέλεσμα να παραμένει καθαρός μισθός €1.449,75. Πέραν του πιο πάνω, ο Ενάγοντας δεν συμφώνησε να παίρνει οποιοδήποτε άλλο ποσό για υπερωρίες. Εν πάση περιπτώσει, το πλοίο συνελήφθη 13 μέρες μετά την έναρξη της εργοδότησης και ήταν αδύνατο να παρείχε ο Ενάγων οποιαδήποτε υπερωριακή απασχόληση.
Ως προς τον Εναγόμενο 2, η μάρτυς εξήγησε ότι η ίδια τον σύστησε για να εργοδοτηθεί ως Βοηθός Μάγειρας επί του πλοίου, επειδή τον γνώριζε από προηγούμενη εργοδότησή του για χρόνια με το πλοίο Avantis. Η Ναυτική Σύμβαση (Τεκμήριο 7) ήταν διάρκειας ενός μηνός με μισθό €1.600 μηνιαίως και διέπετο από την εν ισχύ Συλλογική Σύμβαση. Σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση, ο μηνιαίως μισθός για Βοηθό Μάγειρα ήταν €2.065, μείων κρατήσεις, με αποτέλεσμα να προκύπτει υπόλοιπο €1.967, από το οποίο θα πρέπει να αφαιρεθεί η κράτηση για το ΝΑΤ (€255,72), οπότε παραμένει το καθαρό ποσό των €1.600. Όλες οι εισφορές στο ΝΑΤ έχουν πληρωθεί για όλα τα μέλη του πληρώματος. Όπως εξήγησε περαιτέρω η μάρτυς, δεν υπήρχε περίπτωση ο Ενάγοντας 2 να εργοδοτηθεί ως Μάγειρας, εφόσον στην σύνθεση του πλοίου με βάση το Πιστοποιητικό Ασφαλούς Συνθέσεως, δεν προβλέπεται η εργοδότηση κανονικού Μάγειρα.
Η μάρτυς κατέθεσε επίσης ότι και οι δύο Ενάγοντες, παρά την απόλυσή τους από τον Προξενικό Λιμενάρχη της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 24.2.2012, επέλεξαν να παραμείνουν αυθαίρετα επί του πλοίου με σκοπό να προβούν σε διεκδίκηση διαφόρων ποσών για δήθεν υπηρεσίες, ωφελήματα και υπερωρίες που προέκυψαν μετά τη σύλληψη του πλοίου. Περί τις αρχές Μαρτίου, η ίδια προσπάθησε να διευθετήσει τις μέχρι τότε απαιτήσεις όλου του πληρώματος, αλλά οι Ενάγοντες αντί να αποδεχθούν τα ποσά που τους προσφέρονταν και να διεκδικήσουν τα οφειλόμενα σ' αυτούς ποσά μέσω του ΝΑΤ, επέλεξαν άλλη οδό. Τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, που επέλεξαν να επαναπατριστούν και να διεκδικήσουν τα ωφελήματά τους μέσω του ΝΑΤ, αποζημιώθηκαν πλήρως. Σχετική είναι η Απόφαση του Γενικού Γραμματέως Ναυτιλίας, Τεκμήριο 15, με την οποία πιστοποιείται το ποσό που πληρώθηκε στον καθένα.
Περαιτέρω η μάρτυς κατέθεσε Αναλυτική Κατάσταση Πληρωμών και Εισφορών του ΝΑΤ, Τεκμήριο 12, στην οποία φαίνονται τα ποσά του ΝΑΤ και άλλοι φόροι που πληρώθηκαν από το Πλοίο για τους Ενάγοντες. Ανέφερε επίσης ότι οι δύο Ενάγοντες λόγω της ειδικότητάς τους (ναύτης και Βοηθός Μάγειρα), δεν μπορούσαν να παραμείνουν επί του πλοίου, καθότι δεν ήταν σε θέση να φροντίσουν για την ασφαλή φύλαξή του. Τέλος, η μάρτυς ανέφερε ότι εκείνο που οφείλεται στον Ενάγοντα 1 είναι μισθοί για δύο μήνες και δύο μέρες, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του 2011, μέχρι τις 24.2.2012, που συνολικά ανέρχονται στις €3.100, ενώ για τον Ενάγοντα 2 το ποσό ανέρχεται στις €3.400.
Αξιοπιστία
Έχω παρακολουθήσει προσεκτικά όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν. Δεν έχω κανένα δισταγμό να απορρίψω τη μαρτυρία των δύο Εναγόντων, την οποία βρήκα αφύσικη και με έντονο το στοιχείο της προσποίησης και της επιτηδειότητας. Ήταν φανερό ότι η μαρτυρία και των δύο ήταν εντέχνως προσανατολισμένη στο να υποστηρίξει τη βασική τους θέση να μην επαναπατριστούν, όπως έπραξαν τα άλλα πέντε μέλη του πληρώματος, αλλά να παραμείνουν επί του πλοίου, δήθεν με οδηγίες του Αξιωματικού Ναυτοδικείου. Ήταν φανερή η προσπάθεια τους να αποκρύψουν τον πραγματικό τους στόχο, που δεν ήταν άλλος από του να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν από το εκπλειστηρίασμα του πλοίου κάτι περισσότερο από αυτό που δικαιούνταν με βάση τη σύμβαση εργοδότησής τους. Για να στηρίξουν αυτή την εκδοχή τους δεν δίστασαν να καταφύγουν στο ψέμα, υποστηρίζοντας ότι ήταν ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου που τους ζήτησε να παραμείνουν επί του πλοίου. Όμως σύμφωνα με τη μαρτυρία ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου δεν τους ζήτησε κάτι τέτοιο, αλλά απλώς τους ανέχτηκε να παραμείνουν επί του πλοίου.
Πέραν τούτου, η μαρτυρία των Εναγόντων χαρακτηρίζεται από αοριστία και από προσπάθεια να μην δεσμευτούν σε κάτι συγκεκριμένο. Για παράδειγμα, και οι δύο διαφοροποιούσαν συνεχώς τις θέσεις τους αναφορικά με το ύψος του μισθού τους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην έχει ενώπιον του μια σαφή θέση από τον καθένα.
Εντυπωσιακή ήταν και η προσπάθειά τους να διεκδικήσουν τα ποσά που έπρεπε να πληρωθούν στο ΝΑΤ. Στην πραγματικότητα ήγειραν την παρούσα αγωγή διεκδικώντας τα συγκεκριμένα ποσά, στη συνέχεια προσήλθαν στο Δικαστήριο και ενόρκως τα διεκδίκησαν, χωρίς ωστόσο να βεβαιωθούν με μια απλή έρευνα στο ΝΑΤ αν είχαν πληρωθεί ή όχι οι εισφορές τους. Όταν κατά την αντεξέταση πιέστηκαν από τον συνήγορο του Εναγομένου πλοίου, αρκέστηκαν, διαφοροποιώντας απλά τη θέση τους, να δηλώσουν ότι αν αποδειχθεί ότι τα ποσά είχαν καταβληθεί στο ΝΑΤ, τότε δεν τα διεκδικούν. Το πιο εντυπωσιακό όμως ψέμα, που δεν δίστασαν να προωθήσουν, ακόμη και ενόρκως, ήταν ότι ενώ το πλοίο βρισκόταν υπό σύλληψη, αυτοί είχαν τόση εργασία επί του πλοίου, που αναγκάζονταν να εργάζονται και υπερωρίες. Ιδιαίτερα ο Ενάγοντας 2, με ειδικότητα Βοηθού Μάγειρα, επέμεινε ότι για να μαγειρεύει για τον εαυτό του και άλλα τρία άτομα, έπρεπε να εργάζεται υπερωρίες. Ο δε Ενάγοντας 1, επέμεινε ότι αναγκαζόταν να προσφέρει διπλάσια και τριπλάσια εργασία, παρά το γεγονός ότι στο υπό σύλληψη πλοίο υπήρχαν μόνο τέσσερα άτομα. Εντέχνως όμως απέφυγε να προσδιορίσει τι ακριβώς έκανε επί του πλοίου. Πέραν τούτου και οι δύο επέμειναν ότι εκτελούσαν εργασίες, για τις οποίες στην πραγματικότητα δεν είχαν καν την ειδικότητα να εκτελούν.
Ειδικά ο Ενάγοντας 2 σκοπίμως και εντέχνως παραποίησε τα γεγονότα σε μια προσπάθεια να προωθήσει και να πείσει για θέματα εντελώς παράλογα, όπως για παράδειγμα ότι ενώ εργοδοτήθηκε ως Βοηθός Μάγειρας με συγκεκριμένο μισθό, θα έπρεπε να αμείβεται με μισθό κανονικού Μάγειρα. Ήταν εμφανής η προσπάθειά του να πείσει για κάτι που στην πραγματικότητα γνώριζε από προηγούμενη εργοδότησή του στο ίδιο πλοίο, ότι δεν εδικαιούτο σε μια τέτοια αμοιβή. Όταν μάλιστα, κατά την αντεξέταση ο Εναγόμενος 2 βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, την οποία θεώρησε ότι δεν βοηθούσε τις θέσεις του, δεν δίστασε να αμφισβητήσει και αυτή ακόμα την υπογραφή του, χωρίς όμως να δώσει συνέχεια στο θέμα της αμφισβήτησης της υπογραφής του.
Ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου με εξέπληξε με τον τρόπο που κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και αοριστία. Προσήλθε στο Δικαστήριο χωρίς να φέρει μαζί του το σχετικό υπηρεσιακό φάκελο που αφορούσε το πλοίο, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να θυμάται αρκετές από τις λεπτομέρειες που του ζητήθηκαν. Βασικά κλήθηκε να καταθέσει κατά πόσο οι δύο Ενάγοντες έμειναν επί του πλοίου με δικές του εντολές. Τελικά δεν θυμόταν καν τα ονόματά τους, πόσο μάλλον τις συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες οι δύο παρέμειναν επί του πλοίου. Ούτε καν την ειδικότητά τους θυμόταν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξηγήσει αν αυτοί που έμειναν μπορούσαν να παράσχουν τις απαιτούμενες υπηρεσίες για την ασφαλή φύλαξη του πλοίου. Πέραν τούτου, ο μάρτυρας εξέδωσε δύο αντίθετες Βεβαιώσεις επί του ιδίου θέματος. Με την πρώτη, Τεκμήριο 5, ημερ. 13.11.2012, το γραφείο Αξιωματικού Ναυτοδικείου της Δημοκρατίας στη Λεμεσό, βεβαίωνε ότι από τις 29.12.2011, που το πλοίο τέθηκε υπό σύλληψη, μέχρι τις 3.5.2012 που πωλήθηκε, «οι ναυτικοί του πλοίου Avantis II .. δεν εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία». Σε μια προσπάθεια εξεύρεσης εξώδικης διευθέτησης, προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης, η υπόθεση συζητήθηκε εκτεταμένα στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα να διαφανούν οι δυσκολίες. Φαίνεται ότι μετά από αυτές τις συζητήσεις, οι δικηγόροι των Εναγόντων του απηύθυναν επιστολή ημερ. 4.7.2013 αναφορικά με την πιο πάνω Βεβαίωση, παραθέτοντάς του επιχειρήματα για το λανθασμένο του περιεχομένου της. Ομολογώ ότι ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν κατά την ακρόαση της υπόθεσης τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτή Διευκρινιστική Βεβαίωση από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου, χωρίς ημερομηνία, με την οποία προσπαθούσε να ανασκευάσει ή να διαφοροποιήσει την προηγούμενη σαφή Βεβαίωσή του, η οποία είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τις Ελληνικές αρχές.
Όλα τα πιο πάνω δεν αφήνουν την καλύτερη εικόνα για τη μαρτυρία του Αξιωματικού Ναυτοδικείου. Προτιμώ να μην επεκταθώ ούτε επί του θέματος, ούτε και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας του και περιορίζομαι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του να αναφέρω ότι υπό τις πιο πάνω περιστάσεις προσέγγισα με μεγάλη επιφυλακτικότητα την όλη μαρτυρία του.
Επί του επιδίκου θέματος κατά πόσο οι δύο Ενάγοντες παρέμειναν επί του πλοίου με οδηγίες του Αξιωματικού Ναυτοδικείου, ο τελευταίος υπέστη έντονη αντεξέταση, με αποτέλεσμα στο τέλος να αναγκαστεί να παραδεχθεί ότι οι δύο Ενάγοντες επειδή είχαν κάποιους «μισθούς τους απλήρωτους .. δεν επιθυμούσαν να αναχωρήσουν από το πλοίο, μέχρι εκδίκασης της υπόθεσης». Θεώρησε ότι αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο και αποδέχθηκε ότι οι τέσσερις ναυτικοί θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του πλοίου. Όμως κατά την αντεξέταση του, όταν πιέστηκε περαιτέρω επί του θέματος, δήλωσε ότι δεν συζήτησε τους όρους και τη μισθοδοσία τους και ούτε έκανε μαζί τους οποιαδήποτε συμφωνία. Αποδέχθηκε επίσης ότι ενεργούσε χωρίς καν να γνωρίζει ότι αυτοί είχαν απολυθεί στις 24.2.2012 από τον αρμόδιο στην Κύπρο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας και ότι το Ναυτολόγιο του πλοίου είχε κλείσει επίσημα. Πρόσθεσε δε ότι αν είχε τέτοια πληροφόρηση, ενδεχομένως να αποτείνετο για βοήθεια στις αστυνομικές αρχές για να τους αποβιβάσει από το πλοίο. Στο τέλος, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ποτέ δεν είπε στους δύο Ενάγοντες να μείνουν επί του πλοίου, αλλά απλώς επειδή αυτοί θα παρέμειναν, έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για την ασφάλεια του πλοίου.
Περαιτέρω ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διευκρίνισε κατά την αντεξέτασή του ότι από τη σύλληψη του πλοίου στις 29.12.2011, δεν έδωσε σε κανένα οδηγίες για να εργαστεί υπερωριακή απασχόληση.
Τελευταία μάρτυς ήταν η κα Άννα Μπαράκου. Έχω παρακολουθήσει με προσοχή τη μαρτυρία της. Λόγω της εργοδότησής της από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, προσπάθησα να βεβαιωθώ ότι η μαρτυρία της δεν ήταν επιτηδευμένη. Δεν εντόπισα κάτι τέτοιο. Η μάρτυς μου έδωσε την εντύπωση του καθ' όλα ειλικρινούς ατόμου, που υποστήριζε το καθετί που έλεγε με έγγραφα. Ήταν θετική στα όσα κατέθεσε και παρέμεινε ακλόνητη στις θέσεις της, παρά την πιεστική αντεξέταση που υπέστη. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητά της.
Ευρήματα και τελική κατάληξη
Είναι φανερό ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία οι Ενάγοντες με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας εργοδοτήθηκαν επί του πλοίου Avantis II από τις 16.12.2011 για ένα μήνα. Επί του πλοίου υπήρχαν άλλα 6-7 άτομα. Ο μισθός και οι λοιποί όροι καθορίζονταν από τη Συλλογική Σύμβαση της Ελλάδος. Ο Ενάγοντας 1 εργοδοτήθηκε ως ναύτης ενώ ο Ενάγοντας 2 ως Βοηθός Μάγειρας. Δεκατρείς μέρες μετά την εργοδότησή τους, το πλοίο συνελήφθη στο λιμάνι Λεμεσού.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε ότι ο καθαρός βασικός μισθός του Ενάγοντα 1 ήταν €1.450 μηνιαίως. Ως προς τον Ενάγοντα 2, αποδεχόμενος τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 Άννας Μπαράκου και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του ιδίου, βρίσκω ότι ο καθαρός μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στα €1.600.
Οι δύο Ενάγοντες εγκατέλειψαν την αξίωση τους για το ΝΑΤ, αποδεχόμενοι ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία κατέβαλε όλες τις εισφορές.
Ως προς τη διάρκεια της εργοδότησης τους, από τα έγγραφα που έχω ενώπιον μου και τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, δέχομαι ότι η Σύμβαση Εργοδότησης έληξε με το κλείσιμο του σχετικού Ναυτολογίου στις 24.2.2012, οπότε και οι δύο Ενάγοντες απολύθηκαν από το πλοίο από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας στην Κύπρο.
Απορρίπτω τους ισχυρισμούς των Εναγόντων ως ψευδείς, ότι τους δόθηκαν οδηγίες από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφάλειας επί του πλοίου. Βρίσκω ότι οι δύο Ενάγοντες αντί να επιλέξουν να επαναπατριστούν και να διεκδικήσουν τα ωφελήματά τους από το ΝΑΤ, προτίμησαν να παραμείνουν αυθαίρετα επί του πλοίου, ώστε να διεκδικήσουν από το εκπλειστηρίασμα, ωφελήματα που δεν δικαιούνταν. Είχαν δικαίωμα να διασφαλίσουν τα όποια πρόσθετα δικαιώματα είχαν μέσω των Κυπριακών Δικαστηρίων και προς τούτο διόρισαν δικηγόρο για να τους αντιπροσωπεύσει. Όμως κρίνω ότι η φυσική παρουσία των ιδίων στην Κύπρο δεν χρειαζόταν σ' εκείνο το στάδιο και ο δικηγόρος τους μπορούσε να διασφαλίσει πλήρως τα δικαιώματά τους. Το ότι παρέμειναν στην Κύπρο, ήταν δική τους επιλογή και το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου τους ανέχτηκε επί του πλοίου και δεν τους εκδίωξε, δεν προσθέτει οτιδήποτε στους ισχυρισμούς τους. Εν πάση περιπτώσει, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου επί αυτού του σημείου ήταν σαφής στο ότι ποτέ δεν τους εργοδότησε και ποτέ δεν τους έδωσε οδηγίες για την ασφάλεια του πλοίου. Ποτέ δεν συμφώνησε μαζί τους οποιουσδήποτε όρους και ιδιαίτερα για τη μισθοδοσία τους. Επομένως βρίσκω ότι από μόνοι τους επέλεξαν να παραμείνουν επί του πλοίου. Το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ακολουθώντας κάποια αδιευκρίνιστη πρακτική του παρελθόντος, ανέχτηκε όπως αυτοί παραμείνουν επί του πλοίου και τους παρείχε τροφοδοσία, ουδόλως δημιουργεί συνθήκες εργοδότησης, εφόσον ελλείπουν τα αναγκαία στοιχεία για σύναψη μιας σύμβασης. Βρίσκω επομένως ότι μετά τις 24.2.2012 δεν δικαιούντο σε οποιοδήποτε ποσό, εφόσον όχι μόνο δεν εργοδοτούνταν, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι πρόσφεραν συγκεκριμένες υπηρεσίες για την ασφάλεια του πλοίου.
Συνακόλουθα, δεν τίθεται ούτε θέμα υπερωριών για την περίοδο μετά τη σύλληψη του πλοίου μέχρι την απόλυσή τους. Ούτε για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 αποδείχθηκε ότι αυτοί πρόσφεραν υπερωριακή απασχόληση. Τα όσα είπαν επί του θέματος, τα έχω απορρίψει ως αναξιόπιστα. Είναι απορίας άξιο πώς θα μπορούσε να υπάρχουν τόσες εργασίες σε ένα πλοίο το οποίο ήταν υπό σύλληψη και ακινητοποιημένο στο λιμάνι Λεμεσού, από τις εγκαταστάσεις του οποίου τροφοδοτείτο ακόμη και με ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται καν να τεθούν σε λειτουργία οι γεννήτριες του πλοίου.
Απορριπτέα κρίνεται και η αξίωση του Ενάγοντα 2 ότι θα έπρεπε να του καταβληθεί μισθός κανονικού Μάγειρα, παρά το γεγονός ότι εργοδοτήθηκε ως Βοηθός Μάγειρας. Και αυτό θα έπρεπε να γίνει επειδή, κατά τον ισχυρισμό του, δεν υπήρχε κανονικός Μάγειρας επί του πλοίου και αναγκαζόταν ο ίδιος να εκτελεί χρέη κανονικού Μάγειρα. Πρόκειται για ακόμη μια προσχεδιασμένη εκδοχή εκ μέρους του, με απώτερο στόχο να καρπωθεί και να μεγιστοποιήσει τα ωφελήματά του. Όπως πολύ ορθά επεσήμανε η Μ.Υ.1 Άννα Μπαράκου, το πλοίο λόγω του περιορισμένου αριθμού του πληρώματός του δεν χρειαζόταν Μάγειρα. Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή Βοηθού Μάγειρα ήταν συνειδητή και σε απόλυτη συμφωνία με το Πιστοποιητικό Ασφαλούς Συνθέσεως του πλοίου, το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες Ελληνικές αρχές. Αν γινόταν δεχτή από το Δικαστήριο η εκδοχή του Ενάγοντα 2, τότε θα εξουδετερώνονταν πλήρως, τόσο οι πρόνοιες της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, όσο και αυτές της Συλλογικής Σύμβασης της Ελλάδος. Πέραν τούτου, ο Ενάγοντας 2 δεν απέδειξε ότι είχε καν τα προσόντα για να ναυτολογηθεί ως Μάγειρας.
Με δεδομένο ότι η Ναυτική Σύμβαση των δύο Εναγόντων ήταν διάρκειας ενός μηνός και παρατάθηκε μέχρι τις 24.2.2012, δεν τίθεται θέμα αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.
Αβάσιμη κρίνεται και η αξίωση των Εναγόντων για την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 25 του Νόμου 46/1963, εφόσον οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου αφορούν πλοία υπό κυπριακή σημαία και όχι πλοία που είναι εγγεγραμμένα σε ξένα νηολόγια και ιδιαίτερα όταν οι όροι εργασίας διέπονται από Συλλογική Σύμβαση της χώρας που το πλοίο είναι εγγεγραμμένο, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Ενόψει των πιο πάνω, βρίσκω ότι ο Ενάγοντας 1 το μόνο που δικαιούται είναι δύο καθαρούς μηνιαίους μισθούς, πλέον δύο ημέρες, ήτοι το ποσό των €3.100, ενώ ο Ενάγοντας 2 ποσό €3.400 για την ίδια περίοδο.
Προτού δώσω την τελική μου κατάληξη, θα ήθελα να σημειώσω τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου χειρίστηκε το θέμα της ασφαλούς φύλαξης του πλοίου και τη διατήρηση προσωπικού επί αυτού, χωρίς όρους και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη για τυχόν κινδύνους. Εφόσον έχει υποχρέωση, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στη μαρτυρία του, να διασφαλίζει ότι το πλοίο παραμένει υπό σύλληψη με τα χαμηλότερο δυνατά έξοδα, όφειλε κατά την άποψή μου να είχε ενεργήσει ανάλογα και με πιο θετικό τρόπο.
Με βάση τα πιο πάνω εκδίδω απόφαση υπέρ του Ενάγοντα 1 για €3.100 και υπέρ του Ενάγοντα 2 για €3.400, με έξοδα στην αντίστοιχη κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον ΦΠΑ.
Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω. Η αγωγή επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.