ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1287
9 Ιουλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
KALIN PAVLOV,
Εφεσείων,
ν.
TRANSKOMPLEKT LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11221)
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων σε αγωγή για ισχυριζόμενη αθέτηση συμφωνίας εργασίας, αδικαιολόγητο πλουτισμό και δάνειο ― Έφεση κατά των πιο πάνω συμπερασμάτων και διαπιστώσεων ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων, αφού εργάστηκε ως εμπορικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Βουλγαρίας, διορίστηκε διευθυντής της εγγεγραμμένης στην Κύπρο εταιρείας Mir Engineering Ltd (η Mir). Μέτοχοι της Mir είναι η εναγόμενη/εφεσίβλητη εταιρεία με 74.999 μετοχές και ο εφεσείων με 1. Η εφεσίβλητη είναι βουλγαρική κρατική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο από το 1998 ως αλλοδαπή εταιρεία με βάση το Άρθρο 347 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Ο εφεσείων διεκδίκησε αποζημιώσεις εναντίον των εφεσιβλήτων ύψους £92.500 για ισχυριζόμενη αθέτηση συμφωνίας εργασίας, αδικαιολόγητο πλουτισμό και δάνειο.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντος αφού κατέληξε ότι δεν υπήρχε σχέση εργοδότησης μεταξύ του ιδίου και των εφεσιβλήτων, ενώ υποχρέωση καταβολής των μισθών του εφεσείοντος είχε η εταιρεία που τον εργοδοτούσε, η Mir.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
1. Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση ημερ. 10.2.1989 προς την εφεσίβλητη για εργοδότηση του στο εκτελούμενο στην Κύπρο έργο Mir Engineering. H Mir δεν είχε εγγραφεί στην Κύπρο ακόμα, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία ενεγράφη στις 27.4.1989.
2. Τα θέματα εργοδότησης Βούλγαρων υπηκόων στο εξωτερικό διήποντο από το Διάταγμα αρ. 13 του Υπουργικού Συμβουλίου της χώρας.
3. Ο εφεσείων διορίστηκε με τη Διαταγή αρ. 893 ημερ. 23.5.1989 του Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης στη θέση διευθυντή Εμπορικών και Οικονομικών Θεμάτων στη Λευκωσία για 8 μήνες με μισθό £368 σε ξένο συνάλλαγμα και 60 Λέβα μηνιαίο μισθό στη Βουλγαρία, πόσο το οποίο θα επιστρέφεται στο Υπουργείο Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων. Αυτή η τοποθέτηση έγινε με βάση το Διάταγμα 13 του Υπουργικού Συμβουλίου.
4. Με μεταγενέστερη διαταγή του Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης ημερ. 26.1.1990 το «συμβόλαιο εργασίας» του εφεσείοντος στο εξωτερικό ανανεώθηκε για περίοδο 1 έτους αρχίζοντας από 4.2.1990. Θα έληγε, δηλαδή τώρα στις 4.2.1991.
5. Στις 28.4.1990 εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο της Βουλγαρίας νέο Διάταγμα με αρ. 39 αναφορικά με τους Βούλγαρους υπηκόους που εργάζονται στο εξωτερικό. Με το διάταγμα αυτό ο κανονισμός σχετικά με τους όρους βάσει των οποίων Βούλγαροι πολίτες αποστέλλονταν για εργασία στο εξωτερικό, ο οποίος είχε ψηφιστεί με το Διάταγμα αρ. 13 του 1975, δεν εφαρμόζετο για τους Βούλγαρους υπηκόους οι οποίοι εργάζονταν στο εξωτερικό με τη μεσολάβηση βουλγαρικών εταιρειών ή οργανισμών.
6. Στις 4.4.1991 υπογράφτηκε προσωπικό συμβόλαιο εργασίας μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης αναφορικά με το οποίο εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Διατάγματος 39 του 1990 και στο οποίο αναφέρετο και σαν βάση η εξωεμπορική συμφωνία μεταξύ εφεσίβλητης και Mir. Ο εφεσείων θα άρχιζε την έναρξη της εργασίας του στο εξωτερικό αναδρομικά από την 1.1.1991 και με διάρκεια ενός έτους. Την ίδια ημέρα υπογράφτηκε επίσης και συμφωνία μεταξύ της Mir αντιπροσωπευόμενης από τον εφεσείοντα και της εφεσίβλητης για παραχώρηση από την εφεσίβλητη στη Mir τεχνικής βοήθειας για την πλήρωση της θέσης "Διευθυντής". Εξέθετε περαιτέρω τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τόσο της μιας όσο και της άλλης εταιρείας.
7. Στις 25.1.1993 με διάταγμα της εφεσίβλητης τερματίστηκε η νομική σχέση εργοδοσίας με τον ενάγοντα, αναδρομικά από τις 4.2.1991 λόγω λήξης της διάρκειας του συμβολαίου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Με τους λόγους έφεσης αμφισβητούνται τα ακόλουθα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1) Ότι το διάταγμα 39 διέπει τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων.
2) Ότι με την υπογραφή του συμβολαίου οι εφεσίβλητοι έθεσαν τις σχέσεις τους με τον εφεσείοντα σε νέα βάση.
3) Ότι τη σχέση εφεσείοντος και εφεσιβλήτων διέπει η συμφωνία μεταξύ της Mir και των εφεσιβλήτων. Αμφισβητούνται επίσης οι βασικές διαπιστώσεις και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου γιατί βασίστηκε αδικαιολόγητα στις μαρτυρίες των μαρτύρων υπεράσπισης 1 και 2, οι οποίες θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μη αξιόπιστες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο επέμβασης στα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σημείωσε δε όχι μόνο την καθαρότητα με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία αλλά και τη σαφήνεια των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα, βουλγαρικής καταγωγής, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 16/10/01 (Αρ. Αγωγής 13712/98) με την οποία απέρριψε την αγωγή του για αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας ύψους £92.500, οι οποίες πηγάζουν από αθέτηση συμφωνίας εργασίας, αδικαιολόγητο πλουτισμό και δάνειο κρίνοντας ότι δεν υπήρχε σχέση εργοδότησης μεταξύ τους, ενώ υποχρέωση καταβολής των μισθών του ενάγοντα είχε η εταιρεία που τον εργοδοτούσε, η Mir, της οποίας μέτοχος ήταν η εναγόμενη εταιρεία.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Χριστοφόρου για Χρ. Βασιλειάδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Βούλγαρος υπήκοος που διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 17 χρόνια. Αφού εργάστηκε ως εμπορικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Βουλγαρίας, διορίστηκε διευθυντής της εγγεγραμμένης στην Κύπρο εταιρείας Mir Engineering Ltd (στο εξής «η Mir»). Μέτοχοι της Μir είναι η εναγόμενη/εφεσίβλητη εταιρεία Transkomplekt Ltd με 74.999 μετοχές και ο εφεσείων με 1. Η Transkomplekt, είναι βουλγαρική κρατική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο από το 1998 ως αλλοδαπή εταιρεία με βάση το άρθρο 347 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Ο εφεσείων διεκδίκησε αποζημιώσεις εναντίον των εφεσιβλήτων ύψους £92.500, οι οποίες πηγάζουν από αθέτηση συμφωνίας εργασίας, αδικαιολόγητο πλουτισμό και δάνειο.
Σε μια προσεκτική και αιτιολογημένη απόφαση το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντα, αφού κατέληξε ότι δεν υπήρχε σχέση εργοδότησης μεταξύ τους, ενώ υποχρέωση καταβολής των μισθών του ενάγοντα είχε η εταιρεία που τον εργοδοτούσε, η Mir.
Για να γίνουν καλύτερα αντιληπτοί οι λόγοι έφεσης θα πρέπει πρώτα να ασχοληθούμε με τα γεγονότα όπως έγιναν δεκτά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Νομίζουμε ότι μπορούμε με ασφάλεια να αντιγράψουμε το σχετικό εκτενές απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
«1. Με αίτηση του ημερ. 10.2.1989 προς την εναγόμενη βουλγαρική κρατική εταιρεία, ο ενάγων ζήτησε να εργοδοτηθεί στο εκτελούμενο στην Κύπρο έργο (to be employed at your overseas project) Mir Engineering (τεκμήριο 27). Η εταιρεία Μir Engineering Ltd δεν είχε ακόμα εγγραφεί στην Κύπρο αφού σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία ενεγράφη στις 27.4.1989.
2. Η νομοθετική ρύθμιση που εφαρμοζόταν τότε στη Βουλγαρία ως προς τα θέματα εργοδότησης υπηκόων της χώρας στο εξωτερικό διήποντο από το Διάταγμα αρ.13 του Υπουργικού Συμβουλίου της χώρας.
3. Ο ενάγων διορίστηκε με τη Διαταγή αρ. 893, ημερ. 23.5.1989 του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης (τεκμήριο 6): «.......... σε εργασία στο εξωτερικό στη Λευκωσία Κύπρο, σε θέση διευθυντή Εμπορικών και Οικονομικών Θεμάτων». Η ακριβής λέξη που χρησιμοποιήθηκε από το Γενικό Διευθυντή δεν ήταν «διορίζω» αλλά «μεταθέτω». Η εργασία που του ανατέθηκε ήταν για 8 μήνες με μισθό £368 σε ξένο συνάλλαγμα και 60 Λέβα μηνιαίο μισθό στη Βουλγαρία, ποσό το οποίο όπως αναφερόταν, θα επιστρέφεται στο Υπουργείο Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων. Αυτή η τοποθέτηση έγινε όπως ρητά αναφέρεται στη διαταγή, με βάση το Διάταγμα αρ. 13 του Υπουργικού Συμβουλίου.
4. Με μεταγενέστερη διαταγή του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης ημερ. 26.1.1990, το «συμβόλαιο εργασίας» του ενάγοντα στο εξωτερικό στην Κύπρο, ανανεώθηκε ή όπως ανάφερε «συνεχίστηκε» για περίοδο 1 έτους αρχίζοντας από τις 4.2.1990. Θα έληγε, δηλαδή τώρα στις 4.2.1991 (τεκμήριο 7).
5. Στις 28.4.1990 εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο της Βουλγαρίας νέο Διάταγμα με αρ.39 αναφορικά με τους Βούλγαρους υπηκόους που εργάζονται στο εξωτερικό (τεκμήριο 30). Όπως ρητά αναφέρεται σε παράγραφο του με τίτλο «Τελική Διάταξη» ο κανονισμός σχετικά με τους όρους βάσει των οποίων Βούλγαροι πολίτες αποστέλλονταν στο εξωτερικό για εργασία, ο οποίος είχε ψηφιστεί με το Διάταγμα αρ.13 του 1975, δεν εφαρμόζεται για τους Βούλγαρους υπηκόους οι οποίοι εργάζονται στο εξωτερικό με τη μεσολάβηση βουλγαρικών εταιρειών ή οργανισμών. Στις μεταβατικές και τελικές διατάξεις του Διατάγματος αναφερόταν ότι: «......... οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ Βουλγάρων υπηκόων που εργάζονται σε άλλες χώρες και των οργανισμών που τους αποστέλλουν, διέπεται από τον κανονισμό αυτό εφ' όσον ο Βούλγαρος υπήκοος δώσει τη συγκατάθεση του ........».
6. Μετά την εξέλιξη αυτή και συγκεκριμένα στις 4.4.1991 υπογράφτηκαν 2 έγγραφα που αφορούν την υπόθεση. Το ένα ήταν η συμφωνία μεταξύ της Mir αντιπροσωπευόμενης από τον ενάγοντα και της εναγομένης (τεκμήριο 5) και το άλλο ήταν προσωπικό συμβόλαιο εργασίας μεταξύ του ενάγοντα και της εναγομένης (τεκμήριο 8). Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το κατά πόσο εφαρμόζονταν στο δεύτερο συμβόλαιο οι πρόνοιες του Διατάγματος 39 αίρεται αφού το ίδιο το τεκμήριο 8 αναφέρει στην εισαγωγή του ότι η ιδιότητα του ενάγοντα σαν «ειδικού» είναι με βάση το Διάταγμα αρ.39 του 1990. Επίσης αναφέρεται και σαν βάση, η εξωεμπορική συμφωνία μεταξύ εναγομένης και Μir. Η έναρξη της ισχύος της εργασίας του ενάγοντα στο εξωτερικό, θα ήταν αναδρομική από την 1.1.1991 και με διάρκεια ενός έτους. Με το προσωπικό συμβόλαιο ρυθμίζονταν μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα και υποχρέωσεις του οργανισμού (δηλ. της εναγομένης) καθώς και τα αντίστοιχα του ενάγοντα. Η συμφωνία τεκμήριο 5 μεταξύ εναγομένης και Μir είχε σαν «θέμα» της όπως το κείμενο της εκθέτει την παραχώρηση από την εναγομένη στη Mir τεχνικής βοήθειας για την πλήρωση της θέσης «Διευθυντής». Εξέθετε περαιτέρω, τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τόσο της μιας όσο και της άλλης εταιρείας.
7. Στις 25.1.1993 με διάταγμα της εναγομένης (τεκμήριο 9) τερματίστηκε η νομική σχέση εργοδοσίας (the labour legal relation) με τον ενάγοντα, αναδρομικά από τις 4.2.1991 λόγω, όπως αναφέρεται λήξης, της διάρκειας του συμβολαίου. (Υπενθυμίζεται πως πράγματι με τη Διαταγή 198 (τεκμήριο 7) το συμβόλαιο του ενάγοντα με την εναγομένη έχει ανανεωθεί αλλά θα ίσχυε μόνο μέχρι 4.2.1991.».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα 39 διέπει τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων. Υποστηρίζεται ότι το άρθρο 1 του Διατάγματος 39 (που κατατέθηκε ως τεκμήριο 30) ρητά υπογραμμίζει ότι ο κανονισμός αυτός διακανονίζει ζητήματα που σχετίζονται με δικαιώματα μόνο στη Βουλγαρία και δεν περιέχει συμβατικούς όρους μεταξύ του απεσταλμένου και του οργανισμού. Οι όροι εργοδότησης καθορίζονται από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργοδότησης (τεκμήριο 8) και όχι από το Διάταγμα 39.
Θα πρέπει να πούμε ότι παρά το ότι το άρθρο 1 αναφέρεται σε ζητήματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα Βουλγάρων υπηκόων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, εν τούτοις, δεν μπορούμε να δεχτούμε το επιχείρημα του εφεσείοντα, γιατί αν ο κανονισμός διαβαστεί στο σύνολό του, αφήνει διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα ο κανονισμός αρχίζει με τις λέξεις: «το Υπουργικό Συμβούλιο διατάσσει και ψηφίζει κανονισμό για τους Βούλγαρους υπήκοους οι οποίοι εργάζονται στο εξωτερικό με τη μεσολάβηση βουλγαρικών εταιρειών ή οργανισμών», ενώ στις μεταβατικές και τελικές διατάξεις αναφέρεται ότι: «οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ Βουλγάρων υπηκόων που εργάζονται σε άλλες χώρες και των οργανισμών που τους αποστέλλουν, διέπεται από τον κανονισμό αυτό εφ' όσον ο Βούλγαρος υπήκοος δώσει τη συγκατάθεσή του». Η τελευταία πρόνοια είναι αυτή στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, για να δεκτεί ότι ισχύει στην παρούσα υπόθεση το Διάταγμα 39, αφού στο συμβόλαιο (τεκμήριο 8), αναφέρεται σαφώς ότι ο εφεσείων θεωρείται ειδικός βάσει του Διατάγματος. Ακόμα, όπως σχολιάζει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων έδωσε τη συγκατάθεσή του στην εφαρμογή των προνοιών του Διατάγματος, αφού όλες οι βασικές πρόνοιες του δεσμευτικού συμβολαίου που υπέγραψε συνάδουν ή ενσωματώνουν πρόνοιες του Διατάγματος 39. Θα πρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε ότι το δικαστήριο δεν δέκτηκε ότι ο εφεσείων είναι ειδικός βάσει του Διατάγματος 39, αλλά πως το προοίμιο του συμβολαίου που υπέγραψε τον αναφέρει ως τέτοιο.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 8 δεν είναι σύμβαση εργοδότησης είναι λανθασμένη, για διάφορους λόγους. Σαν τέτοιοι αναφέρονται το ότι ο τίτλος του συμβολαίου είναι προσωπικό συμβόλαιο εργασίας, ότι ο όρος 1.1 ρητά αναφέρει ότι ο οργανισμός στέλλει τον εφεσείοντα για συνεργασία στο εξωτερικό και όχι ότι του εξασφαλίζει εργασία στο εξωτερικό. Ακόμα, ότι στο συμβόλαιο πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο εφεσείων θα εργάζεται για τη Mir, αλλά, αντίθετα, ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με μέγιστα αποτελέσματα για την εφεσίβλητη, ενώ ειδική αναφορά γίνεται στο διαβατήριό του, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του, είναι υπηρεσιακό διαβατήριο, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο εφεσείων υπηρετούσε σε κρατική εταιρεία.
Παρά τον τίτλο «προσωπικό συμβόλαιο εργασίας», καμιά διάταξη δεν παρέχει στήριγμα για να δεχθούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στις συγκεκριμένες διαπιστώσεις του. Αντίθετα, η διατύπωση ότι ο οργανισμός (εννοούνται οι εφεσίβλητοι), στέλλει για συνεργασία στο εξωτερικό ή η αναφορά του άρθρου 7 ότι οι εφεσίβλητοι πληρώνουν μέσω της εταιρείας την αμοιβή του εφεσείοντα, δείχνει ότι η σχέση δεν ήταν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου.
Ιδιαίτερα όμως θα πρέπει να σταθούμε στον όρο 8.3 της σύμβασης, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει κάθε μήνα στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο, καθορισμένη προμήθεια. Εύλογα διερωτάται κανένας πώς είναι δυνατόν εργοδοτούμενος να καταβάλλει προμήθεια επί της αμοιβής του στον εργοδότη του. Είναι σαφές ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν άλλη από εργοδοτική.
Βοηθητικά μπορεί να επισημανθεί και η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε διάφορες παραγράφους που αναφέρονται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων. Προβλέπεται ότι αυτοί εξασφαλίζουν για λογαριασμό της εταιρείας (δηλαδή του εργοδότη), αεροπορικά εισιτήρια για τον εφεσείοντα και τα μέλη της οικογένειάς του, εξασφαλίζουν επιπλωμένη οικία, εξασφαλίζουν δωρεάν ιατρική περίθαλψη, εξασφαλίζουν τη χρήση ετήσιας άδειας με απολαβές. Η επιλογή της λέξης «εξασφαλίζει» αντί «παρέχει», σαφώς υποδεικνύει ότι η υποχρέωση των εφεσιβλήτων εξαντλείτο στο να σιγουρευτούν ότι ο εφεσείων θα είχε από τον εργοδότη του τα πιο πάνω ωφελήματα. Τέλος, δεν καταλαβαίνουμε πως μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα για τη σχέση μεταξύ των διαδίκων και μόνο από το γεγονός ότι δυνατόν ο εφεσείων να είχε εφοδιαστεί με αυτό που ο ίδιος ονομάζει «υπηρεσιακό» διαβατήριο.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι με την υπογραφή του συμβολαίου οι εφεσίβλητοι έθεσαν τις σχέσεις τους με τον εφεσείοντα σε νέα βάση. Γίνεται ξανά επίκληση της ύπαρξης «υπηρεσιακού» διαβατηρίου το οποίο ο εφεσείων συνέχισε να κατέχει και το οποίο επανειλημμένα ανανεώθηκε από τις βουλγαρικές αρχές.
Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Είδαμε ήδη ότι η Διαταγή 39 διέπει τις σχέσεις των διαδίκων, αφού ουσιαστικά ο εφεσείων συγκατένευσε σ' αυτό. Η Διαταγή 39 είναι διαταγή του Υπουργικού Συμβουλίου της Βουλγαρίας, η οποία θέτει σε νέα βάση όλες τις σχέσεις των Βουλγάρων υπηκόων οι οποίοι εργοδοτούνταν στο εξωτερικό κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για άτομα τα οποία ήδη εργάζονταν σε άλλες χώρες η Διαταγή 39 εφαρμοζόταν μόνο αν ο Βούλγαρος υπήκοος έδινε τη συγκατάθεσή του.
Το Δικαστήριο, για τους λόγους που φαίνονται στην απόφασή του και οι οποίοι εναργώς αιτιολογούν την κατάληξη του, δέκτηκε ότι οι σχέσεις του εφεσείοντα με τους εφεσιβλήτους πέρασαν από δύο φάσεις ή στάδια, που δεν ήταν άσχετα με την αλλαγή του καθεστώτος που ρύθμιζε τα της νομικής υπόστασης των Βουλγάρων που εργάζονται στο εξωτερικό. Όταν ο ενάγων στάληκε, ύστερα από δική του αίτηση, στην Κύπρο το 1989, είχε προσληφθεί με διαταγή των εφεσιβλήτων και μετατέθηκε στην Κύπρο. Η Mir τότε δεν είχε καμιά συμβατική ανάμειξη στα της εργοδοσίας του. Η εργοδότηση του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους ανανεώθηκε μέχρι τις 4.2.1991, αλλά στη συνέχεια, δύο μήνες μετά τη λήξη της εργοδότησής του, στις 4.4.1991, οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν δύο συμφωνίες, μια με τον εφεσείοντα και μια με την Mir, επειδή ακριβώς ο τρόπος αποστολής και εργοδότησης Βουλγάρων υπηκόων στο εξωτερικό, ρυθμιζόταν πλέον από το Διάταγμα 39.
Είναι αυτή η ρύθμιση που προνοούσε ακριβώς μεσολάβηση και όχι εργοδότηση και λήψη προμήθειας για τις υπηρεσίες που παρήχοντο σχετικά με την αποστολή και εργασία Βουλγάρων πολιτών στο εξωτερικό. Γι' αυτό ήταν αναγκαία και η συγκατάθεση του εφεσείοντα, συγκατάθεση την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δόθηκε, αφού ο εφεσείων υπέγραψε, μετά τη λήξη της εργοδότησής του, το συμβόλαιο τεκμήριο 8, στο προοίμιο του οποίου ας μη ξεχνούμε, αναφέρεται ότι θεωρείται ειδικός βάσει του Διατάγματος. Ως προς τη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Αμπίζα, για τον οποίο γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον τρίτο λόγο της έφεσης, αρκεί να επαναλάβουμε την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το νομικό κύρος των δηλώσεων των αξιωματούχων των εφεσιβλήτων που προέβαιναν σε κάποιες δηλώσεις προς τον εφεσείοντα, κανένα νομικό έρεισμα δεν δημιουργούν που να θεμελιώνουν υποχρεώσεις εκεί που δεν υπήρχαν.
Θα πρέπει να απορριφθούν και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 με τους οποίους υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι η σχέση εφεσείοντα και εφεσιβλήτων διέπει η συμφωνία μεταξύ της Mir και των εφεσιβλήτων. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε αναλυτικά με το θέμα αυτό. Ουδέν στο περίγραμμα αγόρευσης υποστηρίζει την ορθότητά τους. Δεν βρίσκουμε καμιά αντίφαση στο συλλογισμό του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα ίδια πράγματα.
Το ίδιο, λίγο-πολύ, ισχύει και για τον έκτο λόγο, ότι δηλαδή η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι από το 1991, μετά την υπογραφή της σύμβασης, άλλαξε ο τρόπος πληρωμής του μισθού του εφεσείοντα, είναι αντίθετη προς την προσαχθείσα μαρτυρία και τα τεκμήρια.
Όπως είδαμε και προηγουμένως, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι οι σχέσεις των διαδίκων τέθηκαν σε νέα βάση και δεν άλλαξε μόνο ο τρόπος καταβολής του μισθού του εφεσείοντα, αλλά η όλη νομική σχέση μεταξύ των μερών. Η μεταξύ τους σχέση έγινε μεσολαβητική και ο εφεσείων συνέχισε να εργάζεται πλέον για τη Μir. Έτσι, ο εφεσίβλητη εταιρεία δεν είχε πλέον οποιεσδήποτε προσωπικές δεσμεύσεις εργοδότη, αλλά ενεργούσε ως μεσολαβητής για να εξασφαλιστεί στον εφεσείοντα εργοδότηση στο εξωτερικό με εργοδότη τη Μir, η οποία ανάλαβε και την καταβολή του μισθού και των άλλων ωφελημάτων, όπως είχε συμφωνηθεί. Γι' αυτές τις υπηρεσίες η εφεσίβλητη συμφώνησε να εισπράττει προμήθεια από τον εφεσείοντα.
Τέλος, αμφισβητούνται οι βασικές διαπιστώσεις και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου γιατί βασίστηκε αδικαιολόγητα στις μαρτυρίες των μαρτύρων υπεράσπισης 1 και 2, οι οποίες θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μη αξιόπιστες. Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι έγινε απόπειρα μεταφοράς στο δικαστήριο πληροφοριών οι οποίες είχαν ληφθεί προφορικά από άλλα άτομα. Αντίθετα, ο Μ.Υ.2 Petar Tzivnev, στηρίκτηκε στα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και σε κανένα σημείο δεν φαίνεται να έγινε απόπειρα να δοθεί οποιαδήποτε νομική ερμηνεία στα έγγραφα αυτά. Ο μάρτυρας, με αναφορά σε διάφορα έγγραφα, έδωσε απλώς τη δική του εκδοχή ως εκπρόσωπος των εφεσιβλήτων.
Επίσης απορρίπτουμε την προσπάθεια που έγινε να φανεί ότι η μαρτυρία του Τopalov ήταν γεμάτη αντιφάσεις και γι΄αυτό δεν έπρεπε να γίνει δεκτή. Η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα αποσκοπούσε στο να εξηγήσει τον τρόπο εφαρμογής του Διατάγματος 39 σε παρόμοιες υποθέσεις στη Βουλγαρία. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο κ. Topalov κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας επί του Βουλγαρικού Δικαίου. Δεν έχουμε επισημάνει οποιεσδήποτε αντιφάσεις που να κλονίζουν τη μαρτυρία του.
Εν πάση περιπτώσει, είναι γνωστή η αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και μόνο αφού διαπιστωθεί η υπέρβαση της διακριτικής του ευχέρειας. Στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να σημειώσουμε όχι μόνο την καθαρότητα με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία, αλλά και τη σαφήνεια των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.