ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1609

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2007)

 

17 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ,  ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

                                               

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΑΒΒΑ

                                                          Εφεσείοντa/Ενάγοντα,

- και -

 

ΛΑΪΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

                                                          Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.

 

 

Ραφαήλ (κα), για τον Εφεσείοντα.

Αστραίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Εφεσείων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος ανταλλακτικών στην Αγία Νάπα, το 2002 ασφάλισε τον εξοπλισμό και τα εμπορεύματα της επιχείρησής του,  έναντι κινδύνων από πυρκαγιά για ποσό £120.000.   Την 21.4.2003, εξερράγη πυρκαγιά στο κατάστημα του, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο εξοπλισμός και τα εμπορεύματα.   Ο Εφεσείων υπέβαλε απαίτηση προς τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι αρνήθηκαν να τον αποζημιώσουν. 

 

Οι Εφεσίβλητοι, με την υπεράσπισή τους, ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι ο Εφεσείων κωλυόταν από του να εγείρει και προωθήσει την αγωγή του, δεδομένου ότι η απαίτησή του είχε παραγραφεί δυνάμει του όρου 11 του Ασφαλιστικού Συμβολαίου.  Πέραν τούτου,  ισχυρίστηκαν ότι ο λόγος που απέρριψαν την απαίτηση του Εφεσείοντα ήταν ότι παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους, ο Εφεσείων παρέλειψε να τους δώσει όλες τις λεπτομέρειες και αποδεικτικά στοιχεία που ζήτησαν για να μπορέσουν να εξετάσουν την απαίτηση του.  Ισχυρίστηκαν ότι ο Εφεσείων παρέβη τον σχετικό όρο 1(γ) του Ασφαλιστικού Συμβολαίου, με αποτέλεσμα η άρνησή τους να τον καλύψουν, να είναι νόμιμη.

Στο στάδιο της προδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα στις 16.1.06 οι δικηγόροι των διαδίκων, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, δήλωσαν ότι «συμφωνούν χωρίς περαιτέρω αίτηση ή διαδικασία να καθοριστεί τώρα νομικό σημείο προς εκδίκαση όπως προκύπτει από την υπεράσπιση, παράγραφοι 1 και 9 .». Οι δύο παράγραφοι εγείρουν το ίδιο νομικό σημείο,  αυτό της παραγραφής της απαίτησης, ως αποτέλεσμα των προνοιών του όρου 11 του ασφαλιστηρίου. Η υπόθεση ορίστηκε στις 10.3.06 για αγορεύσεις επί του νομικού σημείου. Εκείνη την ημέρα, οι δικηγόροι δήλωσαν ότι μετά από περαιτέρω συζήτηση, είχαν καταλήξει «ότι θα ήταν πιο ασφαλές διαδικαστικά να γίνει πλήρης ακρόαση εφόσον μπορεί να υπεισέλθουν διάφορα στοιχεία επί γεγονότων παρά νομικά σημεία.» Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση ορίστηκε για πλήρη ακρόαση στις 6.6.2006.   Στη συνέχεια αναβλήθηκε για μερικές φορές, και τελικά ορίστηκε για ακρόαση στις 17.11.2006. Εκείνη την ημέρα ξεκίνησε η ακρόαση της Αγωγής με την κατάθεση δέσμης παραδεκτών εγγράφων.   Η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 18.1.2007.  Πριν την ημερομηνία ακρόασης, παρατηρείται και πάλιν αλλαγή πλεύσης των δικηγόρων. Συγκεκριμένα στις 11.1.2007 ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων καταχώρησε γραπτή αίτηση για εκδίκαση υπό τύπον προδικαστικής ένστασης των νομικών σημείων που εγείρονται στις παραγράφους 1 και 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης.   Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων δεν έφερε ένσταση.   Τα δύο σημεία, έχουν ως εξής:

 

(α)     Κατά πόσον η απαίτηση του Εφεσείοντος έχει παραγραφεί δυνάμει του όρου 11 του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου, ο οποίος προέβλεπε ότι τα οφέλη δυνάμει του επίδικου Ασφαλιστηρίου «εκπίπτουν . με την εκπνοή 12 μηνών από την ημερομηνία που συνέβη το γεγονός που αφορά . η ζημιά ή η απαίτηση».  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων, κατά την καταχώρηση της αγωγής (25.2.2005), είχε εκπνεύσει η προθεσμία των 12 μηνών από την ημερομηνία του γεγονότος (6.3.2003) και

 

(β)     Κατά πόσον ο Εφεσείων παρέβη τον όρο 1(γ) του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου εξ΄αιτίας της παράλειψής του να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις των Εφεσιβλήτων για να τους εφοδιάσει με τα απαιτούμενα στοιχεία, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο όρος 10 του Ασφαλιστηρίου, με τον οποίον οι Εφεσίβλητοι απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να πληρώσουν.

 

Από την μεταξύ τους αλληλογραφία και άλλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου και του ασφαλιστικού συμβολαίου, που οι διάδικοι κατάθεσαν εκ συμφώνου, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι προκύπτει το πιο κάτω κοινό υπόβαθρο γεγονότων:

 

 «Το συμβάν έλαβε, ως άνω, χώρα στις 6.3.2003.  Στις 29.4.2003 οι Cunningham & Lindsey που, όπως είναι κοινώς τόπος, ενεργούσαν για λογαριασμό των εναγομένων, ζήτησαν από τον ενάγοντα με επιστολή τους (Τεκμήριο 3) να ετοιμάσει «μια κατάσταση με τον εξοπλισμό και την αξία του κάθε μηχανήματος ως επίσης και μία κατάσταση με τα εμπορεύματα που διατηρούσε στο μαγαζί την ημέρα της πυρκαγιάς με την καθαρή αξία αγοράς».  Παράλληλα αναφέρθηκαν στην πρόθεση να ζητηθούν και άλλες πληροφορίες.  Απάντησε ο δικηγόρος του ενάγοντα με επιστολή του ημερ. 8.5.2003 (Τεκμήριο 4) λέγοντας ότι έχει προβεί στα απαραίτητα διαβήματα για να εξασφαλίσει τις ζητούμενες πληροφορίες και στοιχεία και ότι θα επικοινωνούσε μαζί τους μόλλις θα είχε στην κατοχή του τα απαραίτητα στοιχεία.  Οι Cunningham & Lindsey με επιστολή τους ημερ. 15.5.03 (Τεκμήριο 5) σημείωσαν λήψη της επιστολής - Τεκμ. 4 και επανέλαβαν ότι θα υπήρχε και απαίτηση για επιπρόσθετα στοιχεία που αφορούν τα λογιστικά έγγραφα του ενάγοντα.  Επανήλθαν στις 18.6.2003 με επιστολή τους προς το δικηγόρο του ενάγοντα (Τεκμήριο 6), ο οποίος εξ αρχής, ήδη με το Τεκμ. 4, είχε ζητήσει η επικοινωνία να γίνεται με το γραφείο του.  Σημειώνουν ότι δεν υπήρξε απάντηση και επικαλούμενοι τους όρους του ασφαλιστηρίου ζητούν λεπτομέρειες για τα μηχανήματα και τα εμπορεύματα, αντίγραφα λογαριασμών και άλλες πληροφορίες.  Στις 23.6.2003 ο δικηγόρος του ενάγοντα απέστειλε στους Cunningham & Lindsey ορισμένα έγγραφα (Τεκμήριο 15).

 

Ακολούθησε στις 22.7.2003 επιστολή, αυτή τη φορά των εναγομένων με τις ίδιες απαιτήσεις (Τεκμήριο 7).  Εκεί πλέον γίνεται ρητά λόγος για τον ορο 1(γ) που παρατίθεται αυτολεξεί μαζί με προειδοποίηση ότι σε περίπτωση παράλειψης εντός 15 ημερών η εταιρεία θα απέρριπτε την απαίτηση.   Ο δικηγόρος του ενάγοντα με επιστολή του ημερ. 5.8.2003 (Τεκμήριο 8) υποδεικνύει ότι στις 23.6.2003 είχε αποστείλει στους Cunningham & Lindsey διάφορα στοιχεία και έγγραφα που είχαν ζητήσει με την επιστολή τους ημερ. 29.4.2003.  Ενώ αρχικά προβάλλει τη θέση ότι ο πελάτης του συμμορφώθηκε πλήρως, στη συνέχεια λέγει ότι ο χρόνος των 15 ημερών δεν ήταν αρκετός και καταλήγει ότι ο πελάτης του προτίθετο να προσκομίσει όλα τα ζητούμενα στοιχεία.  Οι εναγόμενοι με νέα επιστολή τους ημερ. 28.8.2003 προς το δικηγόρο του ενάγοντα σημειώνουν ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση και έδωσαν παράταση μέχρι τις 10.9.2003 (Tεκμήριο 9).

 

Ο δικηγόρος του ενάγοντα με επιστολή του ημερ. 9.9.2003 (Τεκμήριο 10) πληροφορεί τους εναγόμενους ως εξής:

 

«Εν συνεχεία της μέχρι τώρα επικοινωνίας μας σας ενημερώνω ότι μέχρι την Παρασκευή 19.9.03 θα σας παραδώσω όλα τα στοιχεία που ζητήσατε.  Αντιλαμβάνομαι ότι έχει παρουσιαστεί κάποια καθυστέρηση και γι΄αυτό απολογούμαι.  Αυτή όμως οφείλεται στο γεγονός ότι μεσολάβησαν οι θερινές διακοπές και αντιμετωπίσαμε αντικειμενικά προβλήματα στο να συλλέξουμε έγκαιρα τις πληροφορίες που ζητήσατε.  Ευελπιστώ ότι θα δείξετε την απαιτούμενη κατανόηση.»

 

Οι εναγόμενοι με επιστολή τους προς τον ίδιο τον ενάγοντα πλέον, ημερ. 25.9.03 (Τεκμήριο 11) αφού αναφέρουν ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση ούτε και με την ημερομηνία που έταξε ο δικηγόρος του, τον πληροφορούν ότι «δεν έχουν άλλη επιλογή» από του να απορρίψουν την απαίτηση επικαλούμενοι τον όρο 10.  Στις 2.10.03 ο δικηγόρος του ενάγοντα χωρίς να αναφέρεται σ΄ αυτή την τελευταία επιστολή των εναγομένων τους αποστέλλει τα ζητηθέντα, όπως λέγει, στοιχεία (Τεκμήριο 16) τα οποία οι εναγόμενοι επέστρεψαν με επιστολή τους ημερ. 7.10.03 (Τεκμήριο 12) επαναλαμβάνοντας ότι είχαν απορρίψει ήδη την απαίτηση.  Οι άλλες επιστολές που ακολούθησαν (Τεκμήριο 13 και 14) έπονται του κρίσιμου χρόνου και περιέχουν ή επιβεβαιώνουν τις ήδη διαμορφωμένες θέσεις των μερών.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του,  απέρριψε την πρώτη υπεράσπιση, η οποία αφορούσε στον όρο 11.   Δέχθηκε όμως ότι ευσταθούσε η υπεράσπιση σε σχέση με τον όρο 1(γ).  Θεώρησε ότι η μη συμμόρφωση προς τον συγκεκριμένο όρο δεν συνιστούσε απλώς συμβατική παράβαση, αλλά και παράβαση καθήκοντος για δέουσα συνεργασία που απορρέει από την ίδια την φύση της Σύμβασης.  Έκρινε ότι, τέτοια παράβαση εξ΄ αντικειμένου πλήττει το θεμέλιο και τους σκοπούς μιας συναλλαγής που ενέχει χαρακτήρα ύψιστης εμπιστοσύνης.   Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Εφεσείοντος με έξοδα εις βάρος του.

 

Η Έφεση και η Αντέφεση

Ο Εφεσείων, με οκτώ λόγους έφεσης, προσβάλλει  την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε παράβαση του όρου 1(γ).

 

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι, με Αντέφεση, προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η απαίτηση του Εφεσείοντος δεν είχε παραγραφεί δυνάμει του όρου 11 του Ασφαλιστηρίου.

 

Νομική Πτυχή

Έχουμε την άποψη πως η αποδοχή από πλευράς Δικαστηρίου της αίτησης για εκδίκαση προδικαστικού σημείου δυνάμει της Δ.27  διαρκούσης της δίκης, παρά τη συγκατάνευση και της πλευράς του Εφεσείοντος, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Οι δισταγμοί που αρχικά εξέφρασαν οι δικηγόροι των διαδίκων, ήταν ορθοί. Το πρώτο νομικό σημείο φαίνεται να ήταν αμιγώς νομικό. Όχι όμως και το δεύτερο το οποίο κατά την άποψη μας δεν ήταν κατάλληλο για να ακουστεί προδικαστικά. Κατατέθηκε αλληλογραφία, αλλά δεν ήταν όλα τα γεγονότα παραδεκτά. Από την αλληλογραφία προκύπτουν στοιχεία που δείχνουν ότι ο Εφεσείων ισχυριζόταν ότι συμμορφώθηκε με την αρχική απαίτηση των Εφεσιβλήτων για παροχή στοιχείων. Όμως όταν του ζητήθηκαν περαιτέρω στοιχεία, τότε ζήτησε παράταση για να τα συλλέξει. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι ο Εφεσείων δεν είχε συμμορφωθεί ούτε με το αρχικό ούτε με το συμπληρωματικό αίτημα. Όμως δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αρκετή μαρτυρία για να διαφανεί σε ποιο βαθμό ο Εφεσείων συμμορφώθηκε με το αρχικό αίτημα. Στην επιστολή ημερομηνίας 23.6.08 του δικηγόρου του Εφεσείοντος,  επισυνάφθηκαν διάφορα έγγραφα, τα οποία θα έπρεπε να αξιολογηθούν κατά πόσο συνιστούσαν ή όχι συμμόρφωση.  Επομένως θα ήταν πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί από την αλληλογραφία που κατατέθηκε κατά πόσο ο Εφεσείων παρέβη τον όρο 1(γ). Όπως αναφέρθηκε στην Χ'' Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας  Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ 949, διαταγή δυνάμει της Δ.27 θ.1 για εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στην περίπτωση σημείου που το εγειρόμενο θέμα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου θα πρέπει να αποφασίζεται κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Η παρούσα περίπτωση κατά την άποψη μας δεν ήταν καθαρή περίπτωση.

 

Όμως ανεξάρτητα των πιο πάνω διαπιστώσεων μας θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα τον μοναδικό λόγο που εγείρεται με την αντέφεση, εφόσον αυτός άπτεται θέματος παραγραφής της απαίτησης.  Ανάλογα με το αποτέλεσμα θα προχωρήσουμε, αν παραστεί ανάγκη και στην εξέταση των λόγων έφεσης.

Η αντέφεση

Ο όρος 11 του Ασφαλιστηρίου προβλέπει ότι:

          «11 Παραγραφή Απαίτησης

Τα οφέλη δυνάμει του Ασφαλιστηρίου αυτού εκπίπτουν αναφορικά με οποιαδήποτε απαίτηση με την εκπνοή 12 μηνών από την ημερομηνία που συνέβη το γεγονός που αφορά ή σχετίζεται ή βασίζεται η ΖΗΜΙΑ ή  η Απαίτηση».

 

Με την παράγραφο 1 της Έκθεσης Υπεράσπισης οι Εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η απαίτηση των Εφεσειόντων έχει παραγραφεί δυνάμει του όρου 11, εφόσον έχουν παρέλθει πέραν των 12 μηνών από την ημερομηνία του συμβάντος.[1]

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την ένσταση έκρινε ότι:

«Εν προκειμένω ο υπό εξέταση όρος δεν ρυθμίζει συμφωνημένη παραίτηση από δικαίωμα καθορίζοντας τους όρους υπό τους οποίους θα εθεωρείτο ότι επέρχεται τέτοια παραίτηση, αλλά περιορίζει απόλυτα το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο με την παρέλευση και μόνο της προθεσμίας. Δεν πρόκειται για συμφωνηθείσα παραίτηση, αλλά για παραγραφή, όπως στο ασφαλιστήριο και στην υπεράσπιση των εναγομένων χαρακτηρίζεται, έξω από τα πλαίσια του περί Παραγραφής Αγωγών Νόμου (κεφ. 15) και για όρο που προσκρούει στις πρόνοιες του Άρθρου 28(1) του Κεφ. 149. Μάλιστα, θα μπορούσε να απολήξει σε απώλεια του αγώγιμου δικαιώματος ακόμα και εκκρεμούσης της αγωγής. Οπότε θα επρόκειτο για αθέμιτη παρέμβαση επί δικαιοδοσίας που ήδη ανέλαβε το Δικαστήριο. Έτσι δεν τίθεται μόνο θέμα παράβασης των προνοιών του Άρθρου 28(1), αλλά και παράβασης αρχών της δημόσιας πολιτικής».

Με την αντέφεση, οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) εσφαλμένα ερμήνευσε τις υποθέσεις Agathangelou v The Motor Union Insurance Co Ltd (1984) 1 C.L.R. 1 και Πιτταρά ν Cosmos (Cyprus) Insurance Co. Ltd (1998) 1 A.A.Δ 193 και (β) εσφαλμένα διαπίστωσε ότι ο όρος 11 του Ασφαλιστηρίου προσκρούει στις πρόνοιες του άρθρου 28 (1) του Κεφ. 149.[2]  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες είναι δεσμευτικές.

 

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα δεν αναφέρθηκε καθόλου στο θέμα που εγείρεται με την αντέφεση.

 

Η Αντέφεση δεν ευσταθεί. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ο συγκεκριμένος όρος περιορίζει κατά τρόπο απόλυτο το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και ότι δεν πρόκειται για συμφωνηθείσα παραίτηση δικαιωμάτων. Στην υπό εκδίκαση έφεση, ο όρος 11 προέβλεπε απόλυτα ότι όλα «τα οφέλη» εκπίπτουν με την εκπνοή 12 μηνών «από το συμβάν». Οι  υποθέσεις Agathangelou και Πιτταρά, ανωτέρω, δεν βοηθούν, γιατί εκεί οι όροι ήταν διαφορετικοί. Προέβλεπαν ότι εάν ο ασφαλισμένος δεν εγείρει αγωγή μέσα σε 3 μήνες «από της απόρριψης της απαίτησης», όλα τα οφέλη δυνάμει του ασφαλιστηρίου, εκπίπτουν. Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην αγγλική υπόθεση Walker v Penine Insurance Co. (1980) 2 Lloyd´s Rep. 156 στην οποία υπήρχε όρος ότι η απαίτηση του ασφαλισμένου θα θεωρείτο ότι εγκαταλείφθηκε και όλα τα οφέλη θα εκπίπτουν σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν εγείρει αγωγή «μέσα σε 12 μήνες από την απόρριψη της απαίτησης» του από την ασφαλιστική εταιρεία. Το Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαιώνοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τον όρο νόμιμο και απέρριψε την έφεση του ασφαλισμένου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο όρος ότι όλα τα οφέλη εκπίπτουν μετά πάροδο 12 μηνών «από το συμβάν», ανεξάρτητα περιστάσεων, είναι τόσο γενικός, απόλυτος και τόσο περιοριστικός των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, που δεν μπορεί παρά να είναι άκυρος.  Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ο όρος θα μπορούσε να απολήξει σε απώλεια ωφελημάτων ακόμη και εκκρεμούσης της αγωγής. Κατά την άποψη μας ο όρος 11, με τον πολύ ευρύ τρόπο που είναι διατυπωμένος, στην ουσία αποσκοπεί στον απόλυτο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, παρά στην παραίτηση του Εφεσείοντος από τα δικαιώματα που έχει δυνάμει του Νόμου.

 

Η Έφεση

Με την αποτυχία της αντέφεσης θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης.  Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τους όρους 1(γ) και 10, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η έφεση:

«Όροι Απαιτήσεων

 

1.       Ενέργειες του Ασφαλισμένου

Σε περίπτωση οποιουδήποτε περιστατικού εξαιτίας του οποίου είναι δυνατό να εγερθεί απαίτηση με βάση το Ασφαλιστήριο αυτό, ο Ασφαλισμένος υποχρεούται:

(α) ...........

(β) ...........

(γ) οποτεδήποτε του ζητηθεί από την Εταιρεία, με έξοδα του, να παρουσιάζει, προσκομίζει, εφοδιάζει και δίδει στην Εταιρεία κάθε συμπληρωματική λεπτομέρεια, σχέδια, προδιαγραφές, βιβλία, αποδείξεις, τιμολόγια, διπλότυπα ή αντίγραφα τους, έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την απαίτηση και την προέλευση και αιτία της ΖΗΜΙΑΣ και περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψε η ΖΗΜΙΑ και σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την ευθύνη ή το ποσοστό της ευθύνης της εταιρείας, όπως λογικά μπορεί να ζητηθεί από ή εκ μέρους της εταιρείας, συνοδευόμενα από ένορκη δήλωση ή άλλο τύπο που καθορίζεται από τη Νομοθεσία αναφορικά με το αληθές της απαίτησης και οποιωνδήποτε γεγονότων που σχετίζονται με αυτή.

 

10. Συμμόρφωση με Όρους Απαιτήσεων

Η μη συμμόρφωση του Ασφαλισμένου με οποιοδήποτε από τους Όρους Απαιτήσεων απαλλάσσει την Εταιρεία από κάθε ευθύνη να προβεί σε πληρωμή δυνάμει του Ασφαλιστηρίου».

 

 

1ος και 3ος  λόγος έφεσης

Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερομηνίας 29.4.03 (Τεκμ. 3), ζήτησαν διάφορα στοιχεία για το περιεχόμενο του καταστήματος του Εφεσείοντος.   Στις 8.5.03 ο δικηγόρος του Εφεσείοντος με επιστολή του, Τεκμ 4, πληροφορεί τους Εφεσίβλητους ότι ο πελάτης του προβαίνει στα απαραίτητα διαβήματα για να εξασφαλίσει τις πληροφορίες και στοιχεία που ζήτησαν και θα επικοινωνήσει ξανά μαζί τους μόλις έχει στην κατοχή του τα απαραίτητα στοιχεία. Στις 18.6.03 οι Εφεσίβλητοι ζήτησαν  επιπρόσθετα στοιχεία. Στις 23.6.03 ο δικηγόρος του Εφεσείοντος με επιστολή του, Τεκμ. 15, απέστειλε στους Εφεσίβλητους διάφορα στοιχεία που ζήτησαν, όπως το σχέδιο του καταστήματος με τα σημεία στα οποία υπήρχαν εμπορεύματα μαζί με σχετικό επεξηγηματικό κατάλογο με τα ονόματα των εμπορευμάτων. Επίσης επισύναψε Καταστάσεις Κερδοζημιών  για την περίοδο 1999-2002  και τέσσερα παραρτήματα με το Ισοζύγιο Πληρωμών για τα έτη 1999-2002. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος  αναφέρει σαν κατακλείδα  στην επιστολή του ότι αναμένει από τους Εφεσίβλητους να επικοινωνήσουν μαζί του «με σκοπό την διευθέτηση κοινής συνάντησης».  Στις 22.7.03,  οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους, Τεκμ.7, επικοινώνησαν  με τον ίδιο τον Εφεσείοντα και όχι με τον δικηγόρο του, όπως τους ζήτησε ο τελευταίος.  Με την πιο πάνω επιστολή τους, Τεκμ.7, οι Εφεσίβλητοι παραδόξως δεν αναφέρονται στην προηγούμενη αλληλογραφία επί του θέματος αλλά απλώς επαναλαμβάνουν το αίτημα τους για παροχή στοιχείων.  Αυτή τη φορά αναφέρθηκαν και στις υποχρεώσεις του Εφεσείοντος να συμμορφωθεί με τον όρο 1(γ) του Ασφαλιστηρίου μέσα σε 15 μέρες. Στην επιστολή του ημερομηνίας  5.8.03, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος,  αν και ισχυρίζεται  ότι συμμορφώθηκε στο αρχικό αίτημα, ζήτησε χρόνο για να δώσει και τις επιπρόσθετες  λεπτομέρειες που ζητούσαν οι Εφεσίβλητοι. Δόθηκε παράταση μέχρι 10.9.2003, τεκμήριο 9.  Ο Εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί και φαίνεται ότι οι Εφεσίβλητοι δέχτηκαν, έστω και σιωπηρά να δώσουν περαιτέρω παράταση μέχρι 19.9.2003, όπως ζήτησε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος με την επιστολή του ημερομηνίας 9.9.2003.  Όμως, επειδή οι Εφεσίβλητοι δεν πήραν τα πρόσθετα στοιχεία, με την επιστολή τους ημερομηνίας 25.9.03 (Τεκμ. 11), απέρριψαν την απαίτηση του.

 

Πρωτοδίκως, η ευπαίδευτη  δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστήριξε ότι εφόσον στον όρο 1(γ) δεν καθορίζεται ο τρόπος συμμόρφωσης και εφόσον τα μέρη ουδέποτε καθόρισαν εκ συμφώνου τέτοιο χρόνο, η συμμόρφωση θα έπρεπε να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο και κατά συνέπεια, οι προθεσμίες που έθεσαν μονομερώς οι Εφεσίβλητοι με τις επιστολές τους, δεν έχουν από μόνες τους ισχύ.  Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων υποστηρίζει ότι η υποχρέωση του ασφαλισμένου ανακύπτει «οποτεδήποτε του ζητηθεί». Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο χρόνος καθορίστηκε εκ συμφώνου και ήταν η 19.9.2003. 

 

Ο Εφεσείων αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη.  Θεωρεί ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε βρει ότι η συμμόρφωσή του θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο. 

 

Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι παρά την κατατεθείσα αλληλογραφία, δεν υπήρχε συναντίληψη των μερών για το θέμα της συμμόρφωσης  και του χρόνου συμμόρφωσης, πράγμα που καθιστούσε την προδικαστική διαδικασία ατελέσφορη.  Αυτό είναι έκδηλο από τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 5 της Απάντησης στην Υπεράσπιση.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 1(γ) σε συνάρτηση με τον χρόνο που καθορίστηκε για παράδοση των στοιχείων, αποτελούσε «αναιρετικό όρο»  condition precedent»), έναντι οποιασδήποτε ευθύνης των Εφεσίβλητων και ότι μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να αποποιηθούν της οποιασδήποτε ευθύνης τους.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται ότι ο Εφεσείων ουδέποτε συμφώνησε να καταστήσει είτε τον όρο 1(γ) είτε τον χρόνο συμμόρφωσης αναιρετικό  όρο της σύμβασης.  Ο συγκεκριμένος όρος, είπε,  θα έπρεπε να θεωρηθεί ως όρος της σύμβασης και σε περίπτωση που ο Εφεσείων δεν συμμορφωνόταν μέσα σε εύλογο χρόνο, τότε οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα είτε να τερματίσουν είτε να απορρίψουν την απαίτηση του Εφεσείοντα σύμφωνα με το Νόμο. 

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, υποστηρίζει ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τον όρο 1(γ) ως αναιρετικό όρο.  Προς υποστήριξη της θέσης της υπέδειξε ότι σύμφωνα με τον όρο 2 των Γενικών Όρων του Ασφαλιστηρίου «η πιστή τήρηση και συμμόρφωση με τους Όρους του Ασφαλιστηρίου σε οτιδήποτε οφείλει να πράξει ο ασφαλισμένος συνιστούν ανατρεπτικές αιρέσεις ή όρους προηγούμενους (conditions precedent) για τυχόν ευθύνη της Εταιρείας για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού δυνάμει του Ασφαλιστηρίου αυτού».   Επίσης, επικαλέστηκε από τους « Όρους Απαιτήσεων», τον Όρο 10 ο οποίος διαλαμβάνει ότι « ..  η μη συμμόρφωση του Ασφαλισμένου με οποιοδήποτε από τους Όρους Απαίτησης απαλλάσσει την εταιρεία από κάθε ευθύνη να προβεί σε πληρωμή δυνάμει του Ασφαλιστηρίου».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελίδες 13-14 της απόφασης του, κατέληξε στα εξής: 

«Έτσι το επόμενο ερώτημα αφορά τη φύση του όρου 1(γ) η οποία καθορίζει και τις συνέπειες από την παράβαση του.  Το θέμα συζητείται στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, Specific Contracts, 26η έκδοση, παρ. 4249, 4250 και 4260 με αναφορά στις ασφαλιστικές συμβάσεις.  Σημειώνεται ότι σε αυτές περιλαμβάνονται όροι αναβλητικοί της ευθύνης του ασφαλιστή, δηλαδή όροι των οποίων η μη εκπλήρωση από τον ασφαλισμένο παρέχουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποποιηθεί την ευθύνη του (condition precedent) και όροι των οποίων η παράβαση από τον ασφαλισμένο παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει αποζημιώσεις τηρουμένης κατά τ΄ άλλα της  ευθύνης του για πληρωμή (stipulations, terms).  Καθοριστική είναι η πρόθεση των μερών όπως προκύπτει από το λεκτικό της σύμβασης.  Ο χαρακτηρισμός ενός όρου ως «condition precedent» ή, όπως εν προκειμένω ως «όρου της απαίτησης» δεν είναι κατ΄ ανάγκη καθοριστικός, αλλά η χρήση τέτοιας ορολογίας ή η αναφορά ότι σε περίπτωση μη εκπλήρωσης του όλα τα οφέλη από τη σύμβαση θα απωλεσθούν, καταδεικνύει ότι η πρόθεση των μερών ήταν να τον καταστήσουν αναβλητικό όρο.  Πιο συγκεκριμένα, ένα όρος ο οποίος αφορά σε ζητήματα που έπονται της απώλειας, όπως είναι η ειδοποίηση και η απόδειξη της απώλειας, είναι συνήθως όρος αναβλητικός της ευθύνης του ασφαλιστή.  Εν προκειμένω ο όρος 1(γ) είναι τέτοιας φύσης και βρίσκεται στο μέρος που φέρει τίτλο «Όροι απαιτήσεων».  Περιπλέον ορίζεται ρητά, στον όρο 10, ως συνέπεια της μη συμμόρφωσης η απαλλαγή του  ασφαλιστή από την ευθύνη να πληρώσει.»

 

 

 Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα.     

 

     Σε συνήθεις συμβάσεις οι όροι διαχωρίζονται σε ουσιώδεις όρους οι οποίοι αναφέρονται σε ζωτικό μέρος της σύμβασης (conditions), παράβαση των οποίων δίδει στο αθώο μέρος το δικαίωμα τερματισμού και σε απλούς όρους (warranties) οι οποίοι δίδουν το δικαίωμα σε αποζημιώσεις.

Σε ασφαλιστικές συμβάσεις, λόγω του κινδύνου υποβολής ψευδών απαιτήσεων, συνήθως περιλαμβάνονται όροι οι οποίοι τείνουν να προστατεύουν τους ασφαλιστές από απάτη.   Γι΄ αυτό τα ασφαλιστικά συμβόλαια περιλαμβάνουν όρους που θέτουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στον ασφαλισμένο, ώστε ο ασφαλιστής να έχει πλήρη γνώση του κινδύνου που αναλαμβάνει, αλλά και του συμβάντος σε περίπτωση υποβολής απαίτησης. 

 

Πολλοί από αυτούς τους όρους σε ασφαλιστικές συμβάσεις, ονομάζονται αναιρετικοί όροι,  (conditions precedent) λόγω της σημασίας τους. Ορισμένοι σχετίζονται με την ισχύ της σύμβασης, οπότε παραβίασή τους έχει ως αποτέλεσμα η σύμβαση να θεωρείται ακυρώσιμη από την αρχή, π.χ. στη περίπτωση παραπλάνησης του ασφαλιστή, σχετικά με το μέγεθος του κινδύνου που αναλαμβάνει. Άλλοι σχετίζονται με θέματα που συνήθως προκύπτουν μετά τη σύναψη της σύμβασης, αλλά προτού συμβεί οποιαδήποτε απώλεια, π.χ. όροι που τείνουν να περιορίσουν την αύξηση του κινδύνου. Τέτοιου είδους παράβαση καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη από την αρχή της διαπίστωσης της παράβασης. Υπάρχουν και όροι που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μερών μετά που θα προκληθεί η απώλεια ή η ζημιά σε σχέση με τη περιουσία που ασφαλίζεται, π.χ. όροι που περιλαμβάνουν υποχρέωση να παρασχεθούν λεπτομέρειες και αποδεικτικά στοιχεία στον ασφαλιστή, όπως είναι και η παρούσα περίπτωση. Παράβαση ενός τέτοιου όρου συνήθως δεν επηρεάζει την ισχύ του συμβολαίου, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει ευθύνη για τη συγκεκριμένη απαίτηση, αν επιθυμεί. Τέτοιοι όροι κατά κανόνα θεωρούνται από τα Ασφαλιστικά Συμβόλαια, ως όροι -προϋπόθεση για αποζημίωση ή αναιρετικοί όροι του δικαιώματος αποζημίωσης. Βέβαια τα Δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τους χαρακτηρισμούς των όρων στη σύμβαση.  Από την Αγγλική νομολογία προκύπτει ότι παράβαση τέτοιων όρων, οι οποίοι σε ορισμένες αποφάσεις χαρακτηρίζονται ως "innominate terms", αντί ως "conditions precedent" δεν είναι βέβαιο ότι οδηγούν αυτόματα σε δικαίωμα ακύρωσης της σύμβασης, αλλά απλώς σε αναστολή του δικαιώματος για αποζημίωση. [3]Συνήθως αποφασίζει το Δικαστήριο αν η παράβαση ενός τέτοιου όρου έχει τόσο σοβαρές συνέπειες, ώστε να δικαιολογείται ο ασφαλιστής να ακυρώσει ολόκληρη τη σύμβαση και να αρνηθεί να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο π.χ όταν διαπιστώνεται παράβαση όρου που περιλαμβάνει υποχρέωση να ειδοποιηθεί ο ασφαλιστής αμέσως μετά το συμβάν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο συγκεκριμένος όρος, αφορούσε την παροχή λεπτομερειών για τη ζημιά μετά το συμβάν, και όχι για την ανάληψη του κινδύνου πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης.   Πρόκειται για όρο ο οποίος αφορά στην διαδικασία εξέτασης της απαίτησης του ασφαλισμένου.  Γι' αυτό εξάλλου περιλαμβάνεται και στο μέρος του ασφαλιστηρίου που φέρει τίτλο «Όροι Απαιτήσεων». Παράβαση ενός τέτοιου όρου  δεν μπορεί να έχει τις ίδιες επιπτώσεις με αναιρετικό όρο,  με την έννοια που αναφέραμε ότι αναιρεί χωρίς άλλο την ευθύνη του ασφαλιστή και οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης.  Όπου διαπιστώνεται παράβαση  όρου για παροχή λεπτομερειών, εκείνο που συμβαίνει, είναι ότι οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή, αναστέλλονται μέχρι να υπάρξει συμμόρφωση. Γι' αυτό ακριβώς και ο όρος 10, ο οποίος φέρει τίτλο «Συμμόρφωση με όρους Απαιτήσεων», δεν καθιστά τον όρο αναιρετικό, αλλά απλώς απαλλάσσει τους Εφεσίβλητους από την ευθύνη να πληρώσουν. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού αποφασίσει για τη νομιμότητα της «αποκήρυξης της υποχρέωσης» [4]των Εφεσίβλητων για πληρωμή, θα έπρεπε να είχε εξετάσει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Στον όρο 1(γ) δεν καθοριζόταν συγκεκριμένος χρόνος συμμόρφωσης, επομένως θα έπρεπε να αποφασιστεί κατά πόσον ο χρόνος που τελικά ετάχθη ή που συμφωνήθηκε (19.9.03) ήταν ουσιώδους σημασίας ή όχι. Δεν συμφωνούμε με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ακόμη και η μη συμμόρφωση μέσα στο χρόνο της παράτασης που δόθηκε, αναπόφευκτα οδηγεί σε παράβαση η οποία δίδει το δικαίωμα αποκήρυξης της υποχρέωσης για πληρωμή, χωρίς προηγουμένως να καταστεί ο χρόνος ουσιώδους σημασίας. Ακόμη, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασίσει για την πρόθεση του Εφεσείοντος να συμμορφωθεί, αν πράγματι δεν είχε συμμορφωθεί. Από την ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθείσα αλληλογραφία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι ο Εφεσείων είχε κάθε πρόθεση να συμμορφωθεί, απλώς αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες στην περισυλλογή των πρόσθετων στοιχείων που ζητήθηκαν. Πρόκειται για θέμα σημαντικό το οποίο θα έπρεπε να είχε αποφασιστεί, προτού υπάρξει κατάληξη για την νομιμότητα και το εύλογο της απόφασης των Εφεσιβλήτων να απορρίψουν την απαίτηση δυνάμει του όρου 10.

 

Από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα εύλογου χρόνου, τότε η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για εκδίκαση στο προδικαστικό στάδιο δυνάμει της Δ.27, αφού θα πρέπει να διακριβωθεί το εύλογο του χρόνου ως πραγματικό ζήτημα δυνάμει του άρθρου 46 του Κεφ. 149.

 

Είναι φανερό από την εξέταση του 1ου και 3ου  λόγου έφεσης, ότι η έφεση θα πρέπει να πετύχει και η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικαστεί. Ενόψει τούτου θεωρούμε αχρείαστο και άσκοπο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.  Η έφεση επιτυγχάνει με €2500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.  Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή παραμερίζεται. Η υπόθεση να τεθεί προς εκδίκαση  ενώπιον άλλου Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                               Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΑΙ



[1] Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ως ημερομηνία του συμβάντος τις 6.3.2003 (βλ. σελ. 2 και 7 της πρωτόδικης απόφασης) ενώ από τα παραδεκτά έγγραφα που κατατέθηκαν, η πυρκαγιά φαίνεται να συνέβη την 21.4.2003. Όμως η διαφορά δεν επηρεάζει την ουσία της προδικαστικής ένστασης, εφόσον η προθεσμία των 12 μηνών συμπληρώνετε ούτως ή άλλως, αφού η αγωγή καταχωρίστηκε στις 22.2.05 δηλαδή μετά παρέλευση 22 μηνών.

[2] Το άρθρο 28(1) προβλέπει ότι: «Κάθε συμφωνία, στο μέτρο που περιορίζει απόλυτα την ελευθερία οποιουδήποτε από τα μέρη προς επιβολή των δικαιωμάτων αυτού δυνάμει ή σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση, μέσω των συνήθων δικαστικών μέτρων, ή στο μέτρο που περιορίζει την προθεσμία της επιβολής των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι άκυρη».

[3] Alfred McAlpine plc v BAI (Run off) Ltd (2000) Lloyd´s Rep I.R. 352.

[4] Βλ. σελ. 20 της πρωτόδικης απόφασης


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο