ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 2005
10 Δεκεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
3. ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1,3 & 4,
ν.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11329)
Δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή ― Έκδοση απόφασης για απαίτηση πέραν των £25.000 από Επαρχιακό Δικαστή με δικαιοδοσία σε απαιτήσεις μέχρι £25.000 ― Παραμερίσθηκε κατ' έφεση και διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο ― Το θέμα της δικαιοδοσίας διέπεται από το Άρθρο 22(3)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ. 14/60 (όπως έχει τροποποιηθεί) και το Άρθρο 22(5) του ιδίου νόμου.
Η εφεσίβλητη κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων ζητώντας £17.072,16 ως καθυστερημένα ενοίκια, τόκους για τις καθυστερημένες δόσεις και την επιστροφή και πώληση του πετρελαιοκίνητου οχήματος το οποίο η εφεσίβλητη συμφώνησε να ενοικιάσει με σύστημα ενοικιαγοράς στον 1ον εφεσείοντα, σύμφωνα με έγγραφο ενοικιαγοράς ημερομηνίας 29.10.1991.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων δηλώθηκε ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε £28.701,86 με τη μη αποδοχή εκ μέρους του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι στο εν λόγω ποσό δεν περιλαμβανόταν ανατοκισμός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για £12.550 πλέον 9% τόκο από 29.10.1991 μέχρι εξόφλησης με την επιφύλαξη ότι ο τόκος δεν θα υπερέβαινε το αρχικό χρέος των £12.550,00.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία λόγω του συνολικού ποσού το οποίο απαιτούσε η εφεσίβλητη. Το θέμα δικαιοδοσίας δεν ηγέρθη ως επίδικο θέμα στα δικόγραφα.
Αποφασίστηκε ότι:
Ανεξάρτητα από την επιφύλαξη των εφεσειόντων ότι το ποσό των £28.701,86 μπορούσε να περιέχει ανατοκισμένες χρέωσεις, η κοινή δήλωση ότι το απαιτούμενο ποσό υπερέβαινε το ανώτατο όριο των £25.000 που μπορούσε να διεκδικηθεί, έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση να διακόψει τη διαδικασία. Η ύπαρξη ή όχι ανατοκισμού θα έπρεπε να απασχολήσει το Δικαστήριο το οποίο θα εξέταζε την απαίτηση που υπερέβαινε τις £25.000.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Εκδόθηκε διαταγή όπως τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα έξοδα της έφεσης αποτελέσουν έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους 1,3 & 4 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Αρ. Αγ. 485/95) ημερομηνίας 17/1/02 με την οποία επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας τράπεζας και εναντίον των εναγομένων ποσό £12.550,- πλέον τόκο 9% μέχρις εξόφλησης για ποσό οφειλόμενο προς αυτή δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς αυτοκινήτου από τον εναγόμενο 1 με την εγγύηση των εναγομένων 2,3 και 4 και το οποίο οι εναγόμενοι παρέλειψαν να πληρώσουν λόγω μη καταβολής των μηνιαίων δόσεων από 29/11/91 - 29/1/95 και με την οποία απέρριψε την ανταπαίτηση των εναγομένων για διάταγμα με το οποίο το έγγραφο ενοικιαγοράς θα κηρυσσόταν άκυρο.
Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Καλλένου για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με τις πρόνοιες εγγράφου ενοικιαγοράς ημερομηνίας 29/10/1991 η εφεσίβλητη συμφώνησε να ενοικιάσει με σύστημα ενοικιαγοράς στον 1ον εφεσείοντα με την εγγύηση των εφεσειόντων 2, 3 και 4, το υπ' αρ. ΤΑΒΚ 806 πετρελαιοκίνητο όχημα τύπου Mini bus έναντι του ποσού των £17.072,16. Το πιο πάνω ποσό θα πληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις £355,67. Επειδή ο 1ος εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις από 29/11/1991 έως 29/1/1995 που ανέρχονταν σε £13.871,13, πλέον τόκους, η εφεσίβλητη προέβη στις 10/2/1995 στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον των εφεσειόντων ζητώντας £17.072,16 ως καθυστερημένα ενοίκια, τόκους για τις καθυστερημένες δόσεις και την επιστροφή και πώληση του υπ' αρ. ΤΑΒΚ 806 οχήματος.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι δεν είχαν ευθύνη καταβολής του απαιτούμενου ποσού γιατί, μεταξύ άλλων, το όχημα ΤΑΒΚ 806 δεν αποτελούσε ιδιοκτησία της εφεσίβλητης και γιατί αυτό καταστράφηκε από πυρκαγιά λόγω ελαττωματικής κατασκευής. Προς τούτο ανταπαίτησαν την έκδοση διατάγματος με το οποίο το έγγραφο ενοικιαγοράς θα κηρυττόταν άκυρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τόσο την προφορική μαρτυρία όσο και την έγγραφη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για £12.550,00, πλέον 9% τόκο από 29/10/1991 μέχρι εξόφλησης, με την επιφύλαξη ότι ο τόκος δεν θα υπερέβαινε το αρχικό χρέος των £12.550,00. Ταυτόχρονα απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους.
Ένας από τους λόγους έφεσης αναφέρεται σε κατ' ισχυρισμό έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου λόγω του συνολικού ποσού το οποίο απαιτούσε η εφεσίβλητη. Πιο συγκεκριμένα η απαίτηση, όπως αυτή καθοριζόταν στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ήταν £17.072,16, πλέον τόκοι που ανέρχονταν σε £1.978,89. Έτσι το συνολικό ποσό της απαίτησης στις 10/2/1995, σύμφωνα με το περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος, ανερχόταν σε £19.051,56.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και πιο συγκεκριμένα στις 21/2/2003 κατά τη διάρκεια της κύριας εξέτασης του Μ.Ε.1 Χρίστου Δημητρίου, κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων δηλώθηκε εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης ότι
"Το χρεωστικό υπόλοιπο του συμβολαίου ενοικιαγοράς είναι σήμερα £28.701,86 για πλήρη εξόφληση σήμερα και δεν υπάρχει ανατοκισμός."
Όταν το Δικαστήριο ρώτησε τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων αν συμφωνούσε με το πιο πάνω ποσό, ο τελευταίος είπε
"Να παραλείψουμε το δεύτερο. Συμφωνώ με το ποσό."
Πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα της δικαιοδοσίας δεν ηγέρθη ως επίδικο θέμα μέσα στη σχετική δικογραφία.
Το άρθρο 22(3)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 (όπως έχει τροποποιηθεί) προνοεί ότι
"Έκαστος Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να ακούει και αποφασίζει για
(α) οποιαδήποτε αγωγή στην οποία το αμφισβητούμενο ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς δεν υπερβαίνει προκειμένου περί Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή τις πενήντα χιλιάδες λίρες και προκειμένου περί Επαρχιακού Δικαστή τις είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες."
Το άρθρο 22(5) του Νόμου 14/60 προνοεί ότι
"Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού το αμφισβητούμενον ποσόν ή η αξία της επιδίκου διαφοράς, ως ανωτέρω αναφέρεται, θα είναι το ποσόν ή η αξία η πραγματικώς εν αμφισβητήσει μεταξύ των διαδίκων ως αποκαλύπτεται αύτη εις τας εγγράφους προτάσεις, ή είναι παραδεκτή υπό των διαδίκων καθ' οιανδήποτε στάσιν της διαδικασίας, ή επί αιτήσει έχει αποφασισθή υπό του δικαστηρίου, παρά το ότι το αξιούμενον ποσόν ή η εν τη αγωγή προβαλλομένη αξία της επιδίκου διαφοράς υπερβαίνει το ποσόν τούτο ή την αξίαν ταύτην."
Το Δικαστήριο στη σχετική απόφασή του, αφού σημείωσε ότι προβληματίστηκε έντονα κατά πόσο είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή, αφού το ποσό που δηλώθηκε υπερέβαινε τις £25.000,00, αποφάνθηκε ότι
"Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τη σημασία της κοινής δήλωσης κατά την 21/2/2001 αλλά και τη δυνατότητα επιδίκασης του ποσού το οποίο δηλώθηκε (σε σχέση δηλαδή με τον παράγοντα του τόκου) έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το αμφισβητούμενο ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού."
Στην παρούσα περίπτωση η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδίκαζε την υπόθεση ανερχόταν μέχρι τις £25.000. Όταν καταχωρήθηκε το κλητήριο ένταλμα στις 10/2/1995 το απαιτούμενο ποσό ανερχόταν σε £19.051,56 πλέον τόκος προς 9% μέχρι εξόφλησης. Όμως στις 21/2/2003 όταν άρχισε η εκδίκαση της αγωγής υπήρξε κοινή δήλωση ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε £28.701,86, με τη μη αποδοχή εκ μέρους του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι στο πιο πάνω ποσό δεν περιλαμβανόταν ανατοκισμός. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην εκδίκαση της αγωγής ήταν λανθασμένη. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι το απαιτούμενο ποσό (£28.701,86) υπερέβαινε το ανώτατο όριο που επέτρεπε η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (£25.000). Ανεξάρτητα από την επιφύλαξη των εφεσειόντων ότι το ποσό των £28.701,86 μπορούσε να περιέχει ανατοκισμένες χρεώσεις, η κοινή δήλωση ότι το απαιτούμενο ποσό υπερέβαινε το ανώτατο όριο των £25.000 που μπορούσε να διεκδικηθεί, έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση να διακόψει τη διαδικασία. Η ύπαρξη ή όχι ανατοκισμού θα έπρεπε να απασχολήσει το Δικαστήριο το οποίο θα εξέταζε την απαίτηση που υπερέβαινε τις £25.000.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους έφεσης.
Συνακόλουθα διατάζεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η επανεκδίκαση της από άλλο δικαστήριο. Τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα έξοδα της παρούσας έφεσης θα αποτελέσουν έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία. Λόγω του ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 10/2/1995 και η απόφαση δόθηκε επτά περίπου χρόνια αργότερα στις 17/1/2002, αναμένουμε ότι το Πρωτοκολλητείο θα μεριμνήσει για την όσο το δυνατό ταχύτερη επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Εκδίδεται διαταγή όπως τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα έξοδα της έφεσης αποτελέσουν έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία.