ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 622
5 Μαρτίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/64,
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΑΚΗ Ε. ΠΑΝΑΓΗ, ΜΑΡΙΑΣ ΜΗΛΙΩΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΩΣ Χ"ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 1/2004
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ/Ή ΤΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 8/1/2004.
(Αίτηση Aρ. 17/2004)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση διατάγματος Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε μονομερώς σε αίτηση της Αστυνομίας, σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο 61(Ι)/96 ― Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Στις 8.1.2004 Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε κατόπιν μονομερούς αιτήσεως της Αστυνομίας διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει των Άρθρων 3, 45 και 46 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν.61(Ι)/96 (ο Νόμος) όπως έχει τροποποιηθεί. Το επίδικο διάταγμα απευθύνεται σε δώδεκα Τραπεζικά Ιδρύματα και διατάσσει τον διευθυντή του κάθε ιδρύματος να αποκαλύψει στην Αστυνομία τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς οκτώ φυσικών προσώπων και δύο εταιρειών μεταξύ των οποίων και οι αιτητές στην παρούσα αίτηση. Το διάταγμα επιδόθηκε στα Τραπεζικά Ιδρύματα τα οποία έχουν συμμορφωθεί με αυτό.
Οι αιτητές ζήτησαν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το πιο πάνω διάταγμα. Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι το διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης που διασφαλίζεται με το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Περαιτέρω ο συνήγορος των αιτητών επικαλέσθηκε την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ. (όπως ήταν τότε) στην KZ Web Fortune Co Ltd και Άλλος (2003) 1 Α.Α.Δ. 1904.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα Άρθρα 45 και 46 του Νόμου δεν απαιτούν επίδοση του διατάγματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο πέραν αυτών που διατάσσονται, στην παρούσα υπόθεση, τους Διευθυντές των Τραπεζών. Γι' αυτό και δεν τίθεται θέμα ένστασης στο αιτούμενο διάταγμα ή δικαίωμα να ακουστεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την ανατροπή του.
2. Η παρούσα υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς τόσο από τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου όσο και από τα γεγονότα, με βάση τα οποία εκδόθηκε το διάταγμα, στην Αίτηση 129/2003.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
KZ Web Fortune Co. Ltd κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1904.
Αίτηση.
Αίτηση των αιτητών για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται διάταγμα Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε στις 8.1.2004, σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο αρ. 61(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί και το οποίο απευθύνεται σε δώδεκα Τραπεζικά Ιδρύματα και διατάσσει τον διευθυντή κάθε ενός ιδρύματος να αποκαλύψει στην Αστυνομία τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς οκτώ φυσικών προσώπων και δύο Εταιρειών μεταξύ των οποίων και οι αιτητές στην παρούσα αίτηση.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την αίτηση αυτή ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για να επιτραπεί στους αιτητές να καταχωρήσουν αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται διάταγμα Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε στις 8.1.2004, σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο αρ. 61(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί.
Το επίδικο διάταγμα απευθύνεται σε δώδεκα Τραπεζικά Ιδρύματα και διατάσσει τον διευθυντή κάθε ενός ιδρύματος να αποκαλύψει στην Αστυνομία τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς οκτώ φυσικών προσώπων και δύο Εταιρειών μεταξύ των οποίων και οι αιτητές στην παρούσα αίτηση.
Το διάταγμα εκδόθηκε από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή κατόπιν μονομερούς αίτησης εκ μέρους της αστυνομίας η οποία βασίσθηκε στα άρθρα 3(α)(β), 4(1)(2), 5, 45 και 46 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου 61(Ι)/96. Η αίτηση συνοδεύετο από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση στην οποία παρατίθενται τα γεγονότα και οι μαρτυρίες που δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα, τα οποία η αστυνομία διερευνούσε. Τα αδικήματα αυτά, όπως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση, είναι τα εξής:-
«α. Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, Κεφ. 154, Άρθρο 372.
β. Συνωμοσία προς καταδολίευση, Κεφ. 154, Άρθρο 302.
γ. Κατάχρηση εξουσίας, Κεφ. 154, Άρθρο 105.
δ. Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, Κεφ. 154, Άρθρο 133.
ε. Δεκασμός Δημόσιου Λειτουργού, Κεφ. 154, Άρθρο 100(α).
στ. Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Κανονισμοί, Καν. 15Β(1).
ζ. Αδικήματα Συγκάλυψης κατά παράβαση του Νόμου 61(Ι)/96, Άρθρα 9(α)(β), 4(1) και 5.
η. Συναλλαγή με αντιπρόσωπο, η οποία υποδηλώνει διαφθορά κατά παράβαση του Κεφ. 161, Άρθρο 3.»
Η ένορκη δήλωση έγινε από τον ανακριτή των διερευνωμένων αδικημάτων.
Το άρθρο 45(1) του νόμου έχει ως εξής:-
«45.-(1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πρόνοιες άλλων νόμων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.»
Και το άρθρο 46(1) και (2) έχει ως εξής:-
"46.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες-
(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος·
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας· και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στις 8.1.2004, επιδόθηκε στα Τραπεζικά Ιδρύματα τα οποία προφανώς έχουν συμμορφωθεί με αυτό, αφού όπως δήλωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, και αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, είχαν πληροφορηθεί οι αιτητές περί αυτού από τις Τράπεζες. Επίσης ο συνήγορος των αιτητών εγκατέλειψε το αίτημα Β της αίτησης του για αναστολή της ισχύος του διατάγματος γιατί προφανώς οι Τράπεζες είχαν ήδη συμμορφωθεί με το διάταγμα
Ο συνήγορος των αιτητών, αγορεύοντας ενώπιον μου, φαίνεται ότι εγκατέλειψε τους λόγους που προβάλλει στην αίτηση του, που κατά την άποψη του, δικαιολογούν την παραχώρηση της άδειας εκτός από ένα, αυτό της παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης που διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Επί λέξει ανέφερε τα εξής:-
«Για τους σκοπούς της σημερινής διαδικασίας θα περιορίσω την υπόθεση μου στο θέμα του ότι με την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων το Δικαστήριο δεν διέταξε ταυτόχρονα και γνωστοποίηση τους στους αιτητές ούτως ώστε με βάση το Άρθρο 30 του Συντάγματος και τους Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν σε σχέση με τα εκδοθέντα και προσβαλλόμενα διατάγματα.»
Περαιτέρω ο συνήγορος των αιτητών επικαλέσθηκε την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Αίτηση 129/03 - KZ Web Fortune Co. Ltd και Άλλος (2003) 1 Α.Α.Δ. 1904.
Έχω μελετήσει την εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών. Είναι γνωστή η αρχή, η οποία έχει εμπεδωθεί από πολύ παλιά και αποτελεί μέρος του δικαίου μας προστατευόμενη από το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ότι το Δικαστήριο πρέπει να δίδει την ευκαιρία και στο άλλο μέρος να ακουστεί.
Η παρούσα όμως περίπτωση διαφέρει. Δεν τίθεται θέμα ένστασης στο αιτούμενο διάταγμα ή δικαίωμα να ακουστεί για την ανατροπή του. Εδώ το διάταγμα απευθύνεται σε πρόσωπα που κατέχουν πληροφορίες που μπορούν να υποβοηθήσουν στην εξιχνίαση αδικημάτων που διερευνώνται. Δεν εκδόθησαν εναντίον των αιτητών, στην παρούσα διαδικασία, αν και αυτοί είναι επηρεαζόμενα πρόσωπα. Τα άρθρα 45 και 46 του νόμου δεν απαιτούν επίδοση του διατάγματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο πέραν αυτών που διατάσσονται, στην παρούσα υπόθεση, τους Διευθυντές των Τραπεζών. Ούτε μπορούσαν να υπάρξουν πρόνοιες για την άσκηση δικαιώματος ένστασης από τα επηρεαζόμενα μέρη, όπως, κατ' αναλογία, δεν υπάρχει δικαίωμα ένστασης σε ένταλμα ερεύνης υποστατικού.
Η παρούσα υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς από τα γεγονότα στην αίτηση 129/2003. Σε εκείνη εκδόθηκε με μονομερή αίτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα διάταγμα παγοποίησης ρευστοποιήσιμης περιουσίας. Εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του νόμου. Το εδάφιο 5(β) του άρθρου επιβάλλει όπως το διάταγμα περιλαμβάνει πρόνοια για την επίδοση ειδοποίησης προς όλα τα επηρεαζόμενα από το διάταγμα πρόσωπα και το εδάφιο 6(α) προνοεί ότι το διάταγμα παγοποίησης δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί αναφορικά με την περιουσία που επηρεάζεται. Ήταν δεδομένο (στην υπόθεση 129/2003) ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε ειδοποίηση προς τα επηρεαζόμενα μέρη. Έτσι, σε συνδυασμό και με το άρθρο 68 του νόμου, το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο «εφαρμόζει πολιτική διαδικασία περιλαμβανομένου και του μέτρου απόδειξης που εφαρμόζεται στις διαδικασίες αυτές», ο Αρτεμίδης, Δ. (νυν Πρόεδρος) κατέληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να διαταχθεί επίδοση του διατάγματος παγοποίησης στα επηρεαζόμενα πρόσωπα ούτως ώστε να δοθεί σ' αυτά η ευκαιρία να ακουστούν και να το αμφισβητήσουν.
Στην παρούσα υπόθεση τόσο οι σχετικές αντίστοιχες πρόνοιες του νόμου, όσο και τα γεγονότα με βάση τα οποία εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα της αίτησης 129/2003.
Η πρόνοια του άρθρου 68 του νόμου δεν βοηθά από μόνη της τη θέση των αιτητών. Εξάλλου η πρόνοια αυτή αναφέρεται στη διαδικασία δηλαδή στους διαδικαστικούς θεσμούς και όχι στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, όπου προβλέπεται η επίδοση του διατάγματος που εκδόθηκε και ο ορισμός ημερομηνίας ως «επιστρεπτέου».
Έχω καταλήξει ότι οι αιτητές δεν έχουν δείξει, εκ πρώτης έστω όψεως, όπως απαιτεί η σχετική νομολογία, πως εγείρεται συζητήσιμο θέμα, για το οποίο πρέπει να τους δοθεί η άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση του εντάλματος Certiorari.
Η αίτηση απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.