ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 687

19 Μαρτίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΗΛ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

 

ν.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11363)

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Αποζημιώσεις ― Ο χρόνος για καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος είναι ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης ― Άρθρο 10(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62).

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Απαλλοτρίωση κτημάτων για προγραμματισθείσα διαμόρφωση παραλιακού χώρου ― Αποζημιώσεις ― Τρόπος καθορισμού των αποζημιώσεων ― Χρησιμοποίηση της μεθόδου των συγκριτικών πωλήσεων, προσδιόρισε την αξία των κτημάτων κατά τον σχετικό χρόνο, που συναρτάται προς το χρόνο δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.

Με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 1.12.1972, ο Δήμος Λεμεσού, απαλλοτρίωσε δύο κτήματα της εφεσείουσας εταιρείας για προγραμματισθείσα διαμόρφωση του παραλιακού χώρου.  Η εφεσείουσα εταιρεία αμφισβήτησε ανεπιτυχώς τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης με προσφυγές της.  Οι προσπάθειες που έγιναν για εξώδικο διακανονισμό της καταβλητέας αποζημίωσης δεν καρποφόρησαν.  Μετά μάλιστα από το Ν. 25/83 η εφεσείουσα αμφισβήτησε και πάλιν ανεπιτυχώς τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης με προσφυγή της.  Μεσολάβησαν και άλλα αναποτελεσματικά ένδικα μέσα και ενέργειες μέχρι τις 16.1.1995 που η εφεσείουσα εισέπραξε το ποσό των £100.000 πλέον τόκους, που ήταν η προσφορά του Δήμου ημερομηνίας 29.12.1994 ως η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, με επιφύλαξη δικαιωμάτων εφόσον η ίδια διεκδικούσε πολύ μεγαλύτερο ποσό.  Αμέσως μετά η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης.

Κατά την ακρόαση, ο εκτιμητής της εφεσείουσας κατέληξε στην αξία των £336.168 την 1.12.1972 και ο εκτιμητής του Δήμου προσδιόρισε την αξία σε £103.056 την ημέρα εκείνη.  Επι πλέον, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η αξία των κτημάτων στις 29.12.1994 ήταν £2.150.000.  Η εν λόγω ημερομηνία εθεωρείτο από την εφεσείουσα ως η ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να υπολογίζετο η αξία των κτημάτων για σκοπούς αποζημίωσης καθ' όσον, ήταν κατά την ημερομηνία εκείνη που, κατά την άποψή της, έγινε η πρώτη και μόνη προσφορά από το Δήμο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο κρίσιμος χρόνος καθορισμού των αποζημιώσεων ήταν η 1.12.1972 ημερομηνία της γνωστοποίησης.  Ως προς την αξία των κτημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία του εκτιμητή του Δήμου και επιδίκασε στην εφεσείουσα, εφόσον είχε ήδη δεχθεί £100.000, το υπόλοιπο των £3.056 πλέον τόκους όπως και άλλα ποσά για συναφή έξοδα και τέλη.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας κάθε πτυχή της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου αναφορικά με την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις δύο εκτιμήσεις.

2.  Και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την μέθοδο των συγκριτικών πωλήσεων για να προσδιορίσουν την αξία κατά το σχετικό χρόνο. Οποιοσδήποτε προσδιορισμός της αξίας σε μετέπειτα χρόνο δεν επηρεάζει τη συγκριτική μέθοδο που εφαρμόστηκε ως προς τον κρίσιμο χρόνο.

3.  Ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αποζημίωσης συναρτάτο προς την ημερομηνία της δημοσίευσης και γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης και όχι προς την ημερομηνία της προσφοράς.

4.  Ο Δήμος εκτέλεσε την υποχρέωση που είχε να έλθει σε διαπραγματεύσεις και να υποβάλει προσφορά προς την εφεσείουσα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 25/83, την οποία όμως η εφεσείουσα απέρριψε.

5.  Οποιαδήποτε καθυστέρηση σημειώθηκε στην υπόθεση εβάρυνε την εφεσείουσα, η οποία επέλεξε την πορεία της συνεχούς αμφισβήτησης της όλης εγκυρότητας της απαλλοτρίωσης.  Αν επέλεξε να προσφύγει στο Δικαστήριο μόλις το 1995 που της έγινε νέα προσφορά από το Δήμο, στην ίδια βάση εκτίμησης όπως και οι προηγούμενες, δεν προσδίδει δίκαιο στη θέση της ότι η μεσολαβήσασα καθυστέρηση βαρύνει το Δήμο και διαφοροποιεί το χρόνο υπολογισμού της αξίας των ακινήτων για σκοπούς αποζημίωσης.  Η πρόνοια του Άρθρου 10(α) του Ν. 15/62 ως προς τον χρόνο δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης εκρίθη ως μη αντικείμενη είτε προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος είτε προς το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Papadopoulou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317,

Guillermin v. France 105/1995/611/699,

Akkus v. Turkey 60/1996/679/869,

Serghides v. Cyprus 44730/98, ημερ. 10.6.2003.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 11/3/02 (Αρ. Παραπομπής 5/95) με την οποία, κατόπιν αίτησής της για δικαστικό καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση στις 26/1/73 κτημάτων της στη Λεμεσό και εφόσον αυτή είχε είδη εισπράξει ποσό £100.000 πλέον τόκους της επεδικάσθη το υπόλοιπο του ποσού των £103.056 με βάση εκτίμηση υπαλλήλου του κλάδου εκτιμήσεων του Κτηματολογίου δηλαδή £3.056 πλέον τόκοι καθώς και άλλα ποσά για αρχιτεκτονικές αμοιβές για έκδοση άδειας οικοδομής και διάφορους φόρους.

Α. Θεοδούλου, για την Εφεσείουσα.

Φ. Ποταμίτης με Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο.

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, ως φίλος του Δικαστηρίου.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.:  Την 1.12.1972 δημοσιεύθηκε από τον Εφεσίβλητο Δήμο Λεμεσού η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης υπ' αριθμό 824 η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, δύο κτήματα της Εφεσείουσας εταιρείας τα οποία ήσαν αναγκαία για προγραμματισθείσα διαμόρφωση του παραλιακού χώρου.  Ακολούθησε στις 26.1.1973 το διάταγμα απαλλοτρίωσης των κτημάτων υπ΄ αριθμό 65.  Η Εφεσείουσα αμφισβήτησε ανεπιτυχώς τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης με προσφυγές της. Ούτε τότε όμως υπήρξε κατάληξη του θέματος. Προσπάθειες για εξώδικο διακανονισμό της καταβλητέας αποζημίωσης δεν απέδωσαν. Μετά μάλιστα από το Ν. 25/83 η Εφεσείουσα αμφισβήτησε και πάλι ανεπιτυχώς τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης με προσφυγή της.  Μεσολάβησαν και άλλα αναποτελεσματικά ένδικα μέσα και ενέργειες μέχρι τις 16.1.1995 που η Εφεσείουσα εδέχθη να εισπράξει και εισέπραξε το ποσό των £100.000 (πλέον τόκους από την 1.12.1972, δηλαδή συνολικά £277.994,51), που ήταν προσφορά του Δήμου ημερομηνίας 29.12.1994 ως η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, και τα κτήματα ενεγράφησαν επ' ονόματι του Δήμου.  Τούτο όμως με επιφύλαξη δικαιωμάτων εφ' όσον η ίδια διεκδικούσε πολύ μεγαλύτερο ποσό. Αμέσως μετά λοιπόν, η Εφεσείουσα  κατεχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης.

Κατά την ακρόαση παρουσιάσθησαν εκτιμήσεις και από τις δύο πλευρές.  Ο εκτιμητής της Εφεσείουσας κ. Λοΐζου, ιδιώτης εκτιμητής, κατέληξε στην αξία των £336.168 την 1.2.1972 (την ημερομηνίας της γνωστοποίησης). Ο εκτιμητής του Δήμου κ. Νεάρχου, υπάλληλος στον κλάδο εκτιμήσεων του Κτηματολογίου, προσδιόρισε την αξία σε £103.056 την ημερομηνία εκείνη.  Και οι δύο εκτιμήσεις ήσαν στη βάση της συγκριτικής μεθόδου.  Επί πλέον, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η αξία των κτημάτων στις 29.12.1994 ήταν £2.150.000.  Η ημερομηνία εκείνη εθεωρείτο από την Εφεσείουσα ως η ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να υπολογίζετο η αξία των κτημάτων για σκοπούς αποζημίωσης καθ΄ όσον ήταν την ημερομηνία εκείνη που, κατά την άποψη της, έγινε η πρώτη και μόνη προσφορά από το Δήμο.  Ο Δήμος, όπως και η Δημοκρατία στην οποία επετράπη να συμμετέχει (όπως συμμετέχει και στην έφεση) ως amicus curiae, θεωρούσε ως κρίσιμη ημερομηνία για τους εν λόγω σκοπούς την 1.12.1972, την ημερομηνία της γνωστοποίησης.  Το Δικαστήριο αντελήφθη ευθέως τα περιορισμένα επίδικα θέματα, όπως αυτά προσδιορίσθησαν πιο πάνω.  Έκρινε ότι ο κρίσιμος χρόνος ήταν εκείνος της γνωστοποίησης εφ' όσον αυτός προνοείται στο νόμο. Ασχολήθηκε όμως και με το θέμα της προσφοράς του Δήμου για να καταλήξει, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του τότε Δημοτικού  Γραμματέα κ. Μιχαήλ και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Διευθυντή της Εφεσείουσας κ. Μαρκίδη, ότι πριν από την πρόταση της 29.12.1994 ο Δήμος είχε κάνει και προηγούμενες προτάσεις στην Εφεσείουσα, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων στη διάρκεια διά ζώσης συσκέψεως την 1.3.1984 αλλά και με επιστολή ημερομηνίας 3.9.1980 (Τεκμήριο 7).  Στην κατάληξη αυτή το Δικαστήριο βασίσθηκε για να διαπιστώσει ότι τόσο πριν όσο και μετά από το Ν. 25/83 υπήρξε προσφορά και διαπραγμάτευση του Δήμου με την Εφεσείουσα χωρίς όμως κατάληξη και ότι δεν ευσταθούσε η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπ' όψη η αξία του κτήματος στις 29.12.1994 που, κατά την ίδια, έγινε η πρώτη προσφορά, και όχι την 1.12.1972.  Ως προς την αξία των κτημάτων την 1.12.1972, το Δικαστήριο και πάλι αποδέχθη τη μαρτυρία του κ. Νεάρχου για το Δήμο και απέρριψε εκείνη του κ. Λοϊζου για την Εφεσείουσα.  Εφ' όσον η Εφεσείουσα είχε ήδη εισπράξει £100.000 πλέον τόκους, της επεδικάσθη το υπόλοιπο των £103.056, δηλαδή £3.056, πλέον τόκοι, όπως και ποσά £12.880, £2.318,05 και £5.439, τα οποία αντιπροσώπευαν, αντιστοίχως, αρχιτεκτονική αμοιβή για σχέδια που υπεβλήθησαν για λήψη άδειας οικοδομής, κτηματικούς φόρους για τα έτη 1973-1976 και αποχετευτικά τέλη για τα έτη 1991-1994.

Με την έφεση αμφισβητείται κάθε πτυχή της απόφασης.  Πολύ περιορισμένα όμως προωθήθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης για την Εφεσείουσα (στο οποίο, όπως μας εδηλώθη κατά την ακρόαση, είναι που περιέχονται και συζητούνται τα πραγματικά επίδικα θέματα) οι λόγοι έφεσης 1-7 που αφορούν την αποδοχή της εκτίμησης του κ. Νεάρχου και την απόρριψη της εκτίμησης του κ. Λοϊζου.  Η μόνη ουσιαστική εισήγηση που γίνεται είναι ότι κακώς ο κ. Νεάρχου έλαβε υπ' όψη του ένα συγκεκριμένο συγκριτικό (το υπ΄ αριθμό 1), καθ' όσον η τιμή πώλησης του ήταν αδικαιολόγητα πολύ χαμηλή, ούτε επεδίωξε να διαπιστώσει αν υπήρχαν ειδικοί λόγοι για τους οποίους το κτήμα να επωλήθη στην τιμή αυτή (ο κ. Λοϊζου δεν έλαβε υπ' όψη του το συγκριτικό αυτό).  Δεν έχει όμως έρεισμα η θέση αυτή.  Η αξία του συγκριτικού 1 ήταν, κατά τον κ. Νεάρχου, £20 κατά τ.μ.  Η αξία αυτή δεν ήταν εκτός πλαισίων εκείνης των άλλων τριών συγκριτικών που ήσαν, κατά τον κ. Νεάρχου, £24 κατά τ.μ. £26,30 κατά τ.μ. και £18 κατά τ.μ., ώστε να δικαιολογούσε αποκλεισμό του.  Πέραν τούτου, η αξία την οποία καθόρισε ο κ. Νεάρχου για τα επίδικα κτήματα, £24 κατά τ.μ., ήταν όχι μόνο μέσα στα πλαίσια των συγκριτικών αλλά και αρκετά υψηλότερη της αξίας των £20 κατά τ.μ. του συγκριτικού 1.  Κατ' ουδένα λόγο λοιπόν το συγκριτικό 1 επέδρασε δυσμενώς επί της εκτίμησης.  Εν πάση περιπτώσει δε, ούτε οποιοσδήποτε άλλος λόγος καταδείχθη που να δικαιολογούσε παρέμβαση μας με την άποψη του Δικαστηρίου ως προς τις δύο εκτιμήσεις.

Η Εφεσείουσα, στο λόγο έφεσης 8, εισηγείται ότι κακώς το Δικαστήριο δεν απεύθυνε την προσοχή του στο ότι η αξία των εν λόγω κτημάτων κατά την 1.1.1980 υπελογίσθη από το ίδιο το Κτηματολόγιο σε £735.000 στα πλαίσια της γενικής εκτίμησής του.  Με τις δέουσες αναπροσαρμογές πίσω στο 1972, λέγει, η αξία τους με βάση τη γενική εκτίμηση θα ήταν περί τις £350.000, που καταδείκνυε το ορθό της εκτίμησης του κ. Λοϊζου μάλλον παρά εκείνης του κ. Νεάρχου.  Αυτό όμως είναι non sequitur.  Όχι μόνο ο κ. Νεάρχου αλλά και ο ίδιος ο κ. Λοϊζου είναι τη μέθοδο των συγκριτικών πωλήσεων που είχαν ακολουθήσει και όχι οποιαδήποτε αναγωγή πίσω.  Τα συγκριτικά χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν την αξία κατά το σχετικό χρόνο. Οποιοσδήποτε προσδιορισμός της αξίας σε μετέπειτα χρόνο έχει τα δικά του δεδομένα και γίνεται για δικούς του σκοπούς.  Δεν αποδεικνύει ούτε διαψεύδει τη συγκριτική μέθοδο που εφαρμόσθηκε ως προς τον κρίσιμο χρόνο.

Μια άλλη ενότητα των λόγων έφεσης (9-13) αφορά τη διερεύνηση από το Δικαστήριο του πότε είχε γίνει προσφορά από το Δήμο.  Όπως προκύπτει, δεν ήταν βεβαίως αναγκαίο για το Δικαστήριο να ασχοληθεί με το θέμα αυτό εν όψει την προηγούμενης κατάληξης του ότι ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αποζημίωσης συναρτάτο όχι προς την ημερομηνία της προσφοράς αλλά προς την ημερομηνία της δημοσίευσης και γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.  Εξ ου και το Δικαστήριο δεν βάσισε την απόφασή του στο ότι η προσφορά, όπως διαπίστωσε, είχε γίνει το 1980 και το 1984 και όχι το 1994, διαπιστώσεις που παρέμεναν έτσι ουσιαστικά μετέωρες ως προς τις συνέπειες του στα επίδικα θέματα. Καθ' όσον όμως, όπως θα διαφανεί, οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης (14-16), στους οποίους περιέχεται και η βασική θέση της Εφεσείουσας, συμπλέκουν το χρόνο καθορισμού της αποζημιώσης προς το χρόνο της προσφοράς, θα ασχοληθούμε με το εγειρόμενο στους εξεταζόμενους λόγους έφεσης θέμα της προσφοράς ώστε να υπάρχει μια δεδομένη βάση στην οποία να μπορεί να εξετασθεί το θέμα εκείνο.

Να πούμε κατ' αρχήν ότι τα αναφερόμενα στο περίγραμμα της Εφεσείουσας δεν δικαιολογούν παρέμβασή μας με την κρίση αξιοπιστίας της μαρτυρίας και τις επ' αυτής στηριχθείσες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.  Η εισήγηση ότι μόνο τα Τεκμήρια 6, 7, 8 και 9 ήσαν σχετικά και ότι η μαρτυρία του κ. Μιχαήλ ήταν άσχετη συνιστά ανεδαφικό περιορισμό της σχετικής μαρτυρίας. Δοθείσας της αποδοχής της μαρτυρίας του κ. Μιχαήλ, προέκυπτε και παραμένει η διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια της σύσκεψης της 1.3.1984 ο Δήμος έκαμε προσφορά προς την Εφεσείουσα την οποία η Εφεσείουσα δεν απεδέχθη.  Κατά πόσο είχε γίνει και προηγουμένως προσφορά, όπως επίσης διαπίστωσε το Δικαστήριο, με το Τεκμήριο 7 στις 3.9.1980, είναι όντως θέμα ερμηνείας του Τεκμηρίου 7.  Εκείνο που σίγουρα προκύπτει από το Τεκμήριο 7 είναι η θέση του Δήμου ότι είχε προ πολλού γνωστοποιήσει τη δική του εκτίμηση στην Εφεσείουσα και ότι η εκτίμηση της Εφεσείουσας ήταν τόσο πολύ πιο ψηλή που να μην κατέστη δυνατό να επιτευχθεί διευθέτηση.  Αυτή ήταν και η ουσία του πράγματος, ο δε ευπαίδευτος Δικαστής ασχολήθηκε με το θέμα για να καταδείξει ότι τόσο πριν όσο και μετά από το Ν. 25/83 οι θέσεις των μερών διϊσταντο τόσο ώστε να μην υπήρξε κατάληξη των διαπραγματεύσεων.  Ποία η σημασία τούτου, εν όψει του ότι ο κρίσιμος χρόνος ήταν η 1.12.1972, είναι βεβαίως άλλο θέμα.  Να σημειώσουμε ότι, όπως εδέχθη κατά την ακρόαση και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, προ του Ν. 25/83 δεν ετίθετο καν θέμα υποχρέωσης του Δήμου, δυνάμει του Ν. 15/62, να κάνει προσφορά προς την Εφεσείουσα.  Παρά τούτα, ευσταθεί η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι είχε γίνει προσφορά και προσπάθεια διαπραγμάτευσης χωρίς όμως αποτέλεσμα ως εκ του χάσματος μεταξύ των εκτιμήσεων των δύο πλευρών.  Με το Ν. 25/83 υπήρξε υποχρέωση του Δήμου να έλθει σε διαπραγματεύσεις και να υποβάλλει προσφορά αν δεν επήρχετο συμφωνία εντός δέκα μηνών, τούτο όμως έγινε, βάσει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, καταλήγοντας, ακριβώς μετά τη λήξη των δέκα μηνών, με την υποβολή της προσφοράς του Δήμου προς την Εφεσείουσα κατά τη σύσκεψη της 1.3.1984.  Υπήρξε έτσι, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, συμμόρφωση και με τις πρόνοιες του Ν. 25/83.  Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της Εφεσείουσας δεν τεκμηριώνονται και δεν ευσταθούν. 

Όπως αναφέραμε, είναι η βασική θέση της Εφεσείουσας, όπως αναπτύσσεται στους λόγους έφεσης 14-16, ότι η αποζημίωση θα πρέπει να υπολογισθεί όχι στη βάση της αξίας κατά την 1.12.1972 που δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αλλά στη βάση της αξίας κατά την 29.12.1994 που κατά την ίδια έγινε η πρώτη προσφορά από το Δήμο.  Η εισήγηση βασίζεται στο ότι η υποχρέωση καταβολής δίκαιης αποζημίωσης όπως απαιτείται από το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν εκπληρώνεται με την προσφορά, είκοσι δύο χρόνια μετά από την απαλλοτρίωση, αποζημίωσης που υπολογίζεται με βάση την αξία του ακινήτου την ημέρα της γνωστοποίησης. Παραπέμπει η Εφεσείουσα στην καθυστέρηση που υπήρξε μέχρις ότου συμπληρωθεί η διαδικασία της απαλλοτρίωσης στις 16.1.1995 και στη μεγάλη ζημιά που υφίσταται ως εκ του ότι η αξία των κτημάτων της είχε εν των μεταξύ πολλαπλασιασθεί ώστε να ήταν άδικο να στερηθεί τελικά της ιδιοκτησίας της το 1995 αλλά να αποζημιωθεί με βάση τις τιμές του 1972, παίρνοντας το 1995 μια αποζημίωση με την οποία δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα κτήματα της με άλλα αντίστοιχης αξίας.

Φρονούμε ότι η όλη θέση της Εφεσείουσας διέπεται από παρανόηση των νομικών και πραγματικών δεδομένων.  Κατ΄ αρχή, ένα σημαντικό μέρος του εδάφους στο οποίο στηρίζεται η θέση της Εφεσείουσας καταρρέει με την απόρριψη της εισήγησης της ότι η πρώτη φορά που ο Δήμος  επέδειξε ενδιαφέρον να την αποζημιώσει και της έκανε προσφορά ήταν στις 29.12.1994.  Διαπραγματεύσεις και προσφορά, όπως είδαμε, έγιναν και το 1984 στα πλαίσια του Ν. 25/83 αλλά, αν και δεν υπήρχε υποχρέωση, και πριν.  Δεν υπήρξε παράλειψη του Δήμου να ανταποκριθεί στην υποχρέωση του να προσφερθεί η αποζημίωση στην  Εφεσείουσα.  Απεναντίας, το ιστορικό της υπόθεσης δείχνει καθαρά ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση εβάρυνε την Εφεσείουσα.  Ήταν αυτή που επέλεξε την πορεία της συνεχούς αμφισβήτησης της όλης εγκυρότητας της απαλλοτρίωσης.  Η Εφεσείουσα, εξ άλλου, είχε εξ αρχής υπ΄ όψη της τα πλαίσια της εκτίμησης του Δήμου η οποία και διέφερε κατά πολύ από τη δική της και τις απαιτήσεις της.  Θα μπορούσε, όπως είχε δικαίωμα, να προσέφευγε υπό αυτές τις συνθήκες στο Δικαστήριο για καθορισμό της αποζημίωσης. Δεν το έπραξε, καίτοι εγνώριζε ότι, όπως προνοεί ο νόμος, η αποζημίωση καθορίζεται στη βάση της αξίας κατά την ημέρα της γνωστοποίησης.  Εν τω μεταξύ, της έγινε και πάλι προσφορά από το Δήμο στις 1.3.1984, σε συμμόρφωση με την υποχρέωση του δυνάμει του Ν. 25/83, την οποία απέρριψε.  Μπορούσε και τότε να είχε προσφύγει στο Δικαστήριο για καθορισμό της αποζημίωσης αφού ήταν καθαρό ότι δεν υπήρχε περίπτωση εξώδικου διακανονισμού.  Αν επέλεξε να προσφύγει στο Δικαστήριο μόλις το 1995 που της έγινε νέα προσφορά από το Δήμο, στην ίδια βάση εκτίμησης όπως και οι προηγούμενες, δεν προσδίδει δίκαιο στη θέση της ότι η μεσολαβήσασα καθυστέρηση βαρύνει το Δήμο και διαφοροποιεί το χρόνο υπολογισμού της αξίας των ακινήτων για σκοπούς αποζημίωσης. Ο χρόνος εκείνος εν πάση περιπτώσει καθορίζεται από το νόμο (άρθρο 10(α) του Ν. 15/62) ως ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, και δεν μπορεί να μεταβάλλεται με τον τρόπο που εισηγείται η Εφεσείουσα.  Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι η εν λόγω πρόνοια του άρθρου 10(α) εκρίθη ως μη αντικείμενη είτε προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος είτε προς το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση  Papadopoulou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317.

Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην Ευρωπαϊκή νομολογία η οποια αφορά το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 50 αυτής, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, που να αντιστρατεύεται την πιο πάνω θεώρηση.  Το Άρθρο 1 δεν αναιρεί αλλά αναγνωρίζει τη ρύθμιση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης και αποζημίωσης από το νόμο του κράτους ("subject to conditions provided for by law") και το ζητούμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εκείνων υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.  H επιδίκαση αποζημιώσεων, αν ήθελε διαπιστωθεί παράβαση, σύμφωνα και με το Άρθρο 50, δεν διαφοροποιεί την εσωτερική ρύθμιση η οποία ανατρέχει στην αξία κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης ή οποιοδήποτε χρόνο προνοείται στο δίκαιο του κράτους αλλά επιδιώκει την παροχή του δίκαιου ποσού που επιβάλλει η ανάγκη άρσης της προκύψασας παράβασης ως το ζητούμενο.  Στην υπόθεση Guillermin v. France 105/1995/611/699 η Αιτήτρια είχε πάρει έγκαιρα όλα τα μέτρα για να εξασφαλίσει την αποζημίωση της και η καθυστέρηση στον καθορισμό και την πληρωμή της εβάρυνε αποκλειστικά τη διοίκηση η οποία ούτε προσφορά είχε κάνει ούτε τις δέουσες διαδικασίες είχε συμπληρώσει.  Στην υπόθεση Akkus v. Turkey 60/1996/679/869 και πάλι η καθυστέρηση πληρωμής εβάρυνε τη διοίκηση και επηρέαζε συσμενώς την Αιτήτρια.  Εις δε την υπόθεση Serghides v. Cyprus 44730/98, 10.6.2003, όχι μόνο η καθυστέρηση εβάρυνε τη διοίκηση αλλά και υπήρξε παντελής άρνηση υποχρέωσης πληρωμής οποιουδήποτε ποσού για την απαλλοτρίωση που είχε γίνει το 1978, ώστε το Δικαστήριο έκρινε ορθό να επιδικάσει αποζημιώσεις με βάση τρέχουσες τιμές και όχι τις τιμές του 1978. 

Έχουμε συζητήσει την ευρωπαϊκή νομολογία όχι βεβαίως διότι το θέμα της καθυστέρησης ως προς την εν γένει αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και διαδικασιών του εσωτερικού δικαίου που αφορά τον καθορισμό και την καταβολή των αποζημιώσεων για απαλλοτρίωση επηρεάζει ή αλλοιώνει αναλόγως τη χρονική βάση υπολογισμού της αποζημίωσης, αφού ο χρόνος εκείνος, όπως υποδείξαμε, είναι ο προνοούμενος στο νόμο και παραμένει σταθερός, αλλά για να τονισθεί ότι, με τη διαπίστωση ευθύνης της Εφεσείουσας στη λήψη των προσφερόμενων μέτρων προς αποζημίωση της, και ενώ ο Δήμος πάντοτε προσεφέρετο να την αποζημιώσει στη βάση της αξίας κατά την ημέρα της γνωστοποίησης, εξαφανίζεται το ίδιο το υπόβαθρο στο οποίο έχει οικοδομηθεί η εισήγηση της Εφεσείουσας.

Δεν διαπιστώνουμε λοιπόν έρεισμα σε οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης.  Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο