ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 161

23 Ιανουαρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. HARROW TRADING LTD,

2. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ADM INVESTOR SERVICES INTERNATIONAL LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11451)

 

Συμβάσεις ― Γραπτή σύμβαση μεταξύ αλλοδαπής επενδυτικής εταιρείας και εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένης στην Κύπρο δυνάμει της οποίας η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της δεύτερης, χρηματιστηριακές επενδύσεις ή άλλες δοσοληψίες αναφορικά με την αγοραπωλησία μετοχών, ομολόγων, συναλλάγματος, και άλλων αξιών ή δικαιωμάτων ― Αγωγή της επενδυτικής εταιρείας για διεκδίκηση χρεωστικού υπολοίπου από την κυπριακή εταιρεία σύμφωνα με όρο της σύμβασης ― Κρίθηκε ότι η σύμβαση δεν ήταν συμφωνία δανείου και ότι η διεκδίκηση του ποσού του χρεωστικού υπολοίπου δεν εξαρτάτο από τον τερματισμό ή τη συνέχιση της σύμβασης ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465.

Μαρτυρία ― Δεκτότητα μαρτυρίας ― Έγγραφα που παρήχθησαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή αναφορικά με ημερήσιες και μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού εταιρείας ― Ο αρμόδιος αξιωματούχος της εταιρείας για τον έλεγχο των λογαριασμών ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Άρθρου 5(Α) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 54(1)/94 ― Τα εν λόγω έγγραφα ήταν δεσμευτικά και για τον πρόσθετο λόγο της μη υποβολής οποιασδήποτε ένστασης αναφορικά με την ορθότητά τους.

Συμβάσεις ― Σύμβαση εγγύησης που δόθηκε από κάτοικο Κύπρου για συμβόλαια υπεράκτιας εταιρείας σε ξένο συνάλλαγμα χωρίς την εξασφάλιση της σχετικής άδειας από την Κεντρική Τράπεζα ― Η σύμβαση εγγύησης δεν ήταν παράνομη, στην απουσία πρόθεσης των συμβαλλομένων, κατά την ενδεχόμενη εκτέλεση της σύμβασης, να παραβιάσουν τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199 ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Joseph El Alam v. Χριστοφόρου Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 984.

Στις 15.1.1998, η εφεσίβλητη, επενδυτική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Αγγλία, συνήψε γραπτή συμφωνία με την εφεσείουσα 1 (Τεκμήριο 3), εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στη Κύπρο, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί εκ μέρους της και/ή για λογαριασμό της επενδύσεις και/ή χρηματιστηριακές ή άλλες δοσοληψίες και πράξεις αναφορικά με την αγορά και πώληση μετοχών, ομολόγων, συναλλάγματος και άλλων αξιών ή δικαιωμάτων.

Την ίδια μέρα, 15.1.1998, ο εφεσείων (ο μόνος Διευθυντής και κύριος μέτοχος της εφεσείουσας 1), υπέγραψε προσωπική εγγύηση προς όφελος της εφεσίβλητης δυνάμει της οποίας ανέλαβε να καταβάλλει προς την εφεσίβλητη όλα τα ποσά τα οποία θα όφειλε η εφεσείουσα 1 δυνάμει της συμφωνίας ή δυνάμει των δοσοληψιών για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.  Πρόσθετα, ο εφεσείων 2 συμφώνησε όπως πληρώνει 3% ως τόκο επί οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου από την εφεσείουσα 1, επιπρόσθετα του bank base rate το οποίο ήταν κυμαινόμενο.  Συμφώνησε, επίσης, ότι η κατάσταση λογαριασμού της εφεσείουσας 1, η οποία θα ετοιμαζόταν από την εφεσίβλητη, θα αποτελούσε έναντί του, ως εγγυητή, δεσμευτική απόδειξη του ποσού το οποίο η εφεσείουσα 1 όφειλε προς την εφεσίβλητη. (Τεκμήριο 8).

Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών τις οποίες θα πρόσφερε η εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα 1, η τελευταία συμφώνησε να καταβάλλει προς την εφεσίβλητη τις προμήθειες τις οποίες η εφεσίβλητη θα ανέγραφε επί της επιβεβαίωσης εκάστης συναλλαγής η οποία θα αποστελλόταν προς την εφεσείουσα 1.

Δυνάμει της συμφωνίας η εφεσίβλητη εξετέλεσε κατά καιρούς, κατόπιν οδηγιών και εντολών της εφεσείουσας 1 και ή του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της, διάφορες συναλλαγές και δοσοληψίες σε σχέση με μελλοντικές αξίες συναλλάγματος (currency futures) σε διάφορα χρηματιστήρια και βάσει των κανονισμών του κάθε χρηματιστηρίου.

Κατά ή περί την 7.10.1998, όταν η εφεσίβλητη αντιλήφθηκε ότι, εξαιτίας της αστάθειας στις διεθνείς και χρηματιστηριακές αγορές, υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των χρηματιστηρίων, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της αξίας των επενδύσεων της εφεσείουσας 1, κάλεσε την εφεσείουσα 1 και τον εφεσείοντα 2, εάν ήθελαν να διατηρήσουν σε ισχύ τις εν λόγω επενδύσεις, να πληρώσουν το ποσό των USD92.000 ως περιθώριο (margin) προς κάλυψη μελλοντικών ζημιών.  Η εφεσείουσα 1 και ο εφεσείων 2 αρχικά δέχθηκαν μετά όμως υπαναχώρησαν.  Αργότερα την ίδια μέρα η αξία των επενδύσεων της εφεσείουσας 1 μειώθηκε περισσότερο με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της να αυξηθεί.  Η εφεσείουσα 1 και ο εφεσείων 2 πληροφορήθηκαν από την εφεσίβλητη ότι το ποσό των USD92.000 δεν ήταν αρκετό να καλύψει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 και την κάλεσε να καταβάλει προς την εφεσίβλητη το ποσό των USD200.000, αν ήθελε να διατηρήσει τις επενδύσεις της σε ισχύ.  Η εφεσείουσα 1 και ο εφεσείων 2 αρνήθηκαν, κατά παράβαση της συμφωνίας, όπως και της εγγύησης να καταβάλουν προς την εφεσίβλητη το απαιτούμενο ή οποιοδήποτε ποσό.  Η εφεσίβλητη τότε τερμάτισε τις επενδύσεις της εφεσείουσας 1, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω ζημιές, με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιποτου λογαριασμού της να αποκρυσταλλωθεί στο ποσό των USD133.748,43, ποσό το οποίο η εφεσίβλητη όφειλε προς το χρηματιστήριο ή τον χρηματιστηριακό μεσάζοντα με τον οποίον συνεργαζόταν για τις συναλλαγές που εκτέλεσε για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, εξαιρουμένου ποσού USD 3.587,50 το οποίο αφορούσε προμήθειες οφειλόμενες προς την εφεσίβλητη δυνάμει της συμφωνίας.

Η εφεσίβλητη διεκδίκησε με αγωγή της το ποσό των USD133.748,43 ή το ισόποσο σε Κυπριακές λίρες κατά την ημέρα πληρωμής ως οφειλόμενο ή ως αποζημίωση ή ως πληρωθέν για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, πλέον τόκους, δυνάμει της συμφωνίας και της εγγύησης.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εβασίζοντο στην απόλυτη κρίση της εφεσίβλητης για τις συναλλαγές τους, και αρνήθηκαν ότι συμφώνησαν να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό σε οποιοδήποτε χρηματιστήριο ή ότι συμφώνησαν ή αποδέχθηκαν να καταβάλουν στην εφεσίβλητη οποιοδήποτε ποσό ως περιθώριο για τις επενδύσεις τους.  Υποστήριξαν ότι η εφεσίβλητη προέβη σε δοσοληψίες εν αγνοία τους και χωρίς την εξουσιοδότησή τους.  Αναφορικά με την εγγύηση, ο εφεσείων 2 αρνήθηκε ότι συμφώνησε να εγγυηθεί την εφεσείουσα 1 ή να πληρώνει ως τόκο 3% πέραν του bank base rate.  Διαζευκτικά, ο εφεσείων 2 ισχυρίστηκε ότι η εγγύηση ήταν παράνομη ως αντιστρατευόμενη τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος 2 ως ψευδή και κατασκευασμένη και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό USD133.748,43, πλέον τόκους εναντίον της εφεσείουσας 1 προς 8% από 7.10.1998 και εναντίον του εφεσείοντος 2 προς 3% από 7.10.1998, πλέον έξοδα.

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται ότι η συμφωνία Τεκμήριο 3 τερματίστηκε από την εφεσίβλητη και/ή ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 έκλεισε στις 7.10.1998.

2) Οι εφεσίβλητοι δεν ενομιμοποιούντο στην αγωγή τους γιατί δεν υπήρξε τερματισμός της συμφωνίας, Τεκ. 3.

     Ο συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, όπου αποφασίστηκε ότι ο τερματισμός και αξίωση αποπληρωμής χρέους συνιστά προϋπόθεση για την απαίτησή του.

3) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπόθεσή της εναντίον των εφεσειόντων.

4) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε ότι το επιτόκιο overnight bid rate το οποίο αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 ήταν 6% και ως εκ τούτου, εδικαιούτο να αξιώσει τόκο προς 8% (6% + 2% όροι 7 και 12) επί του ποσού των USD133.748,43 από τις 7.10.1998.

5) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως μαρτυρία καταστάσεις οι οποίες είχαν παραχθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης στη βάση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(Α) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 54(1)/94.

6) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν απαιτείτο η προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της σύμβασης εγγύησης που ο εφεσείων 2 έδωσε στους εφεσίβλητους με το Τεκμήριο 8 σε σχέση με τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1 προς τους εφεσίβλητους κάτω από το Τεκμήριο 3 και εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εγγύηση αυτή δεν ήταν άκυρη εξ υπαρχής κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149. Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου των εφεσειόντων στηρίχθηκε, κατά μέγα μέρος, στην υπόθεση Joseph el Alam v. Χρ. Τουμαζίδη.

7) "Πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Τεκμήριο 3 τερματίστηκε στις 7/10/1998 και αποκρυσταλλώθηκε τότε το χρεωστικό υπόλοιπο σε Δολάρια Αμερικής $133.748,43, οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν ν' αποδείξουν εναντίον του εφεσείοντος 2 ότι απαίτησαν από αυτόν σύμφωνα με τον Όρο 1.1 και τον Όρο 7.1 του Τεκμηρίου 8 το πιο πάνω ποσό και ως εκ τούτου το Δικαστήριο όφειλε ν' απορρίψει την αγωγή εναντίον του για το λόγο ότι το χρέος δεν απέκτησε εκτελεστότητα."

Οι νομικές αρχές που εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας όλους τους λόγους έφεσης προκύπτουν επαρκώς από τις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465,

Mosfilioti v. Panayi a.o. (1978) 2 J.S.C. 384,

Joseph El Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 984.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/7/02 (Αρ. Αγωγής 7692/98) με την οποία επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης επενδυτικής εταιρείας με έδρα το Λονδίνο και εναντίον των εναγομένων, κυπριακής εταιρείας και Διευθυντή της, ποσό USD 133.748,43 πλέον τόκους ως οφειλόμενο προς αυτήν από τους εναγόμενους δυνάμει της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας και εγγύησης ημερ. 15/1/98 για παροχή από την εναγόμενη προς τους ενάγοντες υπηρεσιών σε σχέση με χρηματιστηριακές δοσοληψίες και πράξεις για αγορά και πώληση μετοχών, ομολόγων και άλλων χρηματιστηριακών αξιών.

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι επενδυτική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Αγγλία με έδρα το Λονδίνο. Η εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα τη Λεμεσό. Ο εφεσείων 2, κάτοικος Λεμεσού, είναι ο κύριος μέτοχος της εφεσείουσας 1 και ο μόνος Διευθυντής της.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, την 15.1.1998 η εφεσίβλητη συνήψε γραπτή συμφωνία με την εφεσείουσα 1 (Τεκμήριο 3) δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί εκ μέρους και ή για λογαριασμό της επενδύσεις και ή χρηματιστηριακές ή άλλες δοσοληψίες και πράξεις, αναφορικά με την αγορά και πώληση και ή προαγορά μετοχών, ομολόγων, συναλλάγματος και άλλων αξιών ή δικαιωμάτων. Η εφεσείουσα 1, όπως και ο Διευθυντής της, εφεσείων 2, ήσαν, σύμφωνα με δική τους δήλωση, έμπειροι επενδυτές, και, ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες οι οποίες συμφώνησαν ότι θα παρείχοντο από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα 1 θα περιορίζοντο στην εκτέλεση των ρητών οδηγιών ή εντολών της εφεσείουσας 1 και ή του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της Σταύρου Χατζηκυριάκου. Μετά την εκτέλεση των οδηγιών ή εντολών της εφεσείουσας 1 η εφεσίβλητη όφειλε να αποστέλλει προς την εφεσείουσα 1 εντός 24 ωρών, ει δυνατόν, γραπτή επιβεβαίωση ότι εξετέλεσε την οδηγία ή την εντολή. Η εφεσίβλητη όφειλε, επίσης, να αποστέλλει προς την εφεσείουσα 1 μηνιαία κατάσταση του λογαριασμού της.

Την ίδια μέρα, 15.1.1998, ο εφεσείων 2 υπέγραψε προσωπική εγγύηση προς όφελος της εφεσίβλητης δυνάμει της οποίας ανέλαβε να καταβάλλει προς την εφεσίβλητη όλα τα ποσά τα οποία θα όφειλε η εφεσείουσα 1 δυνάμει της συμφωνίας ή δυνάμει των δοσοληψιών για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Πρόσθετα, ο εφεσείων 2 συμφώνησε όπως πληρώνει 3% ως τόκο επί οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου από την εφεσείουσα 1, επιπρόσθετα του bank base rate το οποίο ήταν κυμαινόμενο. Συμφώνησε, επίσης, ότι η κατάσταση λογαριασμού της εφεσείουσας 1, η οποία θα ετοιμαζόταν από την εφεσίβλητη, θα αποτελούσε έναντί του, ως εγγυητή, δεσμευτική απόδειξη του ποσού το οποίο ο εφεσείουσα 1 όφειλε προς την εφεσίβλητη. (Τεκμήριο 8).

Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών τις οποίες θα πρόσφερε η εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα 1, η τελευταία συμφώνησε να καταβάλλει προς την εφεσίβλητη τις προμήθειες τις οποίες η εφεσίβλητη θα ανέγραφε επί της επιβεβαίωσης εκάστης συναλλαγής η οποία θα αποστελλόταν προς την εφεσείουσα 1.

Δυνάμει της συμφωνίας η εφεσίβλητη εξετέλεσε κατά καιρούς, κατόπιν οδηγιών και εντολών της εφεσείουσας 1 και ή του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της, διάφορες συναλλαγές και δοσοληψίες σε σχέση με μελλοντικές αξίες συναλλάγματος (currency futures) σε διάφορα χρηματιστήρια και βάσει των κανονισμών του κάθε χρηματιστηρίου.

Κατά ή περί την 7.10.1998 η εφεσίβλητη αντιλήφθηκε ότι, εξαιτίας της αστάθειας στις διεθνείς κεφαλαιουχικές και χρηματιστηριακές αγορές, υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των χρηματιστηρίων και, ως εκ τούτου, η αξία των επενδύσεων της εφεσείουσας 1 είχε μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, η εφεσίβλητη κάλεσε την εφεσείουσα 1, όσο και τον εφεσείοντα 2, εάν ήθελαν να διατηρήσουν σε ισχύ τις εν λόγω επενδύσεις, να πληρώσουν το ποσό των USD92.000 ως περιθώριο (margin) προς κάλυψη οιωνδήποτε μελλοντικών ζημιών. Η εφεσείουσα 1, όπως και ο εφεσείων 2, αν και αρχικά δήλωσαν ότι θα πλήρωναν το περιθώριο, ώστε να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους σε ισχύ, αργότερα υπαναχώρησαν. Μερικές ώρες αργότερα, την ίδια μέρα, 7.10.1998, η αξία των επενδύσεων της εφεσείουσας 1 μειώθηκε περισσότερο με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της να αυξηθεί. Συνακόλουθα, η εφεσίβλητη πληροφόρησε την εφεσείουσα 1, όπως και τον εφεσείοντα 2, ότι το ποσό των USD92.000 δεν ήταν αρκετό για να καλύψει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 και, επομένως, εάν ήθελε να διατηρήσει τις επενδύσεις της σε ισχύ θάπρεπε να καταβάλει προς την εφεσίβλητη το ποσό των USD200.000, αντί του ποσού των USD92.000. Παρά ταύτα, τόσο η εφεσείουσα 1 όσο και ο εφεσείων 2 αρνήθηκαν και ή παρέλειψαν, κατά παράβαση της συμφωνίας, όπως και της εγγύησης, να καταβάλουν προς την εφεσίβλητη το απαιτηθέν ή οποιοδήποτε ποσό. Ως εκ τούτου, την ίδια μέρα, 7.10.1998, η εφεσίβλητη ειδοποίησε την εφεσείουσα 1, όπως και τον εφεσείοντα 2, ότι, ενόψει της άρνησης και ή παράλειψής τους να καταβάλουν το ποσό των USD200.000, αυτή δεν είχε άλλη εκλογή παρά να τερματίσει τις εν λόγω συναλλαγές, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω ζημιές. Πράγματι, την ίδια πάντοτε μέρα, 7.10.1998, η εφεσίβλητη τερμάτισε τις επενδύσεις της εφεσείουσας 1 με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της, όπως και του εφεσείοντος 2, να αποκρυσταλλωθεί στο ποσό των USD133.748,43, ποσό το οποίο η εφεσίβλητη όφειλε προς το χρηματιστήριο ή τον χρηματιστηριακό μεσάζοντα με τον οποίο συνεργαζόταν αναφορικά με τις συναλλαγές και ή δοσοληψίες τις οποίες εκτέλεσε για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, εξαιρουμένου ποσού USD3.587,50 το οποίο αφορούσε προμήθειες οφειλόμενες προς την εφεσίβλητη δυνάμει της συμφωνίας.

Με την αγωγή η εφεσίβλητη διεκδίκησε από τους εφεσείοντες το ποσό των USD133.748,43 ή το ισόποσο σε Κυπριακές λίρες κατά την ημέρα της πληρωμής ως οφειλόμενο ή ως αποζημίωση ή ως πληρωθέν για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, πλέον τόκους, δυνάμει της συμφωνίας και της εγγύησης.

Με την υπεράσπιση, τόσο η εφεσείουσα 1 όσο και ο εφεσείων 2 αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε δήλωσαν ότι ήσαν έμπειροι επενδυτές. Αντίθετα δήλωσαν στην εφεσίβλητη ότι διενεργούσαν τις πρώτες τους συναλλαγές και, επομένως, εβασίζοντο στην απόλυτη κρίση της εφεσίβλητης. Αρνήθηκαν επίσης ότι συμφώνησαν να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό σε οποιοδήποτε χρηματιστήριο. Οι όποιες συναλλαγές θα εγίνοντο μόνο εφόσον είχαν χρήματα στο λογαριασμό τους. Ουδέποτε συμφώνησαν ή αποδέχθηκαν να καταβάλουν στην εφεσίβλητη οποιοδήποτε ποσό ως περιθώριο για τις επενδύσεις τους. Η εφεσίβλητη προέβη σε δοσοληψίες εν αγνοία και χωρίς την εξουσιοδότησή τους. Αναφορικά με την εγγύηση, ο εφεσείων 2 αρνήθηκε ότι συμφώνησε να εγγυηθεί την εφεσείουσα 1 ή να πληρώνει ως τόκο 3% πέραν του bank base rate. Διαζευκτικά, ο εφεσείων 2 ισχυρίστηκε ότι η εγγύηση ήταν παράνομη ως αντιστρατευόμενη τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία, για μεν την εφεσίβλητη οι Σταύρος Χατζηκυριάκος, Charles Brimble, Εκτελεστικός Διευθυντής της εφεσίβλητης, και Steven Kemp, αξιωματούχος της εφεσίβλητης στο Τμήμα Υπηρεσίας Πελατών, για δε τους εφεσείοντες, ο εφεσείων 2 Φίλιππος Κωνσταντινίδης και η Μ. Πική, υπάλληλος της Κεντρικής Τράπεζας. Η μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης υποστήριξε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης ενώ η μαρτυρία του εφεσείοντος 2 εκείνο της υπεράσπισης. Η μαρτυρία της Μ. Πική ότι ο εφεσείων 2 δεν είχε εξασφαλίσει άδεια από την Κεντρική Τράπεζα για την παροχή εγγύησης σε υπεράκτια εταιρεία, όπως η εφεσείουσα 1, δεν αμφισβητήθηκε.

Κατά την αγόρευσή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι αυτή απέδειξε πλήρως την υπόθεσή της. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη, όχι μόνο δεν απέδειξε την υπόθεσή της, αλλά δεν απέδειξε καν ότι ενομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αγωγής, εφόσον η συμφωνία την οποία κατήρτησε με την εφεσείουσα 1 δεν είχε, όπως θάπρεπε, τερματιστεί. Πρόσθετα, υποστήριξε ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να επιτύχει εναντίον του εφεσείοντος 2, εφόσον αυτός υπέγραψε την εγγύηση, Τεκμήριο 8, χωρίς να γνωρίζει τι υπέγραφε (non est factum) και, εν πάση περιπτώσει, η εγγύηση δεν ήταν προσωπική, εφόσον έφερε τη σφραγίδα της εταιρείας. Διαζευκτικά, ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο εφεσείων 2 υπέγραψε εν γνώσει του προσωπική εγγύηση, αυτή ήταν εξ υπαρχής άκυρη ως αντίθετη με τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε εκείνη των μαρτύρων της εφεσίβλητης, ενώ, εκτός από μερικές αναφορές, απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος 2, ως ψευδή και κατασκευασμένη. Στη συνέχεια, και αφού, για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε τις εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό USD133.748,43 ή το ισόποσο σε Κυπριακές λίρες κατά την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκους εναντίον της εφεσείουσας 1 προς 8% από 7.10.1998 και εναντίον του εφεσείοντος 2 προς 3% από 7.10.1998, πλέον έξοδα.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται, στις σελίδες 20 έως 21 της απόφασής του, ότι η συμφωνία, Τεκμήριο 3, τερματίστηκε από την εφεσίβλητη και ή ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 έκλεισε στις 7.10.1998. Και τούτο για το λόγο ότι, με το Τεκμήριο 11, ημερομηνίας 7.10.1998, το οποίο είναι η υποτιθέμενη ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας, Τεκμήριο 3, η εφεσίβλητη πληροφορούσε τους εφεσείοντες, ότι κατά το πέρας της ημέρας, ο λογαριασμός τους παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο USD148.487,50 και τους καλούσε να το εξοφλήσουν πράγμα το οποίο, σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη αξίωση για USD133.748,43, αντί USD148.487,50, δείχνει ότι η συμφωνία Τεκμήριο 3 δεν τερματίστηκε ούτε ο λογαριασμός των εφεσειόντων έκλεισε στις 7.10.1998. Διαφορετικά η αξίωση θα ήταν για USD148.487,50.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 20 και 21 της απόφασής του, δεν έκρινε ότι η συμφωνία Τεκμήριο 3 τερματίστηκε στις 7.10.1998. Στη σελίδα 20 ανέφερε ότι "Προσεκτική όμως εξέταση της μαρτυρίας, των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3, του Τεκ. 19, και των λοιπών καταστάσεων, Τεκ. 16 και 17, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι ανοικτές θέσεις έκλεισαν στις 7.10.98.", στη δε σελίδα 21 ανέφερε ότι "Η μαρτυρία επί του σημείου του Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3 ήταν απόλυτα σαφής. Ο Μ.Ε.1 καθ΄όλα αξιόπιστος και με πείρα στον τομέα των δραστηριοτήτων των εναγόντων συμμετείχε στην απόφαση να κλείσουν οι θέσεις στις 7.10.1998 όπως και έκλεισαν." Το πρωτόδικο Δικαστήριο μιλά για ανοικτές θέσεις οι οποίες έκλεισαν στις 7.10.1998. "Κλείσιμο" ήταν το κλείσιμο των θέσεων τις οποίες, όπως ανέφερε ο Charles Brimble, η εφεσίβλητη θεώρησε σοφό να κλείσει "ελπίζοντας να αποφύγει περαιτέρω απώλειες" εφόσον "ο κ. Κωνσταντινίδης ξαφνικά έγινε αδύνατο να έλθει κανένας σε επαφή μαζί του, απρόσιτος, δεν απαντούσε στο σταθερό τηλέφωνό του, δεν απαντούσε στο κινητό του τηλέφωνο". (σελίδα 41 των πρακτικών). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε μιλά για τερματισμό της συμφωνίας, Τεκμήριο 3. Ούτε και είναι ορθή η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι ήταν η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης, μέσω των §29 έως 35 της έκθεσης απαίτησης, ότι αυτή τερμάτισε τη συμφωνία, Τεκμήριο 3, στις 7.10.1998. Ούτε και ήταν αυτή η μαρτυρία του Charles Brimble. Εκείνο το οποίο αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, όπως και στη μαρτυρία του Charles Brimble, είναι ότι, στις 7.10.1998, η εφεσίβλητη ειδοποίησε τους εφεσείοντες ότι, ενόψει της άρνησης και ή παράλειψής τους να πληρώσουν το ποσό των USD200.000 ως περιθώριο, εάν ήθελαν να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους σε ισχύ (to maintain the positions open), αυτή δεν είχε άλλη εκλογή από του να τερματίσει τις εν λόγω συναλλαγές (to liquidate the open positions) σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, Τεκμήριο 3, όπως και έπραξε, "ούτως ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω ζημιές". Δεν αναφέρεται πουθενά στην έκθεση απαίτησης ή στη μαρτυρία του Charles Brimble ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε τη συμφωνία, Τεκμήριο 3.

Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι οι θέσεις δεν έκλεισαν στις 7.10.1998, εφόσον ο Charles Brimble είπε στη μαρτυρία του ότι "αν θυμάμαι υπήρχε μια ανοικτή θέση την οποία επιτρέψαμε να συνεχίσει να λειτουργεί επειδή ήταν επικερδής θέση", δεν συμφωνούμε. Ο μάρτυρας είπε ότι αρχικά έκλεισαν τρεις ανοικτές θέσεις. Υπήρχε ακόμα μία την οποία δεν έκλεισαν ταυτόχρονα με τις άλλες τρεις επειδή ήταν κερδοφόρα. Από αυτή τη μαρτυρία δεν προκύπτει ότι δεν έκλεισε και η τέταρτη θέση αργότερα την ίδια μέρα, ήτοι την 7.10.1998. Κατά την αντεξέταση, μάλιστα, του επόμενου μάρτυρα Steven Kemp, ο ίδιος ο δικηγόρος των εφεσειόντων του υπέβαλε, και αυτός συμφώνησε, ότι όλες οι θέσεις έκλεισαν στις 7.10.1998. Συναφές είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του Steven Kemp κατά την αντεξέταση με το οποίο επεξηγεί και το πώς η αξίωση της εφεσίβλητης μειώθηκε από USD148.487,50 σε USD133.748,43:

"Ε.  Κύριε μάρτυρα, τελικά στις 7.10.98 που έκλεισε ο λογαριασμός και έκλεισαν οι θέσεις ο λογαριασμός των εναγομένων παρουσίαζε πιστωτικό 48.808,52 ή 148.487,50 ή 133.566,48 ή 133.748,43 που είναι το ποσό της αγωγής σας;

Α. Λοιπόν, το πρώτο μέρος της ερώτησης σας οι 48.808,52 υπόλοιπο σε μετρητά αυτό ήτανε το τελικό υπόλοιπο σε μετρητά στις 7.10. Αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνει το open trade equity των θέσεων που είχανε κλείσει από την A.D.M. Τώρα, οι 148.487,50 βασίζονται στην αξία του λογαριασμού κατά το κλείσιμο των εργασιών πιστεύω στις 6 Οκτωβρίου και όπως λέει το άνω μέρος της επιστολής, Τεκ. 11, as at close of business on 6th October 1998 αυτό το ποσό των 148.487,50 υπόκειτο σε διακυμάνσεις της αγοράς, έτσι όταν κλείσαμε τις θέσεις τις 7 Οκτωβρίου το τελικό υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν 133.566,48 και ο τελικός αριθμός που βλέπετε στην μηνιαία κατάσταση 30 Οκτωβρίου είναι 133.748,43 που η διαφορά είναι ο τόκος του Σεπτεμβρίου που χρεώθηκε στο λογαριασμό του πελάτη για 181.95 δολ. Έτσι το τελικό υπόλοιπο τον Οκτώβρη είναι η πραγματική ζημιά του λογαριασμού αυτού."

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι αλλού στην απόφαση του φαίνεται να αποδέχεται ότι το Τεκμήριο 3 τερματίστηκε στις 7/10/98 (βλέπετε τον Πρώτο Λόγο Έφεσης), εσφαλμένα αποφάσισε στη σελ. 23 ότι ο τερματισμός του Τεκμηρίου 3 και η αποκρυστάλλωση του χρεωστικού υπολοίπου δεν αποτελούσε προϋπόθεση απαίτησης πληρωμής γιατί δεν επρόκειτο για συμφωνία δανείου. " Και τούτο, κυρίως, διότι: "Οι προϋποθέσεις και οι αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465 εφαρμόζονταν και στην περίπτωση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ανεξάρτητα αν η επίδικη σχέση, αυστηρά ομιλούντες, δεν ήταν αυτή της τράπεζας και πελάτη της τράπεζας. Ο όρος 3 της συμφωνίας δανείου που εξετάστηκε στην πιο πάνω υπόθεση με βάση τον οποίο κρίθηκε ότι ".κυρίαρχο στοιχείο στην στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης αποπληρωμής είναι ο τερματισμός του λογαριασμού..." προσομοιάζει απόλυτα προς τον Όρο 21 του Τεκμηρίου 3 που τιτλοφορείται "Termination" με βάση τον οποίο οι Εφεσίβλητοι φαίνεται να ενήργησαν. Το κλείσιμο του λογαριασμού των Εφεσειόντων 1 με τους Εφεσίβλητους και ο τερματισμός της συμφωνίας μπορούσε να γίνει μόνο με βάση τον Όρο 21, ο οποίος προνοεί ότι ο τερματισμός δεν αναιρούσε τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλο σε σχέση με οποιοδήποτε χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο."

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Η αξίωση της εφεσίβλητης προς πληρωμή του χρεωστικού υπόλοιπου το οποίο προέκυψε από το κλείσιμο των ανοικτών θέσεων δεν είχε ως προϋπόθεση τον τερματισμό της συμφωνίας, Τεκμήριο 3. Στηριζόμενη σε ρητές πρόνοιες της συμφωνίας η εφεσίβλητη, αφού έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα για να πληροφορήσει τους εφεσείοντες ότι έπρεπε να καταβάλουν επιπρόσθετο περιθώριο για να κρατήσουν ανοικτές τις συναλλαγές τους, εάν αυτή ήταν η επιθυμία τους, και αφού δεν έτυχε οποιασδήποτε ανταπόκρισης, θεώρησε σοφό να κλείσει τις ανοικτές θέσεις, ελπίζοντας να αποφύγει περαιτέρω απώλειες, τις έκλεισε, εξακρίβωσε το χρεωστικό υπόλοιπο και, ακολούθως, το διεκδίκησε από τους εφεσείοντες, σύμφωνα με τον όρο 12(b)(iii) της συμφωνίας, Τεκμήριο 3. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με το οποίο συμφωνούμε απόλυτα:

"Προβλήθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην αγωγή γιατί δεν υπήρξε τερματισμός της συμφωνίας, Τεκ. 3 και παρέπεμψε ο κ. Αραούζος στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, όπου αποφασίστηκε ότι ο τερματισμός και αξίωση αποπληρωμής χρέους συνιστά προϋπόθεση για την απαίτηση του.

Η συμφωνία, Τεκ. 3, ρητά προέβλεπε και παρείχε στους ενάγοντες την δυνατότητα να ενεργήσουν όπως ενήργησαν από τη στιγμή που οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη που τους γνωστοποίησαν οι ενάγοντες μέσω του κ. Χ"Κυριάκου και σε κατ΄ευθεία συνομιλία με τον διευθυντή κ. Κωνσταντινίδη για καταβολή περιθωρίου. Ο διευθυντής των εναγομένων προτίμησε αντί να προχωρήσει στην αποστολή περιθωρίου να μην απαντά στις τηλεφωνικές κλήσεις οπόταν οι ενάγοντες ενήργησαν με βάση τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους δικαίωμα που δίνεται από το αρ. 7 του Τεκ. 3.

Οι ενάγοντες με την επιστολή, Τεκ. 11, απαίτησαν πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου που δημιουργήθηκε και δεν τίθεται ζήτημα τερματισμού ή μη της σύμβασης. Δεν αποτελεί προϋπόθεση απαίτησης πληρωμής του οφειλόμενου ποσού ο τερματισμός της συμφωνίας. Δεν πρόκειται για συμφωνία δανείου. Η διεκδίκηση του ποσού που οι εναγόμενοι 1 παρέλειψαν να καταβάλουν για να διατηρηθούν οι θέσεις ανοικτές δεν εξαρτάται από τον τερματισμό ή τη συνέχιση της συμφωνίας, Τεκ. 3. Ανάγνωση του άρθρου 21 του Τεκ.3 δεν οδηγεί σε τέτοια κατάληψη. Είναι εντελώς άλλη η φύση της συναλλαγής και το λεκτικό του άρθρου 21 από το λεκτικό του άρθρου 3 στη βάση του οποίου αποφασίστηκαν τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη, (πιο πάνω)."

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την υπόθεσή της εναντίον των εφεσειόντων, και δη την αξιούμενη ζημιά της εκ USD133.748,43 κατά την 7.10.1998. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, η μόνη μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την εφεσίβλητη προς απόδειξη του ποσού των USD133.748,43 ήταν η κατάσταση λογαριασμού της 30.10.1998 η οποία και δεν αποτελούσε επαρκή απόδειξη του χρέους. Δεν παρουσιάστηκαν, κατά την εισήγησή του, οποιαδήποτε πρόσθετα υποστηρικτικά στοιχεία τα οποία να επιβεβαιώνουν ότι όντως η εφεσίβλητη πλήρωσε το ποσό των USD133.748,43 σε τρίτους, αφού έκλεισε ο επίδικος λογαριασμός.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Η μηνιαία κατάσταση λογαριασμού της 30.10.1998, η οποία παρουσιάστηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 17, ήταν η τελευταία μηνιαία κατάσταση λογαριασμού. Παρουσιάστηκε, επίσης, ως Τεκμήριο 16, η ημερήσια κατάσταση λογαριασμού της 8.10.1998 η οποία ήταν η τελευταία ημερήσια κατάσταση λογαριασμού και στην οποία απεικονίζονταν όλες οι τελευταίες συναλλαγές οι οποίες και έκλεισαν στις 7.10.1998. Και στις δύο καταστάσεις εμφανιζόταν το χρεωστικό υπόλοιπο των εφεσειόντων. Σχετικά, όμως, έδωσε μαρτυρία και ο Charles Brimble. Σύμφωνα με αυτή, στις 7.10.1998 ήταν παρών και άκουγε την τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του επόπτη περιθωρίων και του εφεσείοντος 2 από τον οποίο εζητείτο να αποστείλει το ποσό των USD92.000 ως περιθώριο, εάν ήθελε να διατηρηθούν οι θέσεις της εφεσείουσας 1 ανοικτές. Ο εφεσείων 2 προσπαθούσε να τους καθησυχάσει λέγοντας ότι είχαν πανικοβληθεί αδικαιολόγητα και ότι η πείρα του του έλεγε ότι οι θέσεις τις οποίες είχε θα ανέκαμπταν. Αργότερα, το ποσό αυξήθηκε σε USD200.000. Καταβλήθηκε προσπάθεια επικοινωνίας με τον εφεσείοντα 2, όμως, αυτή τη φορά, δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις. Κατόπιν τούτου, ο μάρτυρας, αφού διαβουλεύθηκε και με τους συνεργάτες του, θεώρησε ορθό να κλείσουν οι ανοικτές θέσεις ώστε να περιορισθούν οι απώλειες. Έτσι και έγινε, πάντοτε στις 7.10.1998, με αποτέλεσμα όλα τα χρήματα της εφεσείουσας 1 να απολεστούν και να υπάρχει, επίσης, χρέος εκ USD133.748,43, ποσό το οποίο, στη συνέχεια, η εφεσίβλητη κατέβαλε σε μεσάζοντα σε χρηματιστήριο του Σικάγου, αφού αυτή δεν ήταν μέλος του χρηματιστηρίου αυτού. Την ίδια μέρα, αποστάληκε στους εφεσείοντες η επιστολή ημερομηνίας 7.10.1998, Τεκμήριο 11, με την οποία αξιωνόταν μεγαλύτερο ποσό (USD148.487,50) το οποίο, όμως, σε μεταγενέστερο στάδιο, και κατόπιν ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι ανερχόταν στα USD133.748,43. Για το ίδιο ζήτημα, ήτοι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της εφεσείουσας 1, έδωσε μαρτυρία και ο Steven Kemp ο οποίος, μάλιστα, τόνισε ότι ουδέποτε οι εφεσείοντες υπέβαλαν οποιαδήποτε παράπονα ή ενστάσεις αναφορικά με την ακρίβεια των λογαριασμών τους, όπως αυτοί παρουσιάζονταν είτε στις ημερήσιες είτε στις μηνιαίες καταστάσεις (Τεκμήρια 16 και 17).*

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε ότι το επιτόκιο overnight bid rate το οποίο αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 (Μέρος 2, όροι 7 και 12) ήταν 6% και, ως εκ τούτου, εδικαιούτο να αξιώσει τόκο προς 8% (6% + 2% - όροι 7 και 12) επί του ποσού των USD133.748,43 από τις 7.10.1998, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τον Charles Brimble, έκλεισαν οι θέσεις των εφεσειόντων και αποκρυσταλλώθηκε η ζημιά. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, δεν επιτρεπόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία του Charles Brimble σε σχέση με το πόσο ήταν το overnight bid rate και κατά πόσο η διακύμανσή του κυμαινόταν από 6% μέχρι 6.75%. Ούτε εδικαιολογείτο ο καθορισμός της 7.10.1998 ως ημερομηνίας έναρξης της επιβάρυνσης τόκου.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Το overnight bid rate είναι το επιτόκιο το οποίο έπαιρνε η εφεσίβλητη από την τοποθέτηση των κεφαλαίων της στη διεθνή χρηματιστηριακή αγορά κατά τη διάρκεια της νύκτας. Αυτό το επιτόκιο το γνώριζε ο Charles Brimble ως Διευθυντής της εφεσίβλητης και ως ασχολούμενος με τους λογαριασμούς. Ήταν, επομένως, κατάλληλο πρόσωπο για να δώσει μαρτυρία αναφορικά με το πόσο ήταν και τη διακύμανσή του. Εφόσον δε η απαίτηση της εφεσίβλητης ήταν σε δολάρια, είναι πρόδηλο ότι και η δική του αναφορά ως προς το ύψος του overnight bid rate αναφερόταν στο overnight bid rate του δολαρίου και όχι οποιουδήποτε άλλου νομίσματος. Η δε ημερομηνία 7.10.1998, ως ημερομηνία έναρξης της επιβάρυνσης τόκου, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη εφόσον, σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία του Charles Brimble, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ποσό των USD133.748,43 ήταν οφειλόμενο και καταβλητέο, όπως και καταβλήθηκε, από την εφεσίβλητη σε μεσάζοντα σε χρηματιστήριο του Σικάγου από την εν λόγω ημερομηνία.

Ο επόμενος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως μαρτυρία το Τεκμήριο 16, ήτοι την ημερήσια κατάσταση λογαριασμού των εφεσειόντων της 8.10.1998, και το Τεκμήριο 17, ήτοι τη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού των εφεσειόντων της 30.10.1998, η οποία παρουσιάστηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 17, καταστάσεις οι οποίες είχαν παραχθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης, στη βάση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 5(Α) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 54(Ι)/94. Και τούτο διότι δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5(Α) αναφορικά με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Chicago Mercantile Exchange (CME) ο οποίος προμήθευε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης με τις αξίες των συμβολαίων κατά το κλείσιμο μιας ημέρας.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως μαρτυρία τα Τεκμήρια 16 και 17, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Steven Kemp την οποία και αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Ο Kemp ήταν ο αρμόδιος αξιωματούχος της εφεσίβλητης για τον έλεγχο του λογαριασμού των εφεσειόντων. Ήλεγχε όλες τις κερδοζημίες του λογαριασμού και κατά πόσο τα εμφανιζόμενα υπόλοιπα ή τα περιθώρια του λογαριασμού ήσαν ορθά. Το 1998, όταν δηλαδή λειτουργούσε ο λογαριασμός των εφεσειόντων, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής της εφεσίβλητης δεν είχε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οποιοδήποτε πρόβλημα, λειτουργούσε συνεχώς και κανονικά. Ο ίδιος ελάμβανε αντίγραφο των καταστάσεων λογαριασμού των εφεσειόντων, ημερήσιων και μηνιαίων, και ήλεγχε την ορθότητα των πληροφοριών οι οποίες περιείχοντο σ' αυτές. Κατά τον ίδιο χρόνο, το 1998 δηλαδή, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής της εφεσίβλητης δεν ήταν συνδεδεμένος με οποιονδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος ανήκε σε τρίτο πρόσωπο. Οι ημερήσιες και μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών των εφεσειόντων, ήτοι τα Τεκμήρια 16 και 17, δεν περιείχαν οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία είχε αντλήσει η εφεσίβλητη από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή τρίτου προσώπου. Οι καταστάσεις Τεκμήρια 16 και 17, τόνισε ο Kemp, αποστάληκαν αμέσως στους εφεσείοντες οι οποίοι, όπως και καθόλο το προηγούμενο διάστημα κατά το οποίο ο λογαριασμός τους λειτουργούσε, δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε παράπονο ή ένσταση.

Ενόψει της μαρτυρίας του Steven Kemp, αναφορικά με τη λειτουργία του ηλεκτρονικού υπολογιστή της εφεσίβλητης, αφενός, και του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε υπέβαλαν παράπονο ή ένσταση αναφορικά με την ορθότητα των Τεκμηρίων 16 και 17, με αποτέλεσμα να δεσμεύονται από αυτά, σύμφωνα με τον όρο 3(c) του Μέρους 2 του Τεκμηρίου 3, αφετέρου, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τα εν λόγω Τεκμήρια ως μαρτυρία της κατάστασης του λογαριασμού των εφεσειόντων, όπως και του εκ μέρους τους οφειλόμενου χρέους προς την εφεσίβλητη.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν απαιτείτο η προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της σύμβασης εγγύησης που ο Εφεσείων 2 έδωσε στους Εφεσίβλητους με το Τεκμήριο 8 σε σχέση με τις υποχρεώσεις των Εφεσειόντων 1 προς τους Εφεσίβλητους κάτω από το Τεκμήριο 3 και εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εγγύηση αυτή δεν ήταν άκυρη εξ υπαρχής κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149." Και τούτο, κυρίως, για το λόγο ότι "Δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία με βάση την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιούτο να πιστώσει είτε τους Εφεσίβλητους είτε τον Εφεσείοντα 2 με την πρόθεση που απαιτείται από το Άρθρο 35 του Περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 για να περισωθεί η σύμβαση εγγύησης."

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Η ορθή προσέγγιση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με το οποίο και συμφωνούμε:

"Το Τεκ. 8 αποτελεί εγγύηση που δόθηκε από κάτοικο Κύπρου για συμβόλαια υπεράκτιας εταιρείας σε ξένο συνάλλαγμα και δεν είχε εξασφαλισθεί η σχετική άδεια από την Κεντρική Τράπεζα. Ήταν εισήγηση της υπεράσπισης ότι συνδέεται και είναι προπαρασκευαστική με την αγορά του ξένου συναλλάγματος ενέργεια που απαγορεύεται με βάση το άρθρο 8 του περί Συναλλάγματος Νόμου.

.........................................................................................................

Η απουσία της άδειας του Δημοσιονομικού Γραμματέα δεν καθιστά άκυρη τη συμφωνία εξ υπαρχής. Θα μπορούσε να εξασφαλισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο αν και εφόσον παρίστατο ανάγκη, γεγονός που εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα άλλωστε του πρωτοφειλέτη.

Η σύμβαση της εγγύησης είναι καθ΄όλα νόμιμη, δεν απαγορεύεται από το νόμο και δεν μπορεί το γεγονός και μόνο ότι η εκτέλεση της σε χρόνο μεταγενέστερο της συνομολόγησης της απαιτεί άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα να την καθιστά εξ υπαρχής άκυρη. Στην υπόθεση Mosfilioti*, (πιο πάνω), όπου εξετάστηκε και το άρθρο 35(1) του Κεφ. 199, άρθρο που απασχόλησε και εδώ, αναφέρονται τα εξής:

«It emerges that agreements capable of being legally performed will not be declared as void ab initio unless it appears that it was within the contemplation of the parties at the inception of the contract to violate the law in the course of its performance.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)

«Προκύπτει ότι συμφωνίες δυνάμενες να εφαρμοστούν νόμιμα δεν θα κηρυχθούν εξ υπαρχής άκυρες εκτός εάν φαίνεται ότι ήταν πρόθεση των μερών κατά τη γένεση της συμφωνίας να παραβιάσουν το νόμο κατά την εφαρμογή της.»

.........................................................................................................

Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο πρόθεση των μερών ήταν να παραβιάσουν το νόμο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, οπόταν δεν τίθεται θέμα ενεργοποίησης του σιωπηρού όρου και η σύμβαση πρέπει να κηρυχθεί άκυρη.

Οι ενάγοντες από κανένα σημείο της μαρτυρίας τους δεν προκύπτει να ήθελαν να παραβιάσουν το νόμο κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Ο Διευθυντής είπε δεν το γνώριζε, ενώ ο Μ.Ε.2 είπε γνώριζε για την απαιτούμενη άδεια αλλά δεν το σκέφθηκε σε σχέση με την εγγύηση.

...........................

Τίποτα δεν έχει τεθεί με τη μαρτυρία που να συνηγορεί εναντίον της λειτουργίας του άρθρου 35(1) το οποίο σύμφωνα με το σύγγραμμα Halsbury's Statutes, Τόμος 30, σελ. 102 λειτουργεί ώστε να περισώζει μια συμφωνία από την παρανομία όταν δεν φαίνεται να είναι ασυμβίβαστο με τις προθέσεις των μερών ότι το εδάφιο θα εφαρμόζετο. Ο εναγόμενος 2 γνώριζε για την ανάγκη εξασφάλισης της άδειας, αλλά ταυτόχρονα πίστευε ότι δεν θα συνέβαινε αυτό που συνέβη. Συνεπώς πώς μπορούσε να είναι στις προθέσεις του η παραβίαση του νόμου κατά την εκτέλεση της σύμβασης; Ποτέ δεν πίστεψε ότι θα χάνονταν χρήματα. Γνώριζε επίσης ότι μπορούσε η άδεια να εξασφαλισθεί εκ των υστέρων.

Το άρθρο 35(3) προβλέπει για ό,τι ισχύει σε νομικές διαδικασίες με αναφορά στις διατάξεις του Τέταρτου Πίνακα όπου στο άρθρο 4(1) αναφέρεται:

«4(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία σε καθορισμένο Δικαστήριο και σε οποιαδήποτε διαδικασία διαιτησίας, αξίωση για την ανάκτηση χρέους δεν αποτυγχάνει για το λόγο μόνο ότι το χρέος δεν είναι πληρωτέο χωρίς την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα και η άδεια αυτή δεν έχει δοθεί ή έχει ανακληθεί.»

Εν όψει της πιο πάνω ρύθμισης δεν υπάρχει εμπόδιο στην έκδοση απόφασης, έστω κι' αν το χρέος καθίσταται πληρωτέο σύμφωνα με την υπόθεση Cumming v. London Bullion Co. Ltd. [1952] 1 K.B. 327, [1952] 1 All E.R. 383 C.A., την ημερομηνία κατά την οποία εξασφαλίζεται η απαραίτητη άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα."

Η υπόθεση Joseph El Alam v. Χριστοφόρου Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 984 επί της οποίας στηρίχθηκε, κατά μέγα μέρος, η επιχειρηματολογία του δικηγόρου των εφεσειόντων διακρίνεται από την παρούσα, διότι εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης εκείνης, ότι πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν η ανταλλαγή Κυπριακών λιρών με Δολάρια Αμερικής, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άδεια της Κεντρικής Τράπεζας και παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οτιδήποτε στη μαρτυρία από το οποίο να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέρη στη συμφωνία εγγύησης, Τεκμήριο 8, απέβλεπαν, κατά την ενδεχόμενη εκτέλεση της συμφωνίας, να παραβιάσουν τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199. Σημειώνουμε, συναφώς, το ακόλουθο απόσπασμα από την Joseph El Alam (πιο πάνω):

"Οι αποφάσεις στην Iosifakis και στη Mosfilioti (ανωτέρω), δεν αφίστανται της αρχής που θέτει το άρθρο 23 (του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149), για τις συνέπειες συμφωνίας η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, ούτε μετριάζουν τα αποτελέσματα της παρανομίας. Ο λόγος της Iosifakis μπορεί να προσδιοριστεί ως εξής: συμφωνία νόμιμη εν τη γενέσει της, δεν αναιρείται, από όρους αναγόμενους στην εκτέλεση της, νοουμένου ότι αυτοί μπορεί να εφαρμοστούν νόμιμα με την εξασφάλιση της προβλεπόμενης από το Νόμο άδειας."

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι "Πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Τεκμήριο 3 τερματίστηκε στις 7/10/1998 και αποκρυσταλλώθηκε τότε το χρεωστικό υπόλοιπο σε Δολάρια Αμερικής $133.748,43, οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν ν΄αποδείξουν εναντίον του Εφεσείοντος 2 ότι απαίτησαν από αυτόν σύμφωνα με τον Όρο 1.1 και τον Όρο 7.1 του Τεκμηρίου 8 το πιο πάνω ποσό και ως εκ τούτου το Δικαστήριο όφειλε ν΄απορρίψει την αγωγή εναντίον του για το λόγο ότι το χρέος δεν απέκτησε εκτελεστότητα."

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Η επιστολή του Charles Brimple, της 7.10.1998, Τεκμήριο 11, απευθυνόταν και στους δύο εφεσείοντες, ήτοι την πρωτοφειλέτιδα εφεσείουσα 1 και τον εγγυητή εφεσείοντα 2. Αποτελούσε έγκυρη απαίτηση, αν και αναφερόταν στο ποσό των USD148.487,50 και όχι στο αποκρυσταλλωμένο ποσό των USD133,748,43 το οποίο προέκυψε αργότερα την ίδια μέρα, 7.10.1998. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, το ακριβές χρεωστικό υπόλοιπο των USD133, 748,43 το γνώριζαν οι εφεσείοντες, τόσο από την ημερήσια κατάσταση λογαριασμού της 8.10.1998, Τεκμήριο 16, όσο και από τη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού της 30.10.1998 η οποία είναι μέρος του Τεκμηρίου 17. Είχε, το ακριβές χρεωστικό υπόλοιπο, από τότε αποκρυσταλλωθεί και απαιτηθεί όχι μόνο από την εφεσείουσα 1, στη βάση του Τεκμηρίου 3, αλλά και από τον εφεσείοντα 2, στη βάση του Τεκμηρίου 8 (όροι 1.1 και 7.1).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο