ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 1 ΑΑΔ 1204
2 Ιουλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΙΩΑΚΕΙΜ - ΛΟΪΖΑΣ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
3. ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
4. ΦΛΩΡΗ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11113)
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγή για ισχυριζόμενη παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου κατ' έφεση.
Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν υπάρχουν λόγοι περί του αντιθέτου.
Η εφεσίβλητη 1 ανέθεσε, κατόπιν διαγωνισμού στον οποίο είχαν λάβει μέρος οι εφεσείοντες και οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4, στους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 την ετοιμασία της τελικής μελέτης για το γενικό σχέδιο της διαμόρφωσης της ευρύτερης περιοχής του παλιού σταδίου του ΓΣΠ στη Λευκωσία και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 ετοίμασαν την τελική λεπτομερειακή μελέτη η οποία υποβλήθηκε στον Παγκύπριο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό για το Νέο Κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων, που προκηρύχθηκε τον Ιούνιο του 1994.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 1 και των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και ισχυρίσθηκαν ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν στην αναπαραγωγή και/ή διασκευή και/ή προσαρμογή ουσιώδους τμήματος της δικής τους μελέτης, χωρίς την άδειά τους, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του έργου τους.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και με κοινή υπεράσπιση ισχυρίστηκαν ότι αφού πήραν στοιχεία από τις δύο δικές τους μελέτες προέβηκαν σε συγκερασμό που οδήγησε στην τελική μορφή των σχεδίων. Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι η μελέτη που προέκυψε ήταν προϊόν της δικής τους πνευματικής ιδιοκτησίας, που δεν σχετιζόταν με εκείνη των εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, που ήταν κυρίως μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, αποφάσισε να αποδεχθεί τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αφού αυτή δεν περιορίστηκε σε ένα μέρος της μελέτης αλλά έδωσε μια τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη εικόνα των δύο μελετών σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Ακολούθως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μελέτη των εφεσειόντων αποτελούσε "καλλιτεχνικό έργο" μέσα στα πλαίσια το Άρθρου 3(1) του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου αρ. 59/76, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιγράψει την εργασία των εφεσειόντων και απέρριψε την αγωγή.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Η έφεση στρέφεται εναντίον των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα συμπεράσματα ότι δεν υπήρξαν ομοιότητες στα σχέδια των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων που θα δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό της αντιγραφής και επίσης ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων έδωσαν "καλύτερη και σαφέστερη εικόνα". Προσβάλλεται επίσης και η επιδίκαση των εξόδων σε βάρος των εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν πλήρως τόσο με την προφορική όσο και με την έγγραφη μαρτυρία και ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να αξιολογήσει οπτικά τα τεκμήρια και βασίστηκε στην αξιολόγηση τρίτων, δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2. Το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.
3. Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα την έκβαση της δίκης εκτός αν υπάρχουν λόγοι περί του αντιθέτου. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν προβληθεί λόγοι που δικαιολογούν παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες, οι οποίοι αποτελούν ομόρρυθμη εταιρεία, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/5/01 (Αρ.�Αγωγής 1642/95) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους με την οποία ισχυρίζονταν ότι η κοινή αρχιτεκτονική μελέτη των εναγομένων - αρχιτεκτόνων 1, 2 και 3 με την οποία απέσπασαν δεύτερα βραβεία σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύχθηκε από τη Δημοκρατία, αποτελούσε αναπαραγωγή και/ή αντιγραφή δικής τους πνευματικής ιδιοκτησίας.
Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο 1.
Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Τα σχέδια της διαμόρφωσης του χώρου του παλιού σταδίου του ΓΣΠ στη Λευκωσία που συμπεριλάμβαναν μεταξύ άλλων και την ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποτέλεσαν τη βάση της παρούσας διαδικασίας. Οι Αρχιτέκτονες Ίκαρος Ιωακείμ και Ανδρέας Λοΐζάς από την Πάφο, που συνιστούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο την ομόρρυθμη εταιρεία "Αρχιτέκτονες Μηχανικοί Ιωακείμ - Λοϊζάς" (οι εφεσείοντες), ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία η απόφαση στην αγωγή που καταχώρησαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας (εφεσίβλητη 1) και των Ανδρέα Φιλίππου (εφεσίβλητου 2), Ιάκωβου Φιλίππου (εφεσίβλητου 3) και Φλώρη Παναγίδη (εφεσίβλητου 4) για ισχυριζόμενη αναπαρασκευή και/ή διασκευή και/ή άλλη προσαρμογή ουσιώδους τμήματος των δικών τους σχεδίων, είναι λανθασμένη.
(α) Τα γεγονότα.
Οι εφεσείοντες είχαν συμμετάσχει μαζί με τους εφεσιβλήτους 2, 3 και 4 και έναν άλλο στο διαγωνισμό "Περιορισμένος Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Βραβευμένων Μελετητών για το Γενικό Σχέδιο (Urban Design) του ευρύτερου χώρου του ΓΣΠ και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων", που προκηρύχθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία. Στον πιο πάνω διαγωνισμό οι εφεσίβλητοι 2 και 3 έλαβαν μέρος με την επωνυμία "Ι. και Α. Φιλίππου" και ο εφεσίβλητος 4 με την ομόρρυθμη εταιρεία "Φλώρης Παναγίδης και Συνεργάτες".
Το πρόγραμμα του Περιορισμένου Διαγωνισμού καθόριζε τόσο τις ενότητες όσο και τις χρήσεις του έργου. Οι ενότητες, που ήταν πέντε, ήταν οι ακόλουθες:
(1) ΓΣΠ,
(2) Αρχιγραμματεία, Φυσικό Πράσινο και Πεδιαίος,
(3) Λεωφόρος Δημοσθένη Σεβέρη/Γρηγόρη Αυξεντίου και Λεωφόρος Ευαγόρου,
(4) Παλαιό κτίριο ΠΑΣΥΔΥ, λόφος Αγίου Γεωργίου και Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και
(5) Αρχαιολογικός χώρος.
Οι χρήσεις που ήταν επτά ήταν οι ακόλουθες:
(1) Βουλή των Αντιπροσώπων,
(2) Σύμπλεγμα Κυβερνητικών Κτιρίων,
(3) Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη και Πλατεία,
(4) Πολιτιστικό Κέντρο,
(i) Δημόσια Βιβλιοθήκη,
(ii) Εθνική Πινακοθήκη,
(iii) Πανεπιστημιακή Σχολή,
(iv) Συναφείς χώροι,
(5) Αστικές χρήσεις,
(6) Αστικά πάρκα, πλατείες και φυσικό πράσινο και
(7) Κυκλοφορία/Στάθμευση.
Η προκήρυξη του διαγωνισμού συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων ότι,
(α) Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων θα διατηρούσε το δικαίωμα υλοποίησης οποιουδήποτε μέρους της μελέτης στην περίπτωση μη απονομής α΄ βραβείου, κατόπιν συμφωνίας με το μελετητή που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τη συγκατάθεση του,
(β) Ο διαγωνισμός θα διεξαγόταν σύμφωνα με τους Κανονισμούς Προκήρυξης και Διεξαγωγής Κανονισμών του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου, και
(γ) Ο κάθε διαγωνιζόμενος θα διατηρούσε το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας της μελέτης που θα υπέβαλλε.
Στον "Περιορισμένο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό" δεν απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο των £25.000, αλλά δύο δεύτερα βραβεία στους εφεσιβλήτους 2, 3 και 4. Επιπρόσθετα ανταμείφθηκαν για τη συμμετοχή τους οι υπόλοιποι τρεις μελετητές, μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες.
Ακολούθως η εφεσίβλητη 1 ανέθεσε την ετοιμασία της τελικής μελέτης στους εφεσιβλήτους 2, 3 και 4, οι οποίοι ετοίμασαν την τελική λεπτομερειακή μελέτη και το γενικό σχέδιο της ευρύτερης περιοχής του ΓΣΠ και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. Η ίδια μελέτη υποβλήθηκε ακολούθως στον Παγκύπριο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό για το Νέο Κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων, που προκηρύχθηκε τον Ιούνιο του 1994.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν στην αναπαραγωγή και/ή διασκευή και/ή προσαρμογή ουσιώδους τμήματος της δικής τους μελέτης, χωρίς την άδεια τους, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του έργου τους. Ειδικότερα οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι υιοθέτησαν τις εισηγήσεις των εφεσειόντων μεταξύ άλλων αναφορικά με
(i) Τη θέση του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων,
(ii) Την κύρια και δευτερεύουσα είσοδο της Βουλής των Αντιπροσώπων,
(iii) Τη θέση της κεντρικής Πλατείας,
(iv) Τη θέση του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη,
(v) Τη θέση του πάρκου και την
(vi) Προέκταση της οδού Γλάδστωνος.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και με κοινή υπεράσπιση ισχυρίστηκαν ότι, αφού πήραν στοιχεία από τις δύο δικές τους μελέτες, προέβηκαν σε ένα συγκερασμό που οδήγησε στην τελική μορφή των σχεδίων. Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι η μελέτη που προέκυψε ήταν προϊόν της δικής τους πνευματικής ιδιοκτησίας, που δεν σχετιζόταν με εκείνη των εφεσειόντων.
(β) Η πρωτόδικη απόφαση.
Εκ μέρους των εφεσειόντων κατέθεσαν συνολικά έξι μάρτυρες, εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας τέσσερις μάρτυρες και εκ μέρους των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 τρεις μάρτυρες.
Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε ήταν κυρίως μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, αφού κατέθεσαν συνολικά εννιά αρχιτέκτονες, εκτός από τους διαδίκους Α. Λοϊζά και Φ. Παναγίδη, που ήταν και αυτοί αρχιτέκτονες. Όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, "η μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Οι μάρτυρες και των δύο πλευρών ήταν σε μεγάλη έκταση όχι μάρτυρες γεγονότων αλλά μάρτυρες που κλήθηκαν να δώσουν την επιστημονική τους άποψη για την ομοιότητα και διαφορές των έργων των εναγόντων και των εναγομένων".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε το σύνολο της μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιόν του, αποφάσισε να αποδεχθεί τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αφού αυτή δεν περιορίστηκε σε ένα μέρος της μελέτης αλλά έδωσε μια τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη εικόνα των δύο μελετών, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσειόντων, η οποία βασίστηκε κυρίως στο χώρο της Βουλής, της Πλατείας και του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, παραλείποντας να αξιολογήσει σωστά και τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου. Ακολούθως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μελέτη των εφεσειόντων αποτελούσε "καλλιτεχνικό έργο" μέσα στα πλαίσια του άρθρου 3(1) του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου αρ. 59/76, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιγράψει την εργασία των εφεσειόντων για τους τρεις πιο κάτω βασικούς λόγους:
(i) Πρώτο, η μελέτη των εφεσειόντων συγκεντρώθηκε κυρίως στο κτίριο της Βουλής, στην Πλατεία και στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και έδωσε λιγότερη έμφαση στα υπόλοιπα στοιχεία του έργου. Αυτό το σημείο επισημάνθηκε και σχολιάστηκε όχι ευνοϊκά στην έκθεση της κριτικής επιτροπής. Αντίθετα η μελέτη των εφεσιβλήτων παρουσίαζε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση όλων των στοιχείων της περιοχής μέσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν το κυκλοφοριακό και ο χώρος του ΓΣΠ. Η μελέτη έπρεπε να καλύπτει επτά συνολικά προτεινόμενες χρήσεις και οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε αντιγραφή μερικών από τα στοιχεία της μελέτης τους. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, έστω και αν αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν ορθοί, η αντιγραφή περιοριζόταν σε ένα ελάχιστο τμήμα των ενοτήτων στις οποίες ενέπιπταν.
(ii) Ο δεύτερος λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αντιγραφή, είναι ότι η ύπαρξη μερικών ομοιοτήτων στις δύο μελέτες δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι αυτό οφειλόταν σε αντιγραφή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια λεπτομερή εξέταση των ομοιοτήτων (που συμπεριλάμβαναν ομοιότητες στην κύρια και δευτερεύουσα είσοδο της Βουλής, στη θέση του Μνημείου, στη θέση της Πλατείας, στην πεζοδρόμηση της Λεωφόρου Σεβέρη και στην προέκταση της οδού Γλάδστωνος) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "το τμήμα της μελέτης των εναγόντων το οποίο κατά τον ισχυρισμό τους αντιγράφηκε από τους εναγομένους, φαινομενικά παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με αυτό των εναγομένων, στην πραγματικότητα όμως εμφανίζει τόσες διαφορές ώστε να μην είναι δυνατό να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι όντως οι εναγόμενοι αντέγραψαν τη μελέτη των εναγόντων".
(iii) Ο τρίτος λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε αντιγραφή ήταν η ύπαρξη ανομοιομορφιών στις δύο μελέτες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το υπαίθριο αμφιθέατρο, η Σχολή Αρχαιολογίας, η Δημόσια Βιβλιοθήκη και η Εθνική Πινακοθήκη είχαν τοποθετηθεί σε διαφορετικά σημεία στις δύο μελέτες. Η ίδια διαφορετική τοποθέτηση σημειώθηκε και στα κυβερνητικά κτίρια που ενώ στη μελέτη των εφεσειόντων ετοποθετούντο σε ένα χώρο βορειότερα του κτιρίου της Βουλής, στη μελέτη των εφεσιβλήτων είχαν τοποθετηθεί σε τρεις διαφορετικούς χώρους. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχε πλήρης διαφορά στην κυκλοφοριακή μελέτη και στην όλη διάταξη της αναμόρφωσης του χώρου που εκάλυπταν οι δύο μελέτες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν περισσότερες ανομοιομορφίες παρά ομοιομορφίες στις δύο μελέτες, σε βαθμό που αποκλειόταν η αντιγραφή. Επιπρόσθετα τονίστηκε ότι "η μελέτη των εναγομένων είναι μια απόλυτα πρωτότυπη μελέτη όχι μόνο αντικριζόμενη στο σύνολό της, που έτσι στην πραγματικότητα θα πρέπει να μελετηθεί, αλλ' ακόμη και στα επί μέρους στοιχεία της που συνθέτουν την τελική μορφή των απόψεων των εναγομένων".
(γ) Οι λόγοι της έφεσης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται με την παρούσα έφεση ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί ήταν λανθασμένα τα πρωτόδικα συμπεράσματα:
(i) Ότι και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων θα αποδεικνύονταν ορθοί και πάλι η υπόθεση τους θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία,
(ii) Ότι δεν υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των δύο μελετών,
(iii) Ότι υπήρχε αποφασιστική διαφορά μεταξύ των δύο έργων στην πεζοδρόμηση της Λεωφόρου Σεβέρη,
(iv) Ότι δεν είχε σημασία η παραδοχή του εφεσιβλήτου 4,
(v) Ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων έδωσαν "καλύτερη και σαφέστερη εικόνα",
(vi) Ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής οι εφεσείοντες δεν θα εδικαιούντο αποζημιώσεων και
(vii) Επίσης προβάλλεται η επιδίκαση των εξόδων σε βάρος τους.
(i) Το συμπέρασμα ότι και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήταν ορθοί και πάλι η υπόθεση τους ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι "το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί των εναγόντων αποδεικνύοντο ορθοί και πάλιν η υπόθεση τους θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, είναι προϊόν νομικού και λογικού λάθους".
Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν το πιο κάτω μέρος της πρωτόδικης απόφασης:
"Αυτό δηλαδή που το Δικαστήριο θα ήθελε να τονίσει είναι ότι οι ενάγοντες από μια ολοκληρωμένη μελέτη μιας ευρύτερης περιοχής η οποία περιλάμβανε επτά συνολικά ενότητες - χρήσεις δεν ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι αντέγραψαν ή αναπαρήγαγαν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης τους αλλά ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε μόνο σ' ένα περιορισμένο βαθμό που έχει σχέση με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αυτό από μόνο του ακόμη και στην περίπτωση που όσα ισχυρίζονται αποδεικνύονταν ορθά θα ήταν αρκετό για να πλήξει καίρια την υπόθεση τους."
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αρνητική για την υπόθεση τους την έλλειψη υποβολής ότι αντιγράφηκε το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους, αφού οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων βασίστηκαν σε αντιγραφή περιορισμένου βαθμού. Η πιο πάνω προσέγγιση εξυπακούει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε ποσοτικό αντί ποιοτικό κριτήριο για τη διαπίστωση της προσβολής και ότι το θέμα εξετάστηκε ως νομικό ενώ αυτό ήταν πραγματικό.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το μέρος εκείνο της απόφασης που επικαλούνται οι εφεσείοντες δεν μπορεί να εξεταστεί αποσπασματικά αλλά μέσα στη συνολική εικόνα της απόφασης που δείχνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε μελετήσει και αξιολογήσει το σύνολο της προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί ενώπιον του, προτού καταλήξει στα συμπεράσματά του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα με βάση την έλλειψη προβολής εκ μέρους των εφεσειόντων ότι υπήρξε αντιγραφή του συνόλου ή του μεγαλύτερου έργου τους, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, ή σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους περιορισμένη αντιγραφή. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μελέτη των εφεσιβλήτων ήταν πρωτότυπη, έχοντας υπόψη τόσο το σύνολο της όσο και τα επί μέρους στοιχεία της. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια είναι φανερό ότι το Δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε ποσοτικά αλλά ποιοτικά κριτήρια τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη της εισήγησης των εφεσειόντων για την ισχυριζόμενη αντιγραφή. Εξίσου ανεδαφική είναι και η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως νομικό ενώ αυτό ήταν πραγματικό. Το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης υποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Στην πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τα κύρια σημεία τόσο της προφορικής όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντιγραφή του έργου των εφεσειόντων.
(ii) Το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των δύο μελετών είναι λανθασμένο.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι "το συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του έργου των εφεσειόντων και αυτού των εφεσιβλήτων είναι λανθασμένο". Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης οι εφεσείοντες προέβηκαν σε διάφορες αναφορές που βασίστηκαν στη μαρτυρία που είχε προσαχθεί σχετικά με τη θέση του κτιρίου της Βουλής, της κύριας και δευτερεύουσας εισόδου της Βουλής, τις θέσεις του πάρκου, της κεντρικής Πλατείας και του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, για να καταλήξουν στην εισήγηση ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να αντλήσει βοήθεια από την οπτική εμφάνιση των τεκμηρίων που είχαν παρουσιαστεί και βασίστηκε στην αξιολόγηση του έργου που έγινε από τρίτα πρόσωπα.
Στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει μια έμμεση αναφορά σε ομοιότητες μεταξύ των δύο έργων στο πιο κάτω απόσπασμα στη σελίδα 43:
"Υπάρχουν επομένως μεταξύ των δύο μελετών ανομοιομορφίες πολύ περισσότερες παρά ομοιότητες ώστε αυτό από μόνο του ν' αποκλείει το ενδεχόμενο οι εναγόμενοι να έχουν αντιγράψει τη μελέτη των εναγόντων."
Η πιο πάνω αναφορά από μόνη της δεν εξυπακούει την ύπαρξη ομοιοτήτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπήρξε αντιγραφή της μελέτης των εφεσειόντων, αφού σε άλλο μέρος της απόφασης (σελ. 39) η αναφορά σε ομοιότητες δεν ενισχύει την πιο πάνω θέση, όταν το Δικαστήριο αναφέρει ότι,
"Το τμήμα της μελέτης των εναγόντων το οποίο κατά τον ισχυρισμό τους αντιγράφηκε από τους εναγομένους φαινομενικά παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με αυτό των εναγομένων, στην πραγματικότητα όμως εμφανίζει τόσες διαφορές ώστε να μην είναι δυνατό να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι όντως οι εναγόμενοι αντέγραψαν τη μελέτη των εναγόντων."
Αναφορικά με τις εισηγήσεις για τις διάφορες πτυχές της μελέτης (θέση της Βουλής και των εισόδων της, τις θέσεις του πάρκου, κεντρικής Πλατείας, Μνημείου Άγνωστου Στρατιώτη και άλλα), τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν πλήρως τόσο με την προφορική όσο και με την έγγραφη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να αξιολογήσει οπτικά τα τεκμήρια και ότι βασίστηκε στην αξιολόγηση τρίτων, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Έχουμε ήδη παραθέσει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξαν ομοιότητες στα σχέδια των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων που θα δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό της αντιγραφής. Συμφωνούμε με το πιο πάνω συμπέρασμα και κατ' επέκταση η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Η κρίση ότι υπήρχε αποφασιστική διαφορά στην πεζοδρόμηση της Λεωφόρου Σεβέρη είναι λανθασμένη.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι υπήρχε αποφασιστική διαφορά μεταξύ των δύο μελετών στην πεζοδρόμηση της Λεωφόρου Σεβέρη και τούτο γιατί στο σχέδιο των εφεσιβλήτων η πεζοδρόμηση θα ήταν περιορισμένου βαθμού αφού επρονοούντο λωρίδες λεωφορείων και προς τις δύο κατευθύνσεις και θα επιτρεπόταν η χρήση του δρόμου και από άλλα δημόσια και ιδιωτικά οχήματα σε ώρες αιχμής, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο των εφεσειόντων η χρήση της Λεωφόρου Σεβέρη θα επιτρεπόταν μόνο για πεζούς κατά τη διάρκεια επίσημων εκδηλώσεων.
Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε αυτό το στάδιο το σχετικό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση:
"Ο συνήγορος των εναγόντων προσπαθώντας να μειώσει με την τελική του αγόρευση τη σπουδαιότητα που η άλλη πλευρά προσδίδει στη διαφορά των δύο μελετών ένεκα της πεζοδρόμησης της Σεβέρη ισχυρίσθηκε ότι στην ουσία δεν υπάρχει πεζοδρόμηση εφόσον υπάρχουν λωρίδες κυκλοφορίας λεωφορείων και προς τις δύο κατευθύνσεις. Όντως είναι δεκτό και από τους μάρτυρες των εναγομένων ότι υπάρχει τέτοια πρόνοια. Όμως η διαφορά παραμένει. Είναι ένα πράγμα η καθημερινή ελεύθερη κυκλοφορία σ' ένα δρόμο όλες τις ώρες και άλλο η περιορισμένη κυκλοφορία λεωφορείων. Από την άλλη όπως οι μάρτυρες των εναγομένων εξήγησαν η πεζοδρόμηση της Σεβέρη δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένα από τις άλλες διευθετήσεις κυκλοφορίας στην περιοχή. Στη μελέτη των εναγόντων η όλη αντίληψη για τη Σεβέρη είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των εναγομένων, ακόμη και αν κάποιος δεχθεί ότι η πεζοδρόμηση της Σεβέρη στο σχέδιο των εναγομένων δεν είναι απόλυτη. Όπως συνάγεται από την έκθεση των εναγόντων που υπέβαλαν στον περιορισμένο διαγωνισμό (βλ. τεκμήριο 10, κεφάλαιο - κυκλοφορία) η Σεβέρη διατηρείται μαζί με την Ευαγόρου σαν βασικός άξονας κυκλοφορίας στην περιοχή. Η διαφορά μεταξύ των δύο μελετών είναι πέραν από εμφανής."
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στις δύο προσεγγίσεις υπήρχε ουσιαστική διαφορά είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την προσαχθείσα μαρτυρία και η απόφαση του ότι η διαφορά μεταξύ πεζοδρόμησης (από τους εφεσιβλήτους) και μη πεζοδρόμησης (από τους εφεσείοντες) είναι ουσιαστική, έστω και αν σε μεμονωμένες περιπτώσεις επίσημων εκδηλώσεων η Λεωφόρος Σεβέρη θα μπορούσε να χρησιμοποιείται από πεζούς.
(iv) Το συμπέρασμα ότι η παραδοχή του εφεσιβλήτου 4 είναι χωρίς σημασία είναι λανθασμένο.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι "το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν θα είχε σημασία η παραδοχή του εφεσιβλήτου 4 είναι λανθασμένο".
Η παραδοχή που οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν προέκυψε από μια στιχομυθία που έλαβε χώρα σύμφωνα με τους εφεσείοντες στις 25/2/94, όταν ο εφεσείων Α. Λοϊζάς μαζί με το συνεργάτη των εφεσειόντων ΜΕ3 Δημήτρη Λουκαΐδη και τον εφεσίβλητο 4 Φ. Παναγίδη, κατευθύνονταν προς τον ανελκυστήρα των γραφείων του ΚΟΤ. Όταν ο κ. Λοϊζάς ρώτησε τον εφεσίβλητο 4 τι γινόταν με την τελική μελέτη της διαμόρφωσης του χώρου του ΓΣΠ, ο εφεσίβλητος 4 τους είπε "έτσι όπως πάμε τελικά θα κάμουμε τη μελέτη σας". Ο εφεσίβλητος 4 αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα η πιο πάνω στιχομυθία, τονίζοντας ότι το ΜΕ3 Δημήτρη Λουκαΐδη τον έβλεπε για πρώτη φορά όταν ο μάρτυς αυτός κατέθετε στο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι είχε λάβει χώρα η πιο πάνω στιχομυθία, προσθέτοντας ότι και στην απίθανη περίπτωση που η πιο πάνω εκδοχή γινόταν αποδεκτή δεν θα είχε καμιά ουσιαστική σημασία στην υπόθεση, αφού τελικά σημασία θα είχε η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων από το Δικαστήριο και όχι τι είχε λεχθεί μεταξύ των πιο πάνω εκτός Δικαστηρίου.
Η εισήγηση των εφεσειόντων ενόψει του συμπεράσματος του Δικαστηρίου να απορρίψει την εκδοχή των εφεσειόντων, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η μη αποδοχή της πιο πάνω ισχυριζόμενης παραδοχής εκ μέρους του εφεσιβλήτου 4 δεν επιτρέπει την περαιτέρω διερεύνηση του ισχυρισμού των εφεσειόντων.
(v) Οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων έδωσαν καλύτερη και σαφέστερη εικόνα.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι μάρτυρες έδωσαν "καλύτερη και σαφέστερη εικόνα", είναι λανθασμένο. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η μαρτυρία της ΜΥ2 Ανώτερης Αρχιτέκτονος στα Δημόσια Έργα Λίλιαν Ζαμπάρτα, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, γιατί μεταξύ άλλων η μάρτυς ήλθε σε σύγκρουση με όλους τους μάρτυρες των εφεσειόντων στο ζήτημα της ύπαρξης νοητού άξονα Βουλής - Πλατείας - Μνημείου, απέκρυψε ότι το έργο των εφεσιβλήτων προέβλεπε ότι η Λεωφόρος Σεβέρη θα εχρησιμοποιείτο καθόλο το εικοσιτετράωρο από οχήματα δημόσιας χρήσης και σε ώρες αιχμής και από ιδιωτικά οχήματα και γιατί δεν θυμόταν στοιχεία των δύο μελετών. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο ΜΥ3, Αρχιτέκτονας - Πολεοδόμος και Μόνιμος Καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Pratt Institute της Αμερικής, Θεοχάρης Λ. Δαυΐδ, ήταν αντιφατικός και ότι η μαρτυρία του θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί με επιφυλακτικότητα αφού ήταν ένας από τους κριτές που είχαν διορισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για να κρίνουν τις μελέτες που υποβλήθηκαν.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Μια προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας της ΜΥ2 δείχνει ότι αυτή δεν απέκρυψε ότι θα γινόταν χρήση της Λεωφόρου Σεβέρη από λεωφορεία, αλλά παρέλειψε να το αναφέρει γιατί, όπως εξήγησε, δεν το θεώρησε ως σημαντικό. Η μάρτυς όμως ανέφερε ότι υπήρχε διαφορά στη φιλοσοφία των δύο μελετών, αφού στη μελέτη των εφεσειόντων η Λεωφόρος Σεβέρη παρουσιάζεται ως λεωφόρος ενώ στη μελέτη των εφεσιβλήτων παρουσιάζεται ως πεζόδρομος. Το ότι η μάρτυς δεν θυμόταν κατά πόσο περνούσαν ταξί από τη Λεωφόρο Σεβέρη, δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία της. Αντίθετα μια τέτοια απάντηση μετά από πέντε χρόνια θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογική.
Αναφορικά με το ΜΥ3, Αρχιτέκτονα - Καθηγητή Θεοχάρη Λ. Δαυΐδ, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ασχολήθηκε σε έκταση με τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, αποφάσισε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρος και στην ιδιότητα του ως μέλους της κριτικής επιτροπής του περιορισμένου διαγωνισμού, αποφάσισε να δεχθεί τη μαρτυρία του και οι λόγοι που προβλήθηκαν δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απόρριψη της μαρτυρίας του. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(vi) Το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής δεν θα εδικαιούντο αποζημιώσεων είναι νομικά και πραγματικά λανθασμένο.
Αυτός ο λόγος δεν είναι ανάγκη να μας απασχολήσει αφού οι καταλήξεις μας στους λόγους που ήδη έχουμε εξετάσει, καθιστούν εντελώς ακαδημαϊκό το θέμα της επιδίκασης αποζημιώσεων σε περίπτωση που θα υπήρχε ευθύνη.
(vii) Η διαταγή για έξοδα είναι λανθασμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες όπως καταβάλουν τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα την έκβαση της δίκης εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή.
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα δικαιολογούσαν την πρωτόδικη απόφαση ότι η επιδίκαση των εξόδων εναντίον των εφεσειόντων, η αγωγή των οποίων είχε απορριφθεί, είναι λανθασμένη. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.