ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 636
12 Μαρτίου, 2004
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΡΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
JOAN HAMPHREYS KOURRIS,
Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 173)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Διαζύγιο ― Αίτηση διαζυγίου στη βάση ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της συζύγου, ο οποίος οδήγησε σε κατ' ισχυρισμό συνεχή διάσταση των συζύγων για περίοδο πέραν των πέντε ετών ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον υπό συζήτηση χρόνο υπήρξε οποιαδήποτε διάσταση των συζύγων ή ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης ήταν βάσιμα αφόρητη για το σύζυγο και απέρριψε την αίτηση διαζυγίου ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Ο εφεσείων τέλεσε με την εφεσίβλητη θρησκευτικό γάμο στις 4.11.1953 σύμφωνα με το δόγμα της Προτεσταντικής Εκκλησίας της Ουαλίας. Με αίτηση που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας επεδίωξε τη λύση του γάμου του, στη βάση του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης του για λόγους που αφορούσαν την εφεσίβλητη.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς που της καταλόγισε ο εφεσείων και υποστήριξε ότι ο γάμος τους δεν έχει κλονιστεί, αλλά και αν έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός στις σχέσεις τους, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εφεσείοντος και, συγκεκριμένα, στο ότι ο εφεσείων συνήψε εξωσυζυγικές σχέσεις με κάποια γυναίκα την οποία κατονόμασε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία του εφεσείοντος και των μαρτύρων του ενώ, για λόγους που επίσης εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του μάρτυρά της ΜΥ 2 και κατέληξε ότι δεν επήλθε διάσταση των διαδίκων ή ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης ήταν βάσιμα αφόρητη για τον εφεσείοντα, όπως ο ίδιος ισχυρίζετο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ενόψει της πιο πάνω κατάληξής του, δεν θα ασχοληθεί με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει απόφαση για τη λύση του γάμου, λόγω της συνεχούς διάστασης των συζύγων για περίοδο πέραν των 5 ετών.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης άπτονται κυρίως των θεμάτων αξιοπιστίας του εφεσείοντος, της εφεσίβλητης και του γιού των διαδίκων Μ.Υ.2 και των συνακόλουθων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε στα ορθά ευρήματα και συμπεράσματα και ως εκ τούτου δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/12/02 (Αρ. Αγωγής 407/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή του για λύση του γάμου του με την καθ' ης η αίτηση για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης τους η οποία οφείλετο στην ίδια.
Α. Πισιάρας, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτηση που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσείων επεδίωξε τη λύση του θρησκευτικού γάμου που τέλεσε με την εφεσίβλητη, στις 4.11.1953, σύμφωνα με το δόγμα της Προτεσταντικής Εκκλησίας της Ουαλίας. Στήριξε το αίτημά του στον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης του για λόγους που αφορούσαν την εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε στο δικόγραφό του ότι οι συζυγικές σχέσεις των διαδίκων άρχισαν να κλονίζονται από τα πρώτα χρόνια της συμβίωσής τους, λόγω συνεχών καβγάδων που οφείλονταν στην απαράδεκτη, ανεπίτρεπτη, αδικαιολόγητη και καταπιεστική συμπεριφορά της εφεσίβλητης. Ουδέποτε επέδειξε αγάπη και σεβασμό προς αυτόν, δεν ενδιαφερόταν για τα προβλήματα και τα συναισθήματά του και αδιαφορούσε παντελώς για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Πάντοτε, χωρίς λόγο και αιτία, διαφωνούσε με ό,τι αυτός έκανε, του απαγόρευε να βγαίνει από το σπίτι, τον εμπόδιζε να συναναστρέφεται με φίλους του και του απαγόρευε ακόμα και να τον επισκέπτονται στο σπίτι τους. Η εφεσίβλητη, η οποία δεν ομιλεί την Ελληνική γλώσσα, ήταν αντικοινωνική και ψυχρή, προκαλώντας στον εφεσείοντα νευρικότητα και επιδρώντας αρνητικά στη ψυχολογία του. Δεν εργαζόταν, για δε όλες τις ανάγκες και τα έξοδα του σπιτιού φρόντιζε μόνο ο εφεσείων. Εδώ και 15 χρόνια υπάρχει ουσιαστική διακοπή της συμβίωσης. Συγκατοικούν στο ίδιο διαμέρισμα, αλλά δεν έχουν οποιαδήποτε κοινή ζωή. Τρώνε χωριστά και κοιμούνται σε ξεχωριστά δωμάτια. Ο γάμος τους είναι νεκρός και περιθώρια συμφιλίωσης δεν υπάρχουν.
Η εφεσίβλητη, με την υπεράσπισή της, αρνήθηκε όλα όσα της καταλόγισε ο εφεσείων και ισχυρίσθηκε ότι πάντοτε επεδείκνυε στον εφεσείοντα την οφειλόμενη αγάπη, σεβασμό, μέριμνα και κατανόηση. Πάντοτε ήταν διαλλακτική, ευγενική, φρόντιζε και εξακολουθεί να φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της. Έτρωγαν μαζί καθημερινά στο ίδιο τραπέζι και καθημερινά του ετοίμαζε το πρόγευμά του. Ο ίδιος επέλεξε να κοιμάται μόνος του, για μεγαλύτερη άνεση στον ύπνο του, όπως ισχυρίστηκε. Ουδέποτε αρνήθηκε και πάντοτε ήταν πρόθυμη να δεχθεί φίλους του ή άλλο κόσμο. Ο ίδιος ήταν επιλεκτικός. Ουδέποτε ο εφεσείων έθεσε θέμα γλώσσας. Όλοι στο σπίτι και οι φίλοι τους μιλούσαν Αγγλικά. Είναι νοσοκόμα, αλλά ο εφεσείων δεν της επέτρεπε να εργάζεται, παρόλο που η ίδια το επεδίωξε, και έτσι της στέρησε την καριέρα της. Διακοπή στη συμβίωσή τους δεν υπάρχει. Κατά ή περί τον Οκτώβριο του 1997 ταξίδευσαν μαζί για διακοπές στην Ουγγαρία και τις καλοκαιρινές διακοπές, όσο και τις διακοπές των Χριστουγέννων του 1999, πήγαν και έμειναν μαζί στο εξοχικό τους στο χωριό Μενεού, όπου πήγαιναν τακτικά και διέμεναν και τα Σαββατοκυρίακα. Ο γάμος τους δεν έχει κλονιστεί, αλλά και αν έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός στις σχέσεις τους, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εφεσείοντα και, συγκεκριμένα, στο ότι ο εφεσείων συνήψε εξωσυζυγικές σχέσεις με κάποια Κούλα Γεωργιάδου.
Προς υποστήριξη της αίτησης έδωσε ένορκο μαρτυρία ο εφεσείων, ο αδελφός του Α. Κούρρης (ΜΑ2), η Ειρήνη Χριστοδούλου, Πρωτοκολλητής στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας (ΜΑ3) και ο Γ. Πογιατζής, φίλος του εφεσείοντος (ΜΑ4). Προς υποστήριξη της υπεράσπισης έδωσε μαρτυρία η εφεσίβλητη και ο Π. Κούρρης, γιος του ζεύγους (ΜΥ2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία του εφεσείοντος ενώ, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του γιου του ζεύγους (ΜΥ2). Όσον αφορά τη μαρτυρία των Α. Κούρρη και Γ. Πογιατζή, αν και τη θεώρησε πειστική, εν τούτοις, για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε ότι αυτή δεν υποβοήθησε την υπόθεση του εφεσείοντος. Κατέληξε δε ως εξής:
"Ποιο είναι όμως το κυρίαρχο κλονιστικό γεγονός που κατά τον Αιτητή οδήγησε το γάμο του σε κατάρρευση; Ο Αιτητής, παρόλο που στο δικόγραφό του, δεν εξειδικεύει ένα συγκεκριμένο λόγο, ωστόσο έκανε σαφή και ρητή αναφορά στην κυρίως εξέτασή του, όπου είπε:
"το πλήγμα έγινε το 1985 που άρχισαν οι ύβρεις, οι ξυλοδαρμοί".
Από την παραπάνω δήλωση του Αιτητή διαφαίνεται ότι όλα τα άλλα κλονιστικά γεγονότα που επικαλείται και που αποδίδει στην Καθ΄ης η Αίτηση ήταν επουσιώδη, δεν ήταν τέτοια που να επιφέρουν τον κλονισμό του γάμου του ούτε και επέφεραν τον κλονισμό. Όμως η πιο πάνω θέση του Αιτητή δε γίνεται αποδεκτή. Εκτός του ότι είναι γενική και ατεκμηρίωτη, κανένας από τους μάρτυρες του δεν κατέθεσε ο,τιδήποτε σχετικά με αυτή και επιπρόσθετα είναι αντίθετη και με τη θέση της Καθ΄ης η Αίτηση και του ΜΥ2, ο οποίος δήλωσε κατηγορηματικά ότι η μητέρα του ουδέποτε ύβρισε ή έδειρε τον πατέρα του και πως δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Εξάλλου, η θέση του αυτή, δεν υποβλήθηκε στην Καθ΄ης η Αίτηση κατά την αντεξέτασή της, παρόλο που στην κυρίως εξέτασή της αρνήθηκε κάτι τέτοιο. Τέλος, ήταν λογικά αναμενόμενο, ενόψει της καταλυτικής επίδρασης της πιο πάνω συμπεριφοράς της Καθ΄ης η Αίτηση στη συνέχιση της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, να γινόταν ρητή αναφορά σ΄ αυτήν από τον Αιτητή στο δικόγραφό του.
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι,
(i) οι διάδικοι συγκατοικούσαν στο ίδιο σπίτι και έτρωγαν μαζί, με τον Αιτητή κάποτε να φέρνει ο ίδιος έτοιμο φαγητό,
(ii) έβγαιναν έξω μόνοι ή/και με φίλους,
(iii) πήγαιναν μαζί σε κοινωνικές εκδηλώσεις,
(iv) έμεναν τα Σαββατοκυρίακα στο σπίτι τους στο Μενεού,
(v) τα Χριστούγεννα και τα καλοκαίρια, που ερχόταν η κόρη τους, όλοι τους έμεναν στο σπίτι τους στο Μενεού, μαζί με την οικογένεια του ΜΥ2,
(vi) πήγαιναν όλοι μαζί με το σκάφος sailing και ψάρεμα,
(vii) ο ΜΥ2 έτρωγε μαζί τους, τους καλούσε για φαγητό στο σπίτι του και έβγαιναν έξω τις νύχτες,
(viii) στο σπίτι τους στο Μενεού καλούσαν πολλούς φίλους, και
(ix) οι διάδικοι ταξίδευσαν μαζί στο εξωτερικό για να δουν το γιο τους στην Ουγγαρία το 97 και για να δουν την κόρη τους 3 φορές,
δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι επήλθε διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων ή ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης ήταν βάσιμα αφόρητη για τον Αιτητή, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Απαραίτητη για την απαγγελία διαζυγίου είναι η διαπίστωση ότι η συνέχιση του γάμου ξεπερνά τα όρια της ψυχικής αντοχής και θυσίας στα οποία μπορεί να απαιτηθούν από ένα σύζυγο, διαπίστωση όμως η οποία δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα υπόθεση ενόψει της πιο πάνω συμπεριφοράς του καθ΄ου η αίτηση και του τρόπου διαβίωσης των διαδίκων και γενικά όλων των περιστατικών της υπόθεσης.
Η θέση του Αιτητή ότι ήθελε να φαίνεται ότι συμβίωναν ως αντρόγυνο, γιατί "τα εν οίκω μη εν δήμω" και πως η κόρη του έφερνε την Καθ΄ης η Αίτηση στο σπίτι στο Μενεού με το ζόρι, για να φαίνεται ότι υπάρχει ακόμα γάμος και ότι συζούσαν, δε γίνεται πιστευτή. Ο Αιτητής δεν προσκόμισε μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του αυτό, αντίθετη ήταν η θέση της Καθ΄ης η Αίτηση και του ΜΥ2, οι οποίοι αρνήθηκαν πως οι διάδικοι ζούσαν σαν ξένοι και περαιτέρω σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ2 αυτός δεν παρατήρησε οποιαδήποτε αλλαγή στη συμπεριφορά των γονιών του, δεν υπήρχαν προβλήματα στο σπίτι και ο πατέρας του δεν του είπε ότι είχε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα με τη μητέρα του, εκτός από πρόσφατα.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας ότι δεν επήλθε διακοπή στη συμβίωση των διαδίκων, δε θα ασχοληθούμε με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι το Δικαστήριο, παρόλο που δεν το ζητά στη νομική βάση της αίτησης, θα πρέπει να εκδώσει απόφαση για τη λύση του γάμου των διαδίκων, λόγω συνεχούς διάστασης των συζύγων για περίοδο πέραν των 5 ετών."
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για να λυθεί ο γάμος των διαδίκων θάπρεπε να υπάρχει συνεχής διάσταση για περίοδο "πέραν των 5 ετών" εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Τροποποιητικού Νόμου 46(1)/99, η συνεχής διάσταση των συζύγων πρέπει να υπάρχει "για 5 τουλάχιστον χρόνια". Τούτο είναι ορθό. Δε μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση ανατροπής της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφού η απόφασή του, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, ήταν ότι, κατά τον υπό συζήτηση χρόνο, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διάσταση των διαδίκων.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επήλθε διάσταση μεταξύ των διαδίκων ή διακοπή στη συμβίωσή τους, επειδή συγκατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, πήγαιναν κατά καιρούς σε κοινωνικές εκδηλώσεις και έτρωγαν μαζί. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι σύζυγοι να βρίσκονται σε διάσταση ή να μη συμβιώνουν έστω και αν συγκατοικούν, έχουν κάποιες κοινές δραστηριότητες, συντρώγουν κλπ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε την ενώπιόν του μαρτυρία στο σύνολό της, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας αναφορικά με τη συμβίωση και την έκταση των κοινών δραστηριοτήτων των διαδίκων, έκρινε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος, ότι, παρά τη συμβίωση, στην πραγματικότητα υπήρχε διάσταση με την εφεσίβλητη, ήταν αναξιόπιστη ενώ, αντίθετα, αξιόπιστη ήταν η μαρτυρία της εφεσίβλητης, όπως και του γιου των διαδίκων ΜΥ2, σύμφωνα με την οποία οι διάδικοι δε συγκατοικούσαν απλώς ούτε είχαν απλώς κάποιες κοινές δραστηριότητες αλλά, καθόλη την υπό συζήτηση περίοδο, ζούσαν φυσιολογικά ως σύζυγοι.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης άπτονται της αξιοπιστίας τους εφεσείοντος, της εφεσίβλητης και του γιου των διαδίκων ΜΥ2, όπως και των συνακόλουθων ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλεται, κατά κύριο λόγο, η θέση ότι ο γιος των διαδίκων ΜΥ2 δε μπορούσε να έχει άμεση προσωπική γνώση των πραγματικών γεγονότων λόγω της επανειλημμένης απουσίας του στο εξωτερικό και, άρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του, ότι υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και του γιου της ΜΥ2 και, επομένως, αυτοί δεν έπρεπε, τουλάχιστον όπου αντέφασκαν, να γίνουν πιστευτοί και, επίσης, ότι, εφόσον η εφεσίβλητη δε θυμόταν επακριβώς ορισμένα γεγονότα ή δε μπορούσε να τα τοποθετήσει με ακρίβεια στο χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δε μπορούσε, λόγω του πτωχού μνημονικού της, να δεχθεί τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματά του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της εκατέρωθεν αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Έχουμε διεξέλθει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, όπως και του γιου των διαδίκων ΜΥ2, στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε αξιόλογο στη βάση του οποίου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η επέμβασή μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε σε έκταση τους λόγους για τους οποίους, ορθά κατά την άποψή μας, έκρινε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης (παρά τη μειωμένη μνήμη της) και του ΜΥ2 ως αξιόπιστη, ενώ εκείνη του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που παραθέσαμε άπτεται της πραγματικής ουσίας της υπόθεσης, όπως αυτή προέκυψε από το σύνολο της μαρτυρίας, και καταλήγει στα ορθά ευρήματα και συμπεράσματα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.