ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 942
13 Μαΐου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Εναγομένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11366)
Αμέλεια ― Οδικό ατύχημα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Απόδοση ευθύνης 40% στον εφεσείοντα ο οποίος κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως υπάλληλος της εφεσίβλητης οδήγησε το όχημά του στο χώρο εργασίας του και προσέκρουσε σε καρότσα η οποία ήταν σταθμευμένη εκεί ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Απόδοση αμέλειας σε εργοδότρια η οποία δεν εκτέλεσε την υποχρεώσή της για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας προς εργοδοτούμενό της.
Λέξεις και Φράσεις ― "Οδός" στο Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια Υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 133, όπως τροποποιήθηκε ― Περιλαμβάνει και οιονδήποτε ανοικτό χώρο εντός των περιοχών των λιμένων.
Ο εφεσείων, εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης, τραυματίστηκε στις 15.10.1995 στο νέο λιμάνι Λεμεσού, όταν το όχημά του, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας, προσέκρουσε στο πίσω μέρος σταθμευμένης καρότσας με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, το δε όχημά του να υποστεί ζημιές. Η καρότσα δεν έφερε οποιοδήποτε φωσφορούχο σήμα. Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αναμμένα τα φώτα στη χαμηλή στάση. Η ταχύτητά του ήταν 15-20 χ.α.ω. Αντιλήφθηκε την καρότσα όταν βρισκόταν σε απόσταση περί τα 7-10 μέτρα από αυτή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι το δυστύχημα οφειλόταν στην αμέλεια της εφεσίβλητης ως εργοδότριας, η οποία δεν είχε εκτελέσει την υποχρέωσή της για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης και στο εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας. Η στάθμευση καρότσων στο χώρο του δυστυχήματος δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για τον εφεσείοντα που εργαζόταν στο λιμάνι για πολλά χρόνια. Τελικά το Δικαστήριο κατένειμε ευθύνη για το δυστύχημα σε ποσοστό 60% για την εφεσίβλητη και 40% για τον εφεσείοντα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους ακόλουθους δύο λόγους:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του εφεσείοντος καθοδηγήθηκε από υποθέσεις οδικής αμέλειας "λόγω του ότι το δυστύχημα συνέβη ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του" και αυτό αποτελούσε σφάλμα καθότι (α) το λιμάνι Λεμεσού δεν αποτελούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, "οδό" αλλά ήταν εργοτάξιο και (β) το Δικαστήριο έκρινε ότι το δυστύχημα ήταν εργατικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια εργοδότησης του εφεσείοντος από την εφεσίβλητη.
2) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων φέρει συντρέχουσα αμέλεια 40% αφού στηρίχθηκε εσφαλμένα στη μαρτυρία εμπειρογνώμονος και κατέληξε στο παράλογο και εξωπραγματικό, γιατί αντίκειται στην κοινή λογική, εύρημα ότι η εμβέλεια των χαμηλών φώτων των αυτοκινήτων είναι 40 μέτρα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το επίδικο δυστύχημα ήταν εργατικό προκειμένου να καθοριστεί η τυχόν αμέλεια της εφεσίβλητης ενώ, ταυτόχρονα, ήταν οδικό προκειμένου να καθοριστεί η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος. Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια Υπέρ Τρίτου) Νόμου Κεφ. 133, όπως τροποποιήθηκε, το λιμάνι Λεμεσού θεωρείται "οδός".
2. Το ποία ήταν η εμβέλεια των χαμηλών φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντος δεν ήταν θέμα κοινής λογικής. Ήταν θέμα μαρτυρίας εμπειρογνώμονος. Αφ' ης στιγμής το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονος της υπεράσπισης ότι με ταχύτητα 20 χ.α.ω., ο εφεσείων θα χρειαζόταν 6.40 μέτρα για να σταματήσει, είτε 12-15 μέτρα, όπως η μαρτυρία του δικού του μάρτυρα, είτε 40 μέτρα, όπως η μαρτυρία του εμπειρογνώμονος της υπεράσπισης, ήταν η εμβέλεια των φώτων του, θάπρεπε, αν δεν ήταν αμελής, να σταματήσει εγκαίρως για να αποφύγει τη σύγκρουση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα και στον καθορισμό του ποσοστού της.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 6/3/03 (Αρ. Αγωγής 7558/95) με την οποία έκρινε ότι η εναγόμενη ήταν ένοχος αμέλειας κατά 60% για το ατύχημα το οποίο συνέβη στις 15/10/95 όταν ο ενάγοντας ως λιμενικός λεμβοδηγός και υπάλληλος της εναγόμενης, οδηγώντας το όχημά του, προσέκρουσε σε σταθμευμένη καρότσα στο λιμάνι Λεμεσού αλλά έκρινε ότι και ο ίδιος ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 40%.
Κ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Αστραίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αρ. 7558/95 αγωγή ενώπιον του Ε.Δ. Λεμεσού, ο εφεσείων αξίωσε από την εφεσίβλητη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές τις οποίες υπέστη, ως ο ισχυρισμός του, συνεπεία της αμέλειας και ή παράβασης των νόμιμων καθηκόντων της εφεσίβλητης όταν, στις 15.10.1995, κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως υπαλλήλου της εφεσίβλητης (λιμενικού λεμβοδηγού) στο νέο λιμάνι Λεμεσού, και ενώ οδηγούσε το υπ' αρ. AAP382 αυτοκίνητό του, προσέκρουσε σε καρότσα η οποία ήταν σταθμευμένη στο χώρο του λιμανιού.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας, ήταν τα ακόλουθα:
Στις 15.10.1995 ο εφεσείων εργαζόταν ως υπάλληλος της εφεσίβλητης (λιμενικός λεμβοδηγός) στο νέο λιμάνι Λεμεσού. Περί ώρα 18.30-18.35 βρισκόταν στο βόρειο μόλο όπου το πλοίο "Princesa Cypria" ετοιμαζόταν να αποπλεύσει. Όταν τελείωσε την εργασία του εκεί, ο προϊστάμενός του έδωσε οδηγίες να μεταβεί μαζί με άλλους συναδέλφους του στο νότιο μόλο για να ετοιμάσουν το επόμενο πλοίο το οποίο ανέμενε τη σειρά του να αποπλεύσει. Ο εφεσείων πήρε αμέσως το αυτοκίνητό του υπ΄ αρ. AAP382 και το οδήγησε με κατεύθυνση το νότιο μόλο. Ενώ βρισκόταν στο δυτικό μόλο, ακολουθώντας το μισό περίπου του ασφαλτοστρωμένου μέρους, προσέκρουσε στο πίσω μέρος σταθμευμένης καρότσας με αρ. LPA26, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, το δε όχημά του να υποστεί ζημιές. Η καρότσα δεν έφερε οποιοδήποτε φωσφορούχο σήμα. Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αναμμένα τα φώτα στη χαμηλή στάση. Η ταχύτητά του δεν ήταν μεγάλη. Αντιλήφθηκε την καρότσα όταν βρισκόταν σε απόσταση περί τα 7-10 μέτρα από αυτή. Δεν έλαβε, όμως, οποιαδήποτε μέτρα για αποφυγή τη σύγκρουσης. Την ώρα του δυστυχήματος τα φώτα του λιμανιού, τα οποία χρησιμοποιούνται όταν εκτελούνται εργασίες, δεν ήταν αναμμένα. Αναμμένα ήταν μόνο τα φώτα ασφαλείας τα οποία, όμως, δεν ήταν ικανοποιητικά ώστε να μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα εμπόδιο στο δρόμο, όπως μια καρότσα χωρίς φωσφορούχο σήμα. Το δυστύχημα έγινε μετά τη δύση του ήλιου και όταν δεν υπήρχε φως της ημέρας. Ο καιρός ήταν αίθριος και η άσφαλτος ξηρή.
Στηριζόμενο στα γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε στο εύρημα ότι το δυστύχημα οφειλόταν σε αμέλεια της εφεσίβλητης ως εργοδότριας. Έκρινε ότι το σύστημα εργασίας δεν ήταν ασφαλές. Η εφεσίβλητη δεν μερίμνησε ώστε η μετακίνηση του εφεσείοντος να μην εμπεριέχει κινδύνους. Την ώρα του δυστυχήματος, και ενώ διεξήγοντο ακόμα εργασίες στο λιμάνι και δεν υπήρχε φως ημέρας, τα φώτα του λιμανιού δεν ήταν αναμμένα ούτε υπήρχε άλλος επαρκής φωτισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι ευδιάκριτη η χωρίς φωσφορούχα σήματα καρότσα πάνω στην οποία προσέκρουσε ο εφεσείων. Στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα δεν έπρεπε να υπάρχουν σταθμευμένες καρότσες. Όταν, μάλιστα, ο εφεσείων πέρασε προηγουμένως από το ίδιο σημείο, δεν υπήρχε καρότσα.
Με δεδομένη την αμέλεια της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος. Αφού άντλησε καθοδήγηση από αριθμό υποθέσεων οδικής αμέλειας, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν όντως ένοχος συντρέχουσας αμέλειας για το δυστύχημα. Εργαζόταν στο λιμάνι για πολλά χρόνια. Η στάθμευση καρότσων σε χώρους άλλους από εκείνους τους οποίους είχε καθορίσει η εφεσίβλητη, όπως το χώρο όπου έγινε το δυστύχημα, δεν ήταν, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, κάτι το ασύνηθες. Και ο εφεσείων προφανώς το γνώριζε. Προτού ξεκινήσει το αυτοκίνητό του ο εφεσείων γνώριζε, επίσης, την ανυπαρξία επαρκούς φωτισμού στην περιοχή. Με βάση τη δική του μαρτυρία οδηγούσε με ταχύτητα 15-20 χιλιόμετρα την ώρα. Αν οδηγούσε με ταχύτητα 20 χιλιόμετρα την ώρα θα χρειαζόταν 6,40 μέτρα για να σταματήσει το αυτοκίνητό του αφ΄ης στιγμής είχε δει την καρότσα. Επομένως, είτε η εμβέλεια των φώτων του στη χαμηλή στάση ήταν περί τα 12-15 μέτρα, όπως η μαρτυρία του δικού του μάρτυρα Λοχ. 211 Γ. Παναγιώτου, είτε ήταν 40 μέτρα, όπως η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης Γ. Τζιρκαλλή, ο εφεσείων δεν επέδειξε τη δέουσα παρατηρητικότητα ώστε να αντιληφθεί έγκαιρα την καρότσα και δεν έλαβε τα δέοντα αποτρεπτικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Εξού και στη σκηνή δεν υπήρχαν καθόλου ίχνη τροχοπέδησης.
Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένειμε ευθύνη για το δυστύχημα σε ποσοστό 60% για την εφεσίβλητη και 40% για τον εφεσείοντα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για δύο λόγους:
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ερώτημα κατά πόσο αποδείχθηκε ή όχι συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος, καθοδηγήθηκε από υποθέσεις οδικής αμέλειας "λόγω του ότι το δυστύχημα συνέβη ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του". Και τούτο διότι (α) το λιμάνι Λεμεσού δεν αποτελούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, "οδό" αλλά ήταν ένα "εργοτάξιο" και (β) διότι, προηγουμένως, το ίδιο το Δικαστήριο "απέρριψε τη σχετική θέση και εισήγηση της Δικηγόρου της Εναγόμενης - Εφεσίβλητης, ότι επρόκειτο για οδικό Δυστύχημα, και απεφάνθη και έκρινε ότι επρόκειτο για Εργατικό Δυστύχημα κατά την διάρκεια εργοδότησης του Ενάγοντα από την Εναγομένη."
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια Υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 133, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 158/87, το λιμάνι Λεμεσού θεωρείται "οδός"*, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από υποθέσεις οδικής αμέλειας, οδικών, δηλαδή, δυστυχημάτων, προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με τη δέουσα επιμέλεια ή όχι. Η καθοδήγησή του αυτή δεν ήταν αντίθετη με προηγούμενη καθοδήγησή του ότι ενώπιόν του είχε εργατικό δυστύχημα. Αν και δεν θεωρούμε ότι η ονοματοθεσία του δυστυχήματος σε εργατικό ή οδικό έχει οποιαδήποτε πρακτική αξία, θα λέγαμε ότι αυτό ήταν και εργατικό και οδικό. Ήταν εργατικό προκειμένου να καθοριστεί η τυχόν αμέλεια της εφεσίβλητης ενώ, ταυτόχρονα, ήταν οδικό προκειμένου να καθοριστεί η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ότι ο εφεσείων «φέρει συντρέχουσα αμέλεια 40%, στηριχθέν, εσφαλμένα επίσης, στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Τζιρκαλλή "ότι με ταχύτητα 20χλμ απαιτείται απόσταση 6.40 για να σταματήσει το όχημα και ότι αυτοκίνητο του τύπου του οχήματος του Ενάγοντα πρέπει να έχει εμβέλεια φώτων 40 μέτρων , στην χαμηλή στάση".» Και τούτο διότι το εύρημα ότι η εμβέλεια των χαμηλών φώτων των αυτοκινήτων είναι 40 μέτρα "είναι και παράλογο και εξωπραγματικό, γιατί αντίκειται στην κοινή λογική", είναι δε, επίσης, "αντίθετο με την αποδεκτή, τόσο από το Δικαστήριο όσο και από την ίδια την εναγομένη, μαρτυρία του Λοχ. 211 Γ. Παναγιώτου, όστις ανέφερε ότι η εμβέλεια των χαμηλών φώτων του ενάγοντα, σε ορατότητα, ήτο 12 -15 μέτρα.". Ο δε μάρτυρας Γ. Τζιρκαλλής μαρτύρησε μόνο θεωρητικά αφού "ουδέποτε επεσκέφθη τη σκηνή του Δυστυχήματος ούτε ποτέ εξέτασε το αυτοκίνητο του ενάγοντα".
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το ποία ήταν η εμβέλεια των χαμηλών φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντος δεν ήταν θέμα κοινής λογικής. Ήταν θέμα μαρτυρίας εμπειρογνώμονα. Ο Λοχ. 211 Γ. Παναγιώτου, όπως και ο εμπειρογνώμονας Γ. Τζιρκαλλής, δεν έλεγξε την εμβέλεια φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντος στη χαμηλή στάση. Μίλησε θεωρητικά χωρίς να είναι εμπειρογνώμονας. Θεωρητικά μίλησε και ο Γ. Τζιρκαλλής. Όμως ο Γ. Τζιρκαλλής, ως εμπειρογνώμονας, έδωσε μαρτυρία ότι αυτοκίνητα του τύπου του αυτοκινήτου του εφεσείοντος έχουν εμβέλεια φώτων τουλάχιστον 40 μέτρα στη χαμηλή στάση. Ήταν, επομένως, εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Γ. Τζιρκαλλή, να καταλήξει ότι η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντος στη χαμηλή στάση ήταν τουλάχιστον 40 μέτρα. Το εύρημα αυτό ήταν, βέβαια, όπως σημείωσε το ίδιο το Δικαστήριο, δευτερεύουσας σημασίας εφόσον, αφ' ης στιγμής αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Γ. Τζιρκαλλή ότι, με ταχύτητα 20 χιλιόμετρα την ώρα, ο εφεσείων θα χρειαζόταν 6.40 μέτρα για να σταματήσει, είτε 12 - 15 είτε 40 μέτρα ήταν η εμβέλεια των φώτων του, θάπρεπε, αν δεν ήταν αμελής, να σταματήσει εγκαίρως και να αποφύγει τη σύγκρουση. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα. Εύλογα δε την καθόρισε σε ποσοστό 40% ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.