ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1919
9 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΔΑΜΟΥ,
Εφεσείων-Χρεώστης,
v.
ΒΙΚΤΩΡΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Πιστωτή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11941)
Πτώχευση ― Ένσταση σε ειδοποίηση πτώχευσης με προβολή ισχυρισμού εκ μέρους του εξ αποφάσεως χρεώστη ότι ο ίδιος είχε ανταπαίτηση η οποία και υπερέβαινε το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους του προς τον εξ αποφάσεως πιστωτή.
Ο εφεσίβλητος, εξ αποφάσεως πιστωτής, καταχώρησε αίτηση για έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης μαζί με ειδοποίηση πτώχευσης η οποία επιδόθηκε στον εφεσείοντα, εξ αποφάσεως χρεώστη. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση σύμφωνα με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5 και τους περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, προβάλλοντας την εισήγηση πως η ειδοποίηση θα΄ πρεπε να απορριφθεί γιατί έχει ο ίδιος ανταπαίτηση εναντίον του εφεσίβλητου η οποία και υπερβαίνει το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους του προς αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι έχει δικαίωμα σε ανταπαίτηση ή συμψηφισμό εναντίον του εφεσίβλητου, γιατί το εξ αποφάσεως χρέος του είναι αποτέλεσμα τελεσίδικης δικαστικής απόφασης από την οποία δεν απορρέει εκκρεμές δικαίωμα για παράβαση της συμφωνίας ή άλλη αιτία αγωγής που προκύπτει μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του εφεσείοντος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση αποφάνθηκε ότι εφόσον δεν είχε καταχωρηθεί έφεση εναντίον της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο - χρεώστη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 9/1/04 (Αρ. Αγωγής 66/01) η οποία απέρριψε την ένστασή του και αρνήθηκε τον παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης την οποία καταχώρισε εναντίον του ο ενάγων-πιστωτής κρίνοντας ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι έχει δικαίωμα σε ανταπαίτηση ή συμψηφισμό εναντίον του εφεσίβλητου, γιατί το εξ αποφάσεως χρέος του είναι αποτέλεσμα τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στην αγωγή 453/95.
Γ. Ιωάννου για Μ. Χ"Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 8.10.1999 το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εξέδωσε απόφαση στην αγωγή 453/95 υπέρ του ενάγοντα, εφεσίβλητου εδώ, και εναντίον του εναγόμενου εφεσείοντα, για ποσό £10.000 με τόκο 8% από 8.10.1999, πλέον έξοδα. Ο εφεσείων δεν ικανοποίησε το εξ αποφάσεως χρέος του και ο εφεσίβλητος καταχώρισε, στις 30.9.2003, στο πρωτοκολλητείο αίτηση για την έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης μαζί με ειδοποίηση πτώχευσης η οποία και επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 24.10.2003. Ο εφεσείων καταχώρισε ένσταση, σύμφωνα με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ.5, και τους περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, με την εισήγηση πως η ειδοποίηση θα΄πρεπε να απορριφθεί, γιατί έχει ο ίδιος ανταπαίτηση εναντίον του εφεσίβλητου η οποία και υπερβαίνει το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους του προς αυτόν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του εφεσείοντα, και αρνήθηκε τον παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης. Έκρινε πως ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι έχει δικαίωμα σε ανταπαίτηση ή συμψηφισμό εναντίον του εφεσίβλητου, γιατί το εξ αποφάσεως χρέος του είναι αποτέλεσμα τελεσίδικης δικαστικής απόφασης από την οποία δεν απορρέει εκκρεμές δικαίωμα για παράβαση της συμφωνίας ή άλλη αιτία αγωγής που προκύπτει μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την έφεση. Να σημειώσουμε πως κατά την ακρόαση εμφανίστηκε μόνο δικηγόρος εκ μέρους του εφεσείοντα. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο δικηγόρος του οποίου καταχώρισε γραπτή αγόρευση. Ο εφεσείων διατηρεί βεβαίως την υποχρέωση να αποδείξει το βάσιμο της έφεσης του. Κρίνουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η εξ αποφάσεως οφειλή είναι το αποτέλεσμα της τελεσίδικης κρίσης του Δικαστηρίου στην αγωγή 453/95. Στην αγωγή το Δικαστήριο διαπίστωσε πως ο εφεσείων, που εξέδωσε επιταγή £10.000 προς όφελος του εφεσίβλητου ως προκαταβολή για την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας του τελευταίου, έδωσε οδηγίες στην τράπεζα του να μη εξοφληθεί με τον ισχυρισμό πως υπήρξε εκ μέρους του εφεσίβλητου παράβαση των όρων της σύμβασης. Το Δικαστήριο όμως απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, καταλήγοντας ως εξής:
«Έχοντας υπόψη μου την πιο πάνω αξιολόγηση βρίσκω ότι ο Ενάγοντας με τον Εναγόμενο κατέληξαν σε συμφωνία για την αγορά του επίδικου κτήματος από τον Εναγόμενο. Έναντι του τιμήματος που ήταν το συνολικό ποσό των £30.000 ο εναγόμενος εξέδωσε την επίδικη επιταγή για ποσό £10.000. Ο Εναγόμενος άλλαξε γνώμη και έδωσε εντολή για την μη πληρωμή της. Η προφορική συμφωνία πώλησης ουδέποτε τερματίστηκε. Γραπτή συμφωνία θα γινόταν για να διευκολυνθεί ο σκοπός του Ενάγοντα να εξεύρει χρήματα είτε από την υπηρεσία Μέριμνας είτε από χρηματοτοδοτικό οργανισμό είτε και από τους δύο. Μέχρι την υπογραφή της γραπτής συμφωνίας η προφορική συμφωνία ήταν έγκυρη και δεσμευτική.
Επομένως η επιταγή εκδόθηκε για νόμιμο αντάλλαγμα και ο Ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση για το ποσό της επιταγής ύψους £10.000 πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα, πλέον έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς περαιτέρω διαταγή για έξοδα.
Εκδίδεται επομένως απόφαση ως ανωτέρω.»
Δεν καταχωρίστηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Ορθή είναι, συνεπώς, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ενόψει της πιο πάνω τελεσίδικης απόφασης δεν υπάρχει θέμα ανταπαίτησης ή συμψηφισμού προερχομένων από οποιαδήποτε εκκρεμούσα αξίωση του εφεσείοντα. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.