ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 349
4 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11294)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διέπραξε σφάλμα θεωρώντας ότι η εργοδοτούμενη προσέφερε, υπό τις περιστάσεις, εξηρτημένη εργασία μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 και επίσης όταν διέταξε επανεξέταση της απόφασης του εξεταστή απαιτήσεων ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Έννοια του όρου «εργοδοτούμενος» στο Άρθρο 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 ― Δεν περιλαμβάνει μέτοχο σε ιδιωτική εταιρεία ο οποίος εργάζεται στην εταιρεία με βάση σύμβαση εργασίας.
Η εφεσίβλητη από το 1985 μέχρι την 31.12.1993 εργάστηκε ως υπάλληλος στην εταιρεία Μάρκος & Γιαννάκης Βιομηχανία Υποδημάτων Λτδ της οποίας ήταν κάτοχος 9 μετοχών επί συνόλου 40.000 του μετοχικού κεφαλαίου της. Η εταιρεία Fota Shoes Ltd από 1.1.1994 συνέχισε την επιχείρηση της Μάρκος & Γιαννάκης Βιομηχανία Υποδημάτων Λτδ. Η εφεσίβλητη κατείχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Fota Shoes και το υπόλοιπο 50% ο σύζυγός της. Κατείχε επίσης θέση διευθύντριας στην εταιρεία και ταυτόχρονα εργαζόταν ως πωλήτρια σε κατάστημα της ίδιας εταιρείας. Η εταιρεία έπαυσε να διεξάγει την επιχείρησή της. Η εφεσίβλητη θεωρήθηκε ως πλεονάζον και το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό ενέκρινε αίτησή της για την τελευταία συνεχή περίοδο απασχόλησής της, ήτοι από 1.1.1994 μέχρι 31.12.1997 και της κατέβαλε ποσό £172,64 σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, (ο Νόμος) και της παραγράφου 1(Α) του Τέταρτου Πίνακα.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με αξίωση την πληρωμή λόγω πλεονασμού, σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου. Ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εργασίας ήταν εργοδοτούμενη της εταιρείας από το 1985 μέχρι την 31.12.1997. Το Δικαστήριο με απόφασή του διέταξε το Ταμείο να αναθεωρήσει την απόφασή του και να «πληρώσει την εφεσίβλητη με δεδομένο ότι ήταν εργοδοτούμενη υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου 24/67 από το 1985 μέχρι την 31.12.1997 με βάση την παράγραφο 1 του Τέταρτου Πίνακα».
Το Ταμείο εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι αντίθετη με τις πρόνοιες της παραγράφου 1(Α) του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου. Προσβλήθηκε επίσης η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη του Δικαστηρίου σε εύρημα αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομοθετική διάταξη του Άρθρου 2 του Νόμου 24/67 η οποία καθιερώνει διάκριση μεταξύ προσώπων που είναι εργοδοτούμενοι και προσφέρουν εξηρτημένη εργασία και των ίσως κατά πλάσμα δικαίου εργοδοτουμένων διευθυντών των εταιρειών που δεν προσφέρουν εξηρτημένη εργασία όπως είναι η περίπτωση της εφεσίβλητης.
2. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διέπραξε επίσης σφάλμα όταν κατά τρόπο γενικό εξέδωσε διαταγή για επανεξέταση της απόφασης του εξεταστή απαιτήσεων χωρίς να είχε ταυτόχρονα προσδιοριστεί το συνεχές ή μη της απασχόλησης της εφεσίβλητης και η ακριβής ημερομηνία έναρξής της.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάσθηκαν υπέρ του εφεσείοντος Ταμείου.
Έφεση.
Έφεση από το καθ' ου η αίτηση Ταμείο κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 16/1/02 (Αρ. Αίτ. 714/99) με την οποία έκρινε ότι η εφεσίβλητη-αιτήτρια ήταν εργοδοτούμενη στην εταιρεία Fota Shoes Ltd δυνάμει σύμβασης εργασίας και διέταξε το Ταμείο να αναθεωρήσει την απόφασή του με την οποία κατέβαλε στην εφεσίβλητη ποσό £172,64 και να πληρώσει αυτή με δεδομένο ότι ήταν εργοδοτούμενη υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.24/67 από το 1985 μέχρι 31/12/97 με βάση την παράγραφο 1 του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.
Α. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Γεωργιάδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη με αίτηση που υπέβαλε στο Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό, ζήτησε την καταβολή πληρωμής λόγω πλεονασμού. Ισχυρίστηκε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών της από την εταιρεία Fota Shoes Ltd στις 31.12.1997 οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού.
Κατόπιν διερεύνησης, φάνηκε ότι η εφεσίβλητη από 1.1.1994 κατείχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Fota Shoes και το υπόλοιπο 50% ο σύζυγός της. Κατείχε επίσης θέση διευθύντριας στην εταιρεία και ταυτόχρονα εργαζόταν ως πωλήτρια σε κατάστημα της ίδιας εταιρείας. Σύμφωνα με πρόνοια του καταστατικού της εταιρείας, η ψήφος της εφεσίβλητης ήταν αναγκαία για τη λήψη αποφάσεων. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η εταιρεία έπαυσε να διεξάγει την επιχείρησή της και ως εκ τούτου υπήρχε βάσιμος λόγος για να θεωρηθεί η εφεσίβλητη ως πλεονάζον προσωπικό (άρθρο 18 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου και παράγραφος 1(Α) του Τέταρτου Πίνακα).
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, το Ταμείο ενέκρινε την αίτηση της εφεσίβλητης για την τελευταία συνεχή περίοδο απασχόλησης της ήτοι, από 1.1.1994 μέχρι 31.12.1997 και της κατέβαλε ποσό £172,64 σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 2 του Νόμου και της παραγράφου 1(Α) του Τέταρτου Πίνακα.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με αξίωση την πληρωμή λόγω πλεονασμού, σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου. Ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εργασίας ήταν εργοδοτούμενη της εταιρείας από το 1985 μέχρι την 31.12.1997. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη από το 1985 μέχρι την 31.12.1993 εργάστηκε ως υπάλληλος στην Μάρκος & Γιαννάκης Βιομηχανία Υποδημάτων Λτδ της οποίας ήταν κάτοχος 9 μετοχών επί συνόλου 40.000 του μετοχικού κεφαλαίου της. Η εταιρεία Fota Shoes Ltd από 1.1.1994 συνέχισε την επιχείρηση της Μάρκος & Γιαννάκης Βιομηχανία Υποδημάτων Λτδ. Η εφεσίβλητη κατείχε το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου της Fota Shoes Ltd και συνέχισε να εργάζεται ως πωλήτρια σ' ένα από τα καταστήματά της στη Λάρνακα.
Η αίτηση εκδικάστηκε και το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με απόφασή του διέταξε το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό να αναθεωρήσει την απόφασή του και «να πληρώσει την εφεσίβλητη με δεδομένο ότι ήταν εργοδοτούμενη υπό την έννοια του άρθρου 2 του Νόμου 24/67 από το 1985 μέχρι την 31.12.1997 με βάση την παράγραφο 1 του Τέταρτου Πίνακα».
Το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και επιδιώκει την ανατροπή της. Το Ταμείο εισηγείται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αντίθετη με τις πρόνοιες της παραγράφου 1(Α) του Τέταρτου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου γιατί το δικαστήριο, αντίθετα προς ό,τι προβλέπεται στην πιο πάνω διάταξη, επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσίβλητης χωρίς να καθορίσει την προβλεπόμενη από το νόμο ποσοστιαία μείωση. Υποβάλλεται επίσης εισήγηση ότι το δικαστήριο παρέλειψε να προσδιορίσει επ' ακριβώς την περίοδο απασχόλησης της εφεσίβλητης όπως ο νόμος ορίζει και ειδικότερα, παρέλειψε να καθορίσει την ημερομηνία έναρξης και τις εβδομάδες απασχόλησης της εφεσίβλητης.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε ισχυρισμό ότι το δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία. Αναφέρεται συναφώς ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία φάνηκε ότι η εφεσίβλητη ήταν μέτοχος κατά 50% των μετοχών της εταιρείας το δε υπόλοιπο 50% κατείχε ο σύζυγός της με τον οποίο ήταν οι μόνοι διευθυντές της εταιρείας. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας η ψήφος της εφεσίβλητης ήταν αναγκαία για τη λήψη απόφασης και ότι είχε υποθηκεύσει ακίνητη περιουσία της προς όφελος της εταιρείας συμμετέχοντας έτσι στους κινδύνους της επιχείρησης.
Η θέση του Ταμείου είναι ότι οι πολύ καλές σχέσεις της εφεσίβλητης και του συζύγου της ερμηνεύθηκαν από το δικαστήριο ως σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου παραγνωρίζοντας εντελώς τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Εν ολίγοις, το Ταμείο θεωρεί ότι η εφεσίβλητη δεν παρείχε υπό τις περιστάσεις εξηρτημένη εργασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου
««εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον δι' έτερον πρόσωπον είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, ο δε όρος «εργοδότης» θα ερμηνεύηται αναλόγως και θα περιλαμβάνη την κυβέρνησιν της Δημοκρατίας.
Νοείται ότι ο όρος «εργοδοτούμενος» περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπον το οποίον είναι μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμον και εργάζεται στην εταιρεία αυτή όχι όμως με βάση σύμβασιν εργασίας ή κάτω από περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου.»
Η παράγραφος 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου προβλέπει:
«1Α. Προκειμένου περί εργοδοτουμένου που αναφέρεται στην επιφύλαξη του όρου «εργοδοτούμενος», η πληρωμή την οποίαν δικαιούται είναι ίση με ποσοστό 1% του εβδομαδιαίου ημερομισθίου του πολλαπλασιαζομένου επί 52 και επί τα έτη υπηρεσίας.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη την πιο πάνω νομοθετική διάταξη η οποία καθιερώνει διάκριση μεταξύ προσώπων που είναι εργοδοτούμενοι και προσφέρουν εξηρτημένη εργασία και των ίσως κατά πλάσμα δικαίου εργοδοτούμενων διευθυντών των εταιρειών που δεν προσφέρουν εξηρτημένη εργασία όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση της εφεσίβλητης.
Σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου αποτελεί επίσης η κατά τρόπο γενικό έκδοση διαταγής για επανεξέταση της απόφασης του εξεταστή απαιτήσεων χωρίς να είχε ταυτόχρονα προσδιοριστεί το συνεχές ή μη της απασχόλησης της εφεσίβλητης και η ακριβής ημερομηνία έναρξης της.
Όπως ορθά επισημαίνει στη γραπτή αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος Ταμείου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν έχει εξουσία να διατάξει την αναθεώρηση απόφασης του εξεταστή απαιτήσεων αλλά αντίθετα έχει εκ του νόμου πρωτογενή εξουσία να καθορίζει με δική του απόφαση τόσο την περίοδο απασχόλησης όσο και το ύψος της αποζημίωσης που επιδικάζει. Σχετικοί επί του προκειμένου είναι ο Πρώτος και Δεύτερος Πίνακας όπου στον μεν Πρώτο Πίνακα γίνεται ρητή αναφορά σε επιδίκαση ποσού και στο Δεύτερο σε υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης κατά εβδομάδα. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το νομικό πρόσωπο που κατ' ισχυρισμό ήταν εργοδότης της εφεσίβλητης από το 1985 μέχρι την 31.12.1993 είναι διαφορετικό από εκείνο που θεωρήθηκε εργοδότης από 1.1.1994 μέχρι την απόλυση της εφεσίβλητης.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος Ταμείου.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος Ταμείου.