ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 96
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.11861)
1 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
POLY G. KNITWEAR LTD,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ΚΑΙ
1. ΕΦΟΡΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (LOUKOS TRADING CO. LIMITED),
2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.
_________________________
Δ. Ανδρέου (κα.), για την Εφεσείουσα.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή τους οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξίωσαν ποσό Λ.Κ.14.735.- από την πρώτη εναγόμενη-πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία, ως χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο οφειλόταν από την πρώτη εφεσίβλητη στην εφεσείουσα και το οποίο η πρώτη εφεσίβλητη ανεγνώρισε και αποδέχτηκε. Διαζευκτικά με την αγωγή της η εφεσείουσα αξίωσε από την πρώτη εφεσίβλητη ως πρωτοφειλέτιδα και από τον δεύτερο εφεσίβλητο ως εγγυητή το προαναφερόμενο ποσό δυνάμει επτά συναλλαγματικών.
Στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης αναγράφεται ότι στις 16.11.1993 οι εναγόμενοι 1 (εφεσίβλητοι 1) υπό την προσωπική εγγύηση του εναγόμενου 2 (εφεσίβλητου 2) εξέδωσε και απεδέχθη προς όφελος της ενάγουσας επτά συγκεκριμένες συναλλαγματικές οι οποίες, κατά την ακροαματική διαδικασία, κατατέθηκαν ως τεκμήρια 1-7.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία άκουσε δύο μάρτυρες, ένα για την εφεσείουσα και ένα για τους εφεσίβλητους. Ο μάρτυρας της εφεσείουσας ήταν ο κ. Ευστάθιος Πολυκράτης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε στην μαρτυρία του ότι τα τεκμήρια 1-7 τα ετοίμασε η Τράπεζα της εφεσείουσας και τα υπέγραψε ο εφεσίβλητος 2 υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας καθώς και υπό την προσωπική του ιδιότητα ως εγγυητής της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας. Μάρτυρας των εφεσιβλήτων ήταν ο δεύτερος εφεσίβλητος, ο κ. Λουκής Παπαχριστοφόρου, ο οποίος στη μαρτυρία του συμφώνησε σε βασικά σημεία με τον μάρτυρα της εφεσείουσας, σε άλλα όμως σημεία έδωσε διαφορετική εκδοχή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή την ενώπιόν του μαρτυρία και δέχθηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσείουσας ενώ απέρριψε εκείνη των εφεσιβλήτων εκεί όπου αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Επαφίετο στο πρωτόδικο δικαστήριο να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων που παρέλασαν ενώπιον του και εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπραξε το καθήκον του σ΄ αυτό τον τομέα χωρίς οποιοδήποτε λάθος.
Με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα τεκμήρια 1-7 εκδόθηκαν από την εφεσείουσα και τα αποδέχθηκε η εφεσίβλητη 1 με την προσωπική εγγύηση του εφεσίβλητου 2. Όμως από τα τεκμήρια 1-7 προκύπτει, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι απουσιάζει η υπογραφή του εκδότη, δηλαδή της εφεσείουσας, ενώ οι μόνες υπογραφές που υπάρχουν σ΄ αυτά είναι η υπογραφή του εφεσίβλητου 2 ως Διευθυντή της εφεσίβλητης 1 και η υπογραφή του εφεσίβλητου 2 ως εγγυητή.
Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο διεπίστωσε ότι από την αγωγή της εφεσείουσας προέκυπταν δύο αγώγιμα δικαιώματα: (α) χρεωστικό υπόλοιπο υπέρ της εφεσείουσας και εις βάρος της εφεσίβλητης 1 και (β) συναλλαγματικές προς όφελος της εφεσείουσας και εις βάρος και των δύο εφεσιβλήτων, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προαναφερόμενα έγγραφα δεν συνιστούσαν συναλλαγματικές υπό την έννοια του Νόμου και επομένως δεν μπορούσε να βασιστεί σ΄ αυτές οποιαδήποτε νόμιμη υποχρέωση της πρώτης εφεσίβλητης προς όφελος της εφεσείουσας. Επίσης έκρινε ότι εφόσον τα προαναφερόμενα έγγραφα δεν συνιστούσαν συναλλαγματικές η εγγύηση του εφεσίβλητου 2 ήταν άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εις βάρος της πρώτης εφεσίβλητης για ποσό Λ.Κ.14.735.-, ως υπόλοιπο λογαριασμού, με νόμιμο τόκο και έξοδα και απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με έξοδα υπέρ του.
Με την έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της κατάληξης του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι τα τεκμήρια 1-7 δεν αποτελούν συναλλαγματικές και συνεπώς ότι η εγγύηση του εφεσίβλητου 2 είναι άκυρη. Η εφεσείουσα επίσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου 2 και λέγει ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο τα προαναφερόμενα έγγραφα συνιστούσαν χρεωστικά ομόλογα και/ή έγγραφα αναγνώρισης χρέους, όπως διαζευτικά αναγραφόταν στην έκθεση απαίτησης. Κατ΄ επέκταση λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την εγκυρότητα της εγγύησης του εφεσίβλητου 2 σε περίπτωση που τα τεκμήρια 1-7 συνιστούσαν χρεωστικά ομόλογα ή έγγραφα αναγνώρισης χρέους.
Με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία η πρώτη εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα ποσό Λ.Κ.14.735.- ως χρεωστικό υπόλοιπο. Επίσης με την αντέφεση προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο των κατατεθέντων τεκμηρίων.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι άμεμπτα και ότι η κατάληξη του πως η πρώτη εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα το προαναφερόμενο ποσό, ως υπόλοιπο χρεωστικού λογαριασμού, το οποίο μάλιστα η πρώτη εφεσίβλητη αναγνώρισε, είναι απόλυτα ορθή. Κρίνουμε επίσης ότι η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι τα τεκμήρια 1-7 δεν συνιστούσαν συναλλαγματικές εν τη εννοία του Νόμου είναι επίσης ορθή. Ορθή είναι και η κατάληξη του δικαστηρίου πως, δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα τεκμήρια δεν συνιστούν συναλλαγματικές, η υπογραφή σ΄ αυτές του εφεσίβλητου 2, ως εγγυητή της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, που ήταν ο υποτιθέμενος αποδέκτης των υποτιθέμενων συναλλαγματικών, ήταν χωρίς νομική σημασία. Δεν υπήρχε, κατά την εκτίμησή μας, λόγος να εξετάσει το πρωτόδικο δικαστήριο τα προαναφερόμενα έγγραφα περαιτέρω για να καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο συνιστούσαν χρεωστικά ομόλογα ή έγγραφη αναγνώριση χρέους. Τα προαναφερόμενα τεκμήρια παρουσιάστηκαν από την εφεσείουσα ως συναλλαγματικές και αναγράφεται σ΄ αυτά ότι πρόκειται για συναλλαγματικές (Β/Ε, δηλαδή Bills of Exchange). Είναι προφανές ότι η εγγύηση του δεύτερου εφεσίβλητου στα τεκμήρια 1-7 είναι εγγύηση στις υποτιθέμενες συναλλαγματικές και όχι εγγύηση σε οποιοδήποτε χρεωστικόν ομόλογο ή σε οποιαδήποτε αναγνώριση χρέους. Δεν υπάρχει, στην προκείμενη περίπτωση, ούτε χρεωστικόν ομόλογο ούτε έγγραφη αναγνώριση χρέους, εκ μέρους οιουδήποτε (και συγκεκριμένα της πρώτης εφεσίβλητης) και επομένως δεν τίθεται ζήτημα έγκυρης εγγύησης σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από τις υποτιθέμενες συναλλαγματικές (Δέστε: το άρθρον 84 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149).
Επομένως το μόνο θέμα που έπρεπε να απασχολήσει τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, αναφορικά με τα τεκμήρια 1-7, ήταν το κατά πόσο αυτά συνιστούσαν συναλλαγματικές εν τη εννοία του Νόμου.
Στο άρθρο 3(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, όπως τροποποιήθηκε, αναγράφεται ότι συναλλαγματική είναι η χωρίς όρους έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογραμμένη από το πρόσωπο που τη δίδει (δική μας η υπογράμμιση), η οποία απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να πληρώσει επί τη εμφανίσει ή σε ορισμένο ή καθορισμένο μελλοντικό χρόνο ορισμένο ποσό χρημάτων σε καθορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή καθορισμένου προσώπου ή στον κομιστή. Στη δεύτερη παράγραφο του προαναφερόμενου άρθρου 3 αναγράφεται πως έγγραφο που δε πληρεί τους προαναφερόμενους όρους ή το οποίο διατάζει όπως γίνει οποιαδήποτε πράξη επιπρόσθετα προς την πληρωμή χρημάτων, δεν αποτελεί συναλλαγματική.
Στην υπόθεση Samoa Clothing Industry Ltd v. Ταμείου Προνοίας Εργατοϋπαλλήλων Βιομηχανίας Ειδών Ένδυσης και Υπόδησης Κύπρου, Π.Ε. 11523/21.12.2004 το Εφετείο τόνισε ότι η μόνη υπογραφή που απαιτείται σε μια συναλλαγματική είναι αυτή του εντολέα. Εφόσον η συναλλαγματική δεν εξοφληθεί με την παρουσίαση της ο ίδιος ο εντολέας είναι υπεύθυνος για την εξόφληση της ανάλογα με το περιεχόμενο της.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές πως ο εκδότης των προαναφερόμενων υποτιθέμενων συναλλαγματικών (τεκμηρίων 1-7), δηλαδή ο εντολέας ήταν η εφεσείουσα εταιρεία. Αποδέκτης ήταν η πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία και εγγυητής ο δεύτερος εφεσίβλητος. Υπάρχουν υπογραφές της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, ως αποδεκτή και του δεύτερου εφεσίβλητου, ως εγγυητή, όμως σε κανένα μέρος των εγγράφων αυτών δεν υπάρχει, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, υπογραφή των εκδοτών, δηλαδή των εντολέων, δηλαδή της εφεσείουσας. Ως εκ τούτου τα προαναφερόμενα έγγραφα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως έγκυρες συναλλαγματικές με την προαναφερόμενη έννοια του Νόμου και κατά συνέπεια και η εγγύηση του δευτέρου εφεσιβλήτου σ΄ αυτές δεν μπορούσε να είναι έγκυρη, όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης και αντέφεσης ευσταθεί και επομένως η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας και των εφεσιβλήτων αντίστοιχα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.