ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2004) 1 ΑΑΔ 847

23 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ) ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 10

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΘΑΜΠΤΟΝ/SOUTHAMPTON

COUNTY COURT ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 13.9.00 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ROBERT PENDER, ΕΝΑΓΟΝΤΑ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ EXCELSIOR GENERAL INSURANCE CO. LTD, ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΑΡ. SOOO4605

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/9/2000 («Η ΑΓΩΓΗ»)

ΚΑΙ

ROBERT PENDER,

Αιτητής-Εφεσείων,

ν.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Μεσεγγυούχων-Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11336)

 

Πολιτική Δικονομία ― Εκτέλεση δικαστικής απόφασης ― Διαδικασία μεσεγγύησης ― Κατά πόσο η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου μπορεί να είναι μεσεγγυούχος σε σχέση με χρήματα κατατεθειμένα στην Κεντρική Τράπεζα από ασφαλιστική εταιρεία βάσει του Άρθρου 17(1) του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 (Ν. 72/84).

Στις 11 Απριλίου 2001 ο εφεσείων ήγειρε διαδικασία μεσεγγύησης εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου στην οποία η ασφαλιστική εταιρεία Excelsior General Insurance Co. Ltd - με την οποία είχε ασφαλίσει το σκάφος του - είχε καταθέσει ποσό £30.000, βάσει του Άρθρου 17(1) του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου ως προϋπόθεση για την άσκηση του σχετικού κλάδου ασφάλισης.

Προηγουμένως με διάταγμα ημερ. 20 Νοεμβρίου 2000, ο εφεσείων ενέγραψε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απόφαση Αγγλικού Δικαστηρίου για ποσό S£6.784,84 πλέον τόκο και έξοδα η οποία εκδόθηκε εναντίον της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας σε αγωγή για αποζημιώσεις λόγω άρνησής της να πληρώσει για συμβάν που εκαλύπτετο από το έγγραφο ασφάλισης.

Από την 31ην Μαρτίου 1998, η Έφορος Ασφαλειών ακύρωσε την άδεια της ασφαλιστικής εταιρείας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε, σε μονομερή αίτηση του εφεσείοντος, ένταλμα κατάσχεσης με το οποίο εξασφαλιζόταν το εξ αποφάσεως χρέος.

Ο Γενικός Εισαγγελέας έφερε ένσταση στο ένταλμα υποστηρίζοντας ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν έχει θέση ως μεσεγγυούχος και ότι μεσεγγυούχος θα μπορούσε να ήταν μόνο η Έφορος Ασφαλειών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εσφαλμένα ήταν που θεωρήθηκε η Κεντρική Τράπεζα ως μεσεγγυούχος και απέρριψε την αίτηση με έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κατάθεση, βάσει του Άρθρου 17(3) του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου αποβλέπει, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον στην οικονομική προστασία των ασφαλιζομένων. Όπου χρησιμοποιείται μέρος της για ικανοποίηση απαίτησης, η κατάθεση πρέπει, σύμφωνα με το Άρθρο 17(7) να αναπληρώνεται.  Εν τέλει, η κατάθεση ή το μέρος το οποίο παραμένει μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας, επιστρέφεται όταν παύσει η διεξαγωγή εργασιών του κλάδου.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπου εκκρεμούσε ακόμα οφειλή της ασφαλιστικής εταιρείας, η κατάθεση ως περιουσιακό της στοιχείο διέπετο από τον νομοθετικά προβλεπόμενο σκοπό, όχι από οποιαδήποτε διμερή σχέση μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και της Κεντρικής Τράπεζας ή της Εφόρου Ασφαλίσεως.  Στην απουσία δε μηχανισμού του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου για την ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους και συγκεκριμένης αρμοδιότητας επί του προκειμένου της Εφόρου Ασφαλίσεως, προσφέρεται η δυνατότητα εκτέλεσης με ένταλμα κατάσχεσης κινητής ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Κεντρική Τράπεζα, όπου και η κατάθεση.  Εκτός από την Κεντρική Τράπεζα έχει λόγο και η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία δεν φαίνεται να επιδόθηκε η αίτηση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αίτησης κατόπιν επίδοσης στην ασφαλιστική εταιρεία. Τα πρωτόδικα έξοδα να ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα - αιτητή κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/2/02 (Αρ. Αγωγής 777/00) με την οποία ακύρωσε το ένταλμα κατάσχεσης κινητής ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου το οποίο εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης του ενάγοντα και με την οποία ορίζετο η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως μεσεγγυούχος προς εξασφάλιση του εξ' αποφάσεως χρέους του εναντίον της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας.

Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων είχε ασφαλίσει σκάφος με την Excelsior General Insurance Co. Ltd η οποία διεξήγαγε ασφαλιστικές εργασίες στην Κύπρο.  Κατόπιν συμβάντος που καλύπτετο από το έγγραφο ασφάλισης, η ασφαλιστική εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση της να πληρώσει.  Οπότε ο εφεσείων της κίνησε στην Αγγλία αγωγή για αποζημιώσεις. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2000, Αγγλικό Δικαστήριο εξέδωσε υπέρ του απόφαση για ποσό S£6.784,84 πλέον τόκο και έξοδα. 

Η απόφαση ενεγράφη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με διάταγμα ημερ. 20 Νοεμβρίου 2000.  Η ασφαλιστική εταιρεία   ειδοποιήθηκε περί τούτου στις 7 Μαρτίου 2001.  Ας σημειωθεί  ότι ήδη, από 31 Μαρτίου 1998, η Έφορος Ασφαλειών ακύρωσε την άδεια της ασφαλιστικής εταιρείας, βάσει του άρθρου 13(β)  του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 (Ν. 72/84 όπως τροποποιήθηκε).  Στις 11 Απριλίου 2001, αφού παρήλθε η προθεσμία εντός της οποίας η ασφαλιστική εταιρεία θα μπορούσε να αντιταχθεί στην εγγραφή της απόφασης, ο εφεσείων ξεκίνησε διαδικασία μεσεγγύησης για πληρωμή.  Στράφηκε προς την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου στην οποία η ασφαλιστική εταιρεία είχε καταθέσει ποσό £30.000, βάσει του άρθρου 17(1)* του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου ως προϋπόθεση για την άσκηση του σχετικού κλάδου ασφάλισης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε, σε μονομερή αίτηση του εφεσείοντος, ένταλμα κατάσχεσης με το οποίο εξασφαλιζόταν το εξ αποφάσεως χρέος.  Το ένταλμα επιδόθηκε όχι μόνο στην Κεντρική Τράπεζα αλλά και στο Γενικό Εισαγγελέα, προφανώς ένεκα του ενδεχομένου συζήτησης του άρθρου 77 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (όπως τροποποιήθηκε).  Προβλέπεται εκεί ότι:

«77.  Ιδιοκτησία στα χέρια ή υπό τον έλεγχο δημόσιου λειτουργού υπό την επίσημη του ιδιότητα υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου για εκτέλεση δικαστικής απόφασης με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα. ιδιοκτησία υπό τον έλεγχο οποιουδήποτε Δικαστηρίου υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου με διάταγμα του Δικαστηρίου.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας έφερε ένσταση στο ένταλμα.  Υπέβαλε ότι προέκυπτε από τις  πρόνοιες του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου ότι η Κεντρική Τράπεζα, η οποία ενεργούσε εν προκειμένω ως απλός  τραπεζίτης, δεν έχει θέση ως μεσεγγυούχος και ότι μεσεγγυούχος  θα μπορούσε να ήταν μόνο η Έφορος Ασφαλειών. Εφόσον δε, σύμφωνα με το άρθρο 4**  του εν λόγω Νόμου, η Έφορος είναι δημόσιος λειτουργός δεν θα ήταν επιτρεπτή η κατάσχεση περιουσίας στα χέρια της χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εν τέλει έκρινε ότι εσφαλμένα ήταν που θεωρήθηκε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ως μεσεγγυούχος και απέρριψε την αίτηση με έξοδα.  Ο πυρήνας του σκεπτικού περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου είναι ο τραπεζίτης στον οποίο γίνεται κατάθεση του ποσού που προβλέπεται με βάση το Άρθρο 17 και δεν δημιουργείται σχέση πιστωτή και οφειλέτη ανάμεσα στην ασφαλιστική εταιρεία Excelsior General Insurance Co. Ltd. και την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου αλλά μόνο ανάμεσα της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας και της Δημοκρατίας.  Μπορεί το ποσό των Λ.Κ. 30.000- το οποίο ανήκει στην εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία να βρίσκεται στην κατοχή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου αλλά δεν είναι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου που οφείλει στην ασφαλιστική αυτή εταιρεία το εν λόγω ποσό αλλά η Δημοκρατία εξ΄ ου και για την επιστροφή οιασδήποτε κατάθεσης ή μέρους κατάθεσης που γίνεται με βάση το Άρθρο 17, δυνάμει του Άρθρου 19, είναι ο Υπουργός Οικονομικών που εξουσιοδοτεί την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου να επιστρέψει τέτοια κατάθεση ή μέρος κατάθεσης στην ασφαλιστική εταιρεία . .........................................  Υπενθυμίζω δε εδώ ότι με βάση το Άρθρο 19 επιστροφή κατάθεσης που έγινε με βάση το Άρθρο 17 γίνεται όταν ασφαλιστική εταιρεία που υπόκειται στο Νόμο αυτό θα αναστείλει την άσκηση οποιουδήποτε κλάδου ασφαλειών  στη Δημοκρατία αλλά νοουμένου ότι ο Υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτήσει την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου να επιστρέψει το ποσό της κατάθεσης στην ασφαλιστική εταιρεία.  Έτσι και εδώ μετά την ακύρωση της άδειας ασφαλιστή που έγινε στην περίπτωση της πιο πάνω ασφαλιστικής εταιρείας θέμα επιστροφής της κατάθεσης του ποσού των Λ.Κ. 30.000- γίνεται με βάση και μόνο τις πρόνοιες του Άρθρου 19 και με την εξασφάλιση της εξουσιοδότησης του Υπουργού Οικονομικών.»

Δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη  άποψη.  Η  κατάθεση, βάσει του άρθρου 17(3)* του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου αποβλέπει, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, στην οικονομική προστασία των ασφαλιζομένων.  Όπου χρησιμοποιείται μέρος της για ικανοποίηση απαίτησης, η κατάθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 17(7)* να αναπληρώνεται. Εν τέλει, η κατάθεση ή το μέρος το οποίο παραμένει μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας, επιστρέφεται όταν παύσει η διεξαγωγή εργασιών του κλάδου.  Προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου ότι:

«Εις ην περίπτωσιν ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελεν αναστείλει την άσκησιν οιουδήποτε κλάδου ασφαλειών εν τη Δημοκρατία αναφορικώς προς ον εγένετο κατάθεσις δυνάμει του άρθρου 17, αι δε εν τη Δημοκρατία υποχρεώσεις αυτής αι αφορώσαι εις τον ως είρηται κλάδον έχουν ήδη εκπληρωθή ή είναι άλλως κεκαλυμμέναι, ο Υπουργός εξουσιοδοτεί, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, την Κεντρική Τράπεζαν όπως επιστρέψη τη εταιρεία το μέρος της καταθέσεως το μη αφορών εις τους κλάδους ασφαλίσεως τους οποίους η εταιρεία τυχόν ασκεί εισέτι.»

Είναι νομίζουμε προφανές πως θεώρηση της κατάθεσης ως οφειλής δικαιολογείται μόνο (α) στην περίπτωση της Δημοκρατίας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση εξουσιοδότησης από τον αρμόδιο Υπουργό· και (β) στην περίπτωση της Κεντρικής Τράπεζας όταν έχει εκδοθεί η εξουσιοδότηση.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπου εκκρεμούσε ακόμα οφειλή της ασφαλιστικής εταιρείας, η κατάθεση ως περιουσιακό της στοιχείο διέπετο από τον νομοθετικά προβλεπόμενο σκοπό, όχι από οποιαδήποτε διμερή σχέση μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και της Κεντρικής Τράπεζας ή της Εφόρου Ασφαλίσεως.  Έπειτα, ο περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμος δεν περιλαμβάνει δικό του μηχανισμό για την ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους και δεν παρέχει στην Έφορο Ασφαλίσεων οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρμοδιότητα επί του προκειμένου.  Προσφέρεται λοιπόν η δυνατότητα εκτέλεσης με ένταλμα κατάσχεσης κινητής ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου. Τρίτος  σε αυτή την περίπτωση είναι η Κεντρική Τράπεζα, όπου και η κατάθεση.  Η Δημοκρατία δεν έχει λόγο επί του θέματος.  Όμως, εκτός από την Κεντρική Τράπεζα, λόγο έχει και η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία δεν φαίνεται να επιδόθηκε η αίτηση. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανακρόαση της αίτησης κατόπιν επίδοσης στην ασφαλιστική εταιρεία. Τα πρωτόδικα έξοδα να ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αίτησης κατόπιν επίδοσης στην ασφαλιστική εταιρεία. Τα πρωτόδικα έξοδα να ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο