ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1226
5 Ιουλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΗ,
2. ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑ ΚΟΙΛΙΑΡΗ,
Εφεσείουσες-Εναγόμενες,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΑΒΒΑ ΠΑΛΑΖΗ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ
ΑΝΤΩΝΗ Χ" ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11197)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Δόλια μεταβίβαση ακινήτου ― Απόσπαση πιστοποιητικού κατοχής από την αρμόδια χωριτική αρχή και εξασφάλιση εγγραφής και μεταβίβασης κτήματος με δόλο και συμπαιγνία ― Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ενάγουσα ήταν το πρόσωπο που εδικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κατοχής του ½ μεριδίου του επίδικου κτήματος, το οποίο κατείχετο αδιαλείπτως προηγουμένως από τον πατέρα της και από το 1971 από την ίδια και ακύρωσε την εγγραφή και τη μεταβίβαση.
Έξοδα ― Αποτέλεσμα της δίκης ― Έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.
Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου: (1) Όταν αφήνονται ενδείξεις στην πρωτόδικη απόφαση για εμφιλοχώρηση δόλου και ίσως απάτης, ο φάκελος της υπόθεσης πρέπει να αποστέλλεται στη Νομική Υπηρεσία για διερεύνηση τυχόν ποινικής ευθύνης των φερομένων ως εμπλεκομένων διαδίκων ― (2) Η εξουσία των Χωριτικών Αρχών, κατά την έκδοση πιστοποιητικών που αφορούν περιουσιακές σχέσεις, πρέπει να ασκείται με σύνεση και προσοχή ― (3) Τα έντυπα των κυβερνητικών τμημάτων που είναι ακόμα διατυπωμένα στην αγγλική πρέπει να μεταφρασθούν στην ελληνική που είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείουσες αμφισβητούν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία ακυρώθηκε η εγγραφή κτήματος στην Κυπερούντα επ' ονόματι της εφεσείουσας-εναγομένης 1 που στη συνέχεια μεταβίβασε επ' ονόματι της θυγατέρας της εφεσείουσας-εναγόμενης 2. Η εναγόμενη 1 πέτυχε την εγγραφή ολόκληρου του κτήματος επ' ονόματί της αφού απέσπασε από τη χωριτική αρχή Κυπερούντας πιστοποιητικό κατοχής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν το πρόσωπο που εδικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κατοχής του ½ μεριδίου του επίδικου κτήματος, το οποίο κατείχετο αδιαλείπτως προηγουμένως από τον πατέρα της και από το 1971 από την ίδια. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα υποστήριξε ότι η μεταβίβαση έγινε δόλια, κακόπιστα και με συμπαιγνία. Το Δικαστήριο δεν διέταξε την εγγραφή του επίδικου κτήματος ή οποιουδήποτε μέρους του επ' ονόματι της εφεσίβλητης-ενάγουσας επειδή δεν είχε αποδειχθεί το μέρος του κτήματος που διεκδικούσε.
Οι εφεσείουσες υποστήριξαν ότι:
1) Η προσαχθείσα μαρτυρία δεν δικαιολογούσε τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε μαρτυρία που να καθορίζει τη θέση του επίδικου κτήματος σύμφωνα με το εν χρήσει κυβερνητικό σχέδιο αλλά ούτε και μαρτυρία ως προς την έκτασή του.
2) Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
3) Δεν έπρεπε να επιδικασθούν όλα τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, αφού πέτυχε μερικώς στην αγωγή της και αφού περιόρισε την αξίωσή της στο στάδιο των αγορεύσεων, παραιτούμενη της αξίωσης της για αποζημιώσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπήρχε επαρκής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δικαιολογούσε την κατάληξή του ότι το ακίνητο δεν ανήκε στην εφεσείουσα 1. Το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η ακριβής έκταση του τεμαχίου που καλλιεργείτο είναι χωρίς σημασία. Τα γεγονότα που είχαν σημασία ήταν ότι ο πατέρας της εφεσίβλητης καλλιεργούσε μέχρι το θάνατό του το επίδικο ακίνητο, το οποίο συνέχισε, μετά ταύτα να κατέχει και καρπούται η εφεσίβλητη.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι η μαρτυρία του Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, ο οποίος προέβη και στην επιτόπια έρευνα στις 22.10.1990, δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την έλλειψη μαρτυρίας από τα πρόσωπα που υπέγραψαν το πιστοποιητικό της χωριτικής αρχής και συνεπώς το περιεχόμενο του πιστοποιητικού, το οποίο διεδραμάτισε και το σημαντικότερο ρόλο στην εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, παρέμεινε χωρίς οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.
3. Το Δικαστήριο ανέλυσε τη μαρτυρία και κατέληξε στα συμπεράσματά του με σαφήνεια, αιτιολογώντας επαρκώς την απόφασή του.
4. Η εφεσίβλητη έχει επιτύχει στις ουσιαστικές θεραπείες που θα μπορούσε να ζητήσει και ορθώς το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
Παρατηρήσεις Εφετείου: Το Εφετείο προέβη σε παρατηρήσεις οι οποίες αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Έφεση.
Έφεση από τις εναγόμενες 1 και 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 14/9/01 (Αρ. Αγωγής 44/96) με την οποία έκρινε ύστερα από ακροαματική διαδικασία ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν το πρόσωπο που εδικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κληρονομίας και κατοχής του ½ μεριδίου του Τεμαχίου 184/1, τοποθεσία Βουνού στην Κυπερούντα, ότι η εγγραφή του τεμαχίου επ' ονόματι της εναγόμενης 1 και η εν συνεχεία μεταβίβασή του στην εναγόμενη 2- θυγατέρα της δεν έγινε καλόπιστα και διέταξε να ακυρωθεί.
Σ. Τόκα, για τις Εφεσείουσες.
Χρ. Σ. Χριστοφόρου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατέληξε ύστερα από ακροαματική διαδικασία ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν το πρόσωπο που εδικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κατοχής του ½ μεριδίου του Τεμαχίου 184/1, τοποθεσία Βουνού στην Κυπερούντα, το οποίο κατείχετο αδιαλείπτως προηγουμένως από τον πατέρα της και από το 1971 από την ίδια. Ο πατέρας της το κατείχε δυνάμει κληρονομίας από το δικό του πατέρα, ο οποίος απεβίωσε το 1952.
Η εφεσείουσα-εναγόμενη 1 ήταν το πρόσωπο που εδικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κληρονομίας του υπόλοιπου μέρους του πιο πάνω κτήματος, το οποίο δεν είχε εγγραφεί επ΄ ονόματι οποιουδήποτε προσώπου μέχρι το 1995, οπότε η εναγόμενη 1 απέσπασε από τη χωριτική αρχή Κυπερούντας πιστοποιητικό κατοχής και πέτυχε την εγγραφή ολόκληρου του κτήματος επ'ονόματί της. Στη συνέχεια, το Γενάρη του 1995, μεταβίβασε το τεμάχιο 184/1, επ΄ ονόματι της θυγατέρας της εφεσείουσας- εναγόμενης 2.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα υποστήριξε ότι η μεταβίβαση έγινε δόλια, κακόπιστα και με συμπαιγνία. Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη και έκρινε ότι η εγγραφή του τεμαχίου στο όνομά της και κατ' επέκταση η μεταβίβαση στην εφεσείουσα 2, θα έπρεπε να ακυρωθούν. Επειδή όμως δεν είχε αποδειχθεί το μέρος του κτήματος που διεκδικούσε η εφεσίβλητη, δεν μπορούσε να διαταχθεί η εγγραφή του επίδικου κτήματος ή οποιουδήποτε μέρους του επ' ονόματί της.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη. Υποστηρίζουν ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν δικαιολογούσε τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά αντίθετα δικαιολογούσε απόφαση υπέρ τους. Υποστηρίζουν ότι η εφεσίβλητη απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία που να καθορίζει τη θέση του επίδικου κτήματος σύμφωνα με το εν χρήσει κυβερνητικό σχέδιο, ήτοι κατά πόσο το διεκδικούμενο ακίνητο βρισκόταν εντός του κτήματος των εφεσειουσών και συγκεκριμένα στο τεμάχιο 184/1, Φύλλο/Σχέδιο 37/36, μαρτυρία την οποία θα πετύχαινε μόνο με ειδικό εμπειρογνώμονα. Υποστηρίζουν ακόμα ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να καθορίζει την έκταση του επίδικου κτήματος, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να παραμείνει αναπόδεικτος. Ακόμα, ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς την έκταση του επίδικου ακινήτου.
Τα επιχειρήματα των εφεσειουσών δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι με βάση τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 Καλλιόπης Χ"Χριστοδούλου, μητέρας της εφεσίβλητης, αλλά και της εφεσείουσας 1, προκύπτει σαφώς ότι το μέρος που καλλιεργούσε ο πατέρας της εφεσίβλητης, ήταν το νότιο μέρος του επίδικου τεμαχίου. Αυτό ήταν αρκετό για να καταλήξει το Δικαστήριο ότι το ακίνητο δεν ανήκε στην εφεσείουσα 1. Σχολίασε μάλιστα ότι το κτήμα κατέληξε εγγεγραμμένο επ' ονόματί της και στη συνέχεια επ' ονόματι της θυγατέρας της, όχι καλόπιστα. Το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η ακριβής έκταση του τεμαχίου που καλλιεργείτο είναι χωρίς σημασία. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν προχώρησε για να διατάξει την εγγραφή του επίδικου κτήματος επ' ονόματι της εφεσίβλητης, αλλά περιορίστηκε στην ακύρωση της εγγραφής επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και της μεταβίβασης του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 2. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο κτηματολόγος που επισκέφθηκε την περιοχή ουσιαστικά εξαπατήθηκε από την εφεσείουσα 1, αλλά και από το λανθασμένο πιστοποιητικό που εξασφαλίστηκε από την τοπική χωρητική αρχή. Τα γεγονότα που είχαν σημασία ήταν ότι ο πατέρας της εφεσίβλητης καλλιεργούσε μέχρι το θάνατό του το επίδικο ακίνητο, το οποίο συνέχισε, μετά ταύτα, να κατέχει και καρπούται η εφεσίβλητη.
Ειδική αναφορά γίνεται από τις εφεσείουσες στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Βάσου Θεοδούλου, Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, ο οποίος προέβη και στην επιτόπια έρευνα στις 22.10.1990. Λανθασμένα υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του χωρίς τη δέουσα αιτιολογία. Αυτό το επιχείρημα δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε την κατάθεση του Μ.Υ.1 Απλώς κατέληξε και ορθά, ότι η μαρτυρία του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την έλλειψη μαρτυρίας από τα πρόσωπα που υπέγραψαν το πιστοποιητικό της χωρητικής αρχής και συνεπώς το περιεχόμενο του πιστοποιητικού, το οποίο έπαιξε και το σημαντικότερο ρόλο στην εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, παρέμενε χωρίς οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι η απλή παραδρομή του δικαστηρίου, το οποίο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα ως προς τις παραγράφους Α και Β της αξίωσης της έκθεσης απαίτησης, δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα. Σαφώς το Δικαστήριο καταλήγει ότι η απόφασή του είναι η ακύρωση της εγγραφής του ½ μεριδίου κατ' αρχάς επ' ονόματι της εφεσείουσας-εναγόμενης 1 και στη συνέχεια η ακύρωση της μεταβίβασής του επ' ονόματι της εφεσείουσας -εναγόμενης 2.
Εξ ίσου αβάσιμο είναι και το επιχείρημα ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αλλά διέπεται από γενικότητα και αοριστία. Τόσο το κείμενο της απόφασης, όσο και το διατακτικό, κάθε άλλο παρά γενικό και αόριστο είναι. Το Δικαστήριο ανέλυσε τη μαρτυρία και κατέληξε στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με σαφήνεια, αιτιολογώντας επαρκώς την απόφασή του.
Υπάρχουν ακόμα και οι προδικαστικές ενστάσεις, με τις οποίες, σύμφωνα με την ειδοποίηση έφεσης, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε. Οι εφεσείουσες εγείρουν το θέμα μέσα στα πλαίσια του λόγου 3, ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και διέπεται από γενικότητα και αοριστία. Δεν ισχυρίζονται για παράδειγμα ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην πρώτη προδικαστική ένσταση, ότι δηλαδή η αγωγή είναι πρόωρη, είναι λανθασμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι άλλες δύο ενστάσεις έχουν τεθεί πολύ αόριστα. Η μεν δεύτερη υποστηρίζει ότι η αγωγή και οι αιτούμενες θεραπείες είναι αόριστες, ενώ η τρίτη ότι η αγωγή είναι αντικανονική και ελλειπής και δεν περιέχει υποχρεωτικές αναφορές που επιβάλλονται από τους δικαστικούς θεσμούς. Κι' αυτό εντελώς γενικά και αόριστα. Όμως, αν έτσι αισθάνονταν οι εφεσείουσες, ότι δηλαδή η αγωγή ήταν ελλειπής, θα μπορούσαν να ζητήσουν περαιτέρω λεπτομέρειες. Δεν νομίζουμε ότι τα πιο πάνω παράπονα χωρούσαν καν υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων.
Οι εφεσείουσες παραπονούνται, τέλος, για την επιδίκαση όλων των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης. Υποστηρίζουν ότι αφού πέτυχε μερικώς στην αγωγή της και αφού περιόρισε στο στάδιο των αγορεύσεων την απαίτησή της, παραιτούμενη της αξίωσής της για αποζημιώσεις, τα έξοδα δεν έπρεπε να επιδικαστούν πλήρως υπέρ της.
Είναι γνωστή η αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η εφεσίβλητη πέτυχε την ακύρωση τόσο της εγγραφής επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, όσο και της μεταβίβασης του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 2. Έχει πετύχει δηλαδή στις ουσιαστικές θεραπείες που θα μπορούσε να ζητήσει και συνεπώς θεωρούμε ότι το επιχείρημα είναι εντελώς ανυπόστατο.
Πριν καταλήξουμε θα πρέπει να πούμε ότι από τη στιγμή που από την πρωτόδικη απόφαση αφήνονται ενδείξεις ότι εμφιλοχώρησε δόλος και ίσως απάτη, θα πρέπει ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης να σταλεί στη Νομική Υπηρεσία για διερεύνηση τυχόν ποινικής ευθύνης των εφεσειουσών ή οιασδήποτε εξ αυτών.
Θα πρέπει να πούμε ακόμα ότι μας προκάλεσε εντύπωση η ευκολία με την οποία η συγκεκριμένη χωριτική αρχή υπέγραψε πιστοποιητικό, το οποίο είχε τόσες σοβαρές συνέπειες στις περιουσιακές σχέσεις κάποιων ατόμων, χωρίς στοιχειώδη καν διερεύνηση. Η σημασία που δίδεται στο περιεχόμενο τέτοιων πιστοποιητικών που τελικά επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη που επιδεικνύεται στα τοπικά αυτά όργανα, απαιτεί ακριβώς όπως η εξουσία της χωριτικής αρχής θα πρέπει να ασκείται με μεγαλύτερη σύνεση και προσοχή.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε την έκπληξή μας όταν αντιληφθήκαμε ότι ο λεγόμενος τύπος Ν.63 του Κτηματολογίου που συνιστά την έκθεση της επιτόπιας έρευνας, είναι ακόμα διατυπωμένος στα αγγλικά. Δεν καταλαβαίνουμε πως τόσα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, κάποια κυβερνητικά τμήματα δεν έχουν ακόμα καταφέρει να μεταφράσουν τα έντυπά τους στην ελληνική, στην επίσημη γλώσσα του κράτους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.