ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 256

25 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

Αναφορικα με το αρθρο 155.4 του Συνταγματοσ και τα αρθρα 3 και 9 του Περι Απονομησ τησ Δικαιοσυνησ (Ποικιλαι Διαταξεισ) Νομου του 1964 και του αρθρου 10 του Περι Εκδοσεωσ Φυγοδικων Νομου του 1970,

 

και

 

Αναφορικα με τον Κυρωτικο τησ Συνθηκησ μεταξυ τησ Κυπριακησ Δημοκρατιασ και τησ ενωσησ Σοβιετικων Σοσιαλιστικων Δημοκρατιων για Παροχη Νομικησ συνδρομησ σε θεματα Αστικου και Ποινικου Δικαιου Νομο 172/86,

 

και

 

Αναφορικα με την αιτηση του IVANOV IGOR BORIS (ΑΡ. 1) για την εκδοση ενταλματοσ τησ φυσησ HABEAS CORPUS,

 

και

 

Αναφορικα με το Διευθυντη των Κεντρικων Φυλακων,

 

και

 

Αναφορικα με την αποφαση του Επαρχιακου Δικαστηριου Λεμεσου ημερ. 15.11.99 στην Αιτηση εκδοσησ υπ' αρ. 1/97.

 

(Αίτηση Αρ. 143/99)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus προς απελευθέρωση προφυλακισθέντα μετά από διάταγμα έκδοσής του.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas corpus ― Εξουσίες Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την έκδοση εντάλματος habeas corpus ― Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει ως Εφετείο και έτσι δεν έχει εξουσία να ακυρώσει, ούτε να τροποποιήσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοση και κράτηση φυγοδίκου ― Μπορεί μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης με βάση την απόφαση αυτή και το αιτιολογικό της.

 

Φυγόδικοι ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Ν. 97/70), Άρθρο 10 ― Αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου, αν λόγω της παρόδου μακρού χρόνου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, η έκδοση θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.

 

Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκου ― Στοιχείο απαραίτητο για την έκδοση συνιστά η ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας.

 

Εναντίον του αιτητή εκδόθηκε διάταγμα έκδοσής του στη Ρωσσική Ομοσπονδία ώστε να δικαστεί για το αδίκημα της δωροληψίας από δημόσιο λειτουργό, που έλαβε χώρα ενώ ήταν βουλευτής της Δούμας, και προφυλακίστηκε.

 

Ο αιτητής ζήτησε την έκδοση εντάλματος habeas corpus ώστε να αποφυλακιστεί.  Οι λόγοι επικεντρώθηκαν στην εισήγηση ότι κακώς το Δικαστήριο βρήκε ότι τα γεγονότα συνιστούν αδίκημα που καλύπτεται από τα Άρθρα 100-102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και επίσης ότι από τα γεγονότα δεν προκύπτει η ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας, στοιχείο απαραίτητο για την έκδοση φυγοδίκου.

 

Υποστηρίχθηκε εκ μέρους του αιτητή ότι τα αδικήματα των άρθρων 100-102 που αφορούν δεκασμό "δημοσίου λειτουργού" δεν καλύπτουν βουλευτή. Η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση υποστήριξε ότι ο βουλευτής διορίζεται κατόπιν εκλογής και ως εκ τούτου συμπεριλαμβάνεται στον ορισμό του δημόσιου λειτουργού στο Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Εν ουδεμιά περιπτώσει μπορεί να χαρακτηρισθεί ο βουλευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως "δημόσιος λειτουργός" με την έννοια προσώπου εργοδοτούμενου στη δημόσια υπηρεσία. Ενδεικτικό της ορθότητας της θέσης αυτής είναι και το ότι μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το 1965, με το Άρθρο 3 του Νόμου 65/65, έγιναν πρόνοιες για αδίκημα αθέμιτης απόκτησης περιουσιακού οφέλους από διάφορους αξιωματούχους του κράτους, συμπεριλαμβανομένου και του βουλευτή, έμμεση αναγνώριση της μη ύπαρξης πρόνοιας σε άλλο νόμο που να καλύπτει και το βουλευτή.

 

2.  Εφόσον η βάση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη, γιατί τα Άρθρα 100-102 δεν καλύπτουν την περίπτωση, δεν ικανοποιείται και γι' αυτό το λόγο η προϋπόθεση για ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας. Έτσι η κράτηση του αιτητή καθίσταται παράνομη.

 

3.  Η απελευθέρωση του αιτητή θα έπρεπε να διαταχθεί και λόγω της παρόδου μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος, δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 99/70.

 

Εκδόθηκε το αιτούμενο διάταγμα και διατάχθηκε η άμεση αποφυλάκιση και απελευθέρωση του αιτητή.

 

Αίτηση.

 

Αίτηση από τον αιτητή για έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με την οποία ζητούσε την άμεση αποφυλάκισή του από τις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας όπου εκρατείτο, δυνάμει της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομ. 15/11/99, ως προφυλακισθείς μέχρι την έκδοσή του στις Ρωσσικές Αρχές.

 

Γ. Λουϊζίδης, για τον Αιτητή.

 

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄για το Γενικό Εισαγγελέα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Ρωσσική Ομοσπονδία ζήτησε μέσω της διπλωματικής οδού από την Κυπριακή Δημοκρατία την έκδοση του αιτητή Ivanov Igor Boris, Ρώσσου υπήκοου, για να μεταφερθεί στη Ρωσσία και να δικαστεί για διάπραξη του ποινικού αδικήματος δωροληψίας, που έλαβε χώρα ενώ ήταν βουλευτής της Δούμας, κατά παράβαση του άρθρου 173 του Ρωσσικού Ποινικού Κώδικα.  Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εξέδωσε στις 15.5.97 την προβλεπόμενη από το Νόμο εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας, στην οποία αναφέρετο ότι ενώ ο αιτητής ήταν βουλευτής της Ρωσσικής Ομοσπονδίας πήρε ως δωροδοκία το ποσό των 1.063.503 ρουβλιών, το οποίο συνιστά έγκλημα κατά παράβαση του Ρωσσικού Νόμου. Σύμφωνα με την εξουσιοδότηση, τα γεγονότα διάπραξης του πιο πάνω αδικήματος συνιστούν και έγκλημα στην Κύπρο, που καλύπτεται από τα άρθρα 100, 101 και 102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αφού εκδίκασε την υπόθεση, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχαν όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία που απαιτούνταν για την έκδοση του αιτητή και εξέδωσε διάταγμα έκδοσης του, διατάσσοντας και την προφυλάκιση του μέχρι την έκδοση.

 

Με την παρούσα αίτηση του για ένταλμα Habeas Corpus ο αιτητής ζητά την άμεση αποφυλάκιση του, ισχυριζόμενος ότι η κράτηση του είναι παράνομη.

 

Οι βασικοί λόγοι τους οποίους προτάσσει ο αιτητής είναι ότι κακώς το Δικαστήριο βρήκε ότι τα γεγονότα συνιστούν αδίκημα που καλύπτεται από τα άρθρα 100-102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154  και, δεύτερον, κάτω από το όλο ιστορικό της υπόθεσης και τα γεγονότα της κατ' ισχυρισμό διάπραξης αδικήματος δεν προκύπτει η ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας, στοιχείο απαραίτητο για την έκδοση φυγοδίκου. Επισημαίνω ότι και ασχέτως των επιχειρημάτων προς υποστήριξη του δεύτερου λόγου, που προτάσσει ο αιτητής για τη μη ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας, η προϋπόθεση αυτή δεν θα ικανοποιείτο και πάλιν αν η θέση του επί του πρώτου λόγου της αίτησης ήταν ορθή.

 

Ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή επί του πρώτου λόγου ότι τα αδικήματα των άρθρων 100 - 102 που αφορούν δεκασμό "δημόσιου λειτουργού", δεν καλύπτουν βουλευτή, κάτι που αντέκρουσε με τα δικά της επιχειρήματα η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ' ου η αίτηση.

 

Τα αδικήματα αυτά καλύπτουν περιπτώσεις δωροδοκίας προσώπων που χαρακτηρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, ο δε όρος "δημόσιος λειτουργός" ορίζεται και ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα και συμπεριλαμβάνει, σύμφωνα με αυτό, πρόσωπο που κατέχει οποιαδήποτε θέση στην οποία πρόσωπο "διορίζεται ή υποδείχνεται με νόμο ή κατόπιν εκλογής". Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση ήταν ότι ο βουλευτής διορίζεται κατόπιν εκλογής και ως εκ τούτου συμπεριλαμβάνεται στον ορισμό του δημόσιου λειτουργού.

 

Ο συνήγορος του αιτητή αμφισβήτησε τη θέση αυτή παραπέμποντας στο αρχικό Αγγλικό κείμενο, όπου ο όρος που μεταφράστηκε στα Ελληνικά ως "δημόσιος λειτουργός" είναι "person employed in the public service". Ως εκ τούτου υπέβαλε ότι ο βουλευτής δεν μπορεί να εμπίπτει σε αυτό τον ορισμό, διότι ούτε εργοδοτούμενος είναι, ούτε και μέλος της δημόσιας υπηρεσίας.

 

Χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση υπέβαλε ότι η εκλογή που αναφέρεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα αφορούσε την εκλογή βουλευτών στο αποικιακό Νομοθετικό Συμβούλιο και ως εκ τούτου τώρα θα έπρεπε να θεωρείται η εκλογή στη Βουλή.

 

Η θέση αυτή με βρίσκει εντελώς αντίθετο.  Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα επί του προκειμένου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θέση που πρόβαλε ο αιτητής είναι ορθή. Εν ουδεμιά περιπτώσει μπορεί ο βουλευτής να θεωρηθεί ως μέλος της δημόσιας υπηρεσίας, έστω και αν θα μπορούσε κάποιος να δεχθεί ότι ήταν "εργοδοτούμενος" (employed), ιδιαίτερα μετά τη θέσπιση του Συντάγματος. Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και με βάση το Σύνταγμα, η Νομοθετική Εξουσία αποτελεί μία από τις τρεις εξουσίες του Κράτους και είναι αυστηρώς διαχωριζόμενη από την Εκτελεστική και τη Δικαστική Εξουσία.  Ως εκ τούτου, εν ουδεμιά περιπτώσει μπορεί να χαρακτηρισθεί ο βουλευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως "δημόσιος λειτουργός" με την έννοια προσώπου εργοδοτούμενου στη δημόσια υπηρεσία. Ενδεικτικό της ορθότητας της θέσης αυτής είναι και το ότι μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το 1965, με το άρθρο 3 του Νόμου 65/65 έγιναν πρόνοιες για αδίκημα αθέμιτης απόκτησης περιουσιακού οφέλους από διάφορους αξιωματούχους του κράτους, συμπεριλαμβανομένου και του βουλευτή, έμμεση αναγνώριση της μη ύπαρξης πρόνοιας σε άλλο νόμο που να καλύπτει και το βουλευτή.

 

Αναγνωρίζουσα ίσως το πρόβλημα που δυνατόν να προέκυπτε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, η συνήγορος της αιτήτριας χώρας κάλεσε το Δικαστήριο να δεχθεί τροποποίηση στην εξουσιοδότηση του Υπουργού ώστε να περιλαμβάνει  και το άρθρο 3 του Νόμου αυτού,  αίτημα που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Ενώπιον μου η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, αναφερόμενη στο γεγονός ότι στην εξουσιοδότηση δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται συγκεκριμένο αδίκημα του κυπριακού δικαίου και προβάλλοντας ότι στην εξουσιοδότηση τούτο έγινε εκ περισσού, ζήτησε να δεχθώ, έστω και αν τούτο δεν έπραξε το Δικαστήριο, ώς νόμιμη την κράτηση του αιτητή, γιατί αυτή  εδικαιολογείτο από την ύπαρξη του αδικήματος από βουλευτή δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου 65/65 και να απορρίψω την αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.

 

Εδώ είναι το κατάλληλο στάδιο για να επισημάνω το γεγονός ότι οι εξουσίες του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με την έκδοση εντάλματος της φύσης Habeas Corpus είναι περιορισμένες.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει ως Εφετείο και έτσι δεν έχει εξουσία ούτε να ακυρώσει, ούτε να τροποποιήσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοση και κράτηση του φυγόδικου.  Μπορεί μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης με βάση την απόφαση αυτή και το αιτιολογικό της.  Αποδοχή της θέσης της συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση θα οδηγούσε στο αντινομικό αποτέλεσμα να θεωρείται νόμιμη η κράτηση για λόγους που δεν περιέχονται στο αιτιολογικό της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή, ενώ το διάταγμα για την κράτηση  θα εξακολουθούσε να παραμένει βασισμένο σε εσφαλμένο λόγο, δηλαδή τη θέση ότι τα άρθρα 100-102 καλύπτουν την περίπτωση. Κρίνω ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει.

 

Κατά συνέπεια και εφόσον η βάση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη, γιατί τα άρθρα 100-102 δεν καλύπτουν την περίπτωση, δεν ικανοποιείται και γι' αυτό το λόγο (χωρίς να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους που προτάθηκαν εκ μέρους του αιτητή) η προϋπόθεση για την ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας. Έτσι η κράτηση του αιτητή καθίσταται παράνομη.

 

Θα μπορούσα  να αναφερθώ και στο άρθρο 10 του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/70, που προβλέπει για καταχώρηση αιτήσεως για ένταλμα Habeas Corpus για αμφισβήτηση του διατάγματος κράτησης και προνοεί ότι το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση, μπορεί να διατάξει την αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου, μεταξύ άλλων, αν λόγω της παρόδου μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος, η έκδοση του φυγόδικου θα αποτελούσε, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης παρήλθαν περίπου 4 τουλάχιστο χρόνια από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση και τουλάχιστο πέραν των 6 ετών μέχρι την απόφαση για έκδοση, αφού, μεταξύ άλλων, παρενεβλήθη σε κάποιο στάδιο και το κλείσιμο της υπόθεσης στη Ρωσσία λόγω έλλειψης μαρτυρίας.  Ίσως και με βάση αυτό το λόγο θα μπορούσε να υποστηριχθεί, κάτι που δεν έγινε ενώπιόν μου, ότι θα έπρεπε και πάλι να διαταχθεί η απελευθέρωση του αιτητή.

 

Εκδίδεται το αιτούμενο διάταγμα και διατάσσεται η άμεση αποφυλάκιση και απελευθέρωση του αιτητή.

 

Εκδίδεται το αιτούμενο διάταγμα και διατάσσεται η άμεση αποφυλάκιση και απελευθέρωση του αιτητή.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο