ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 178

22 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

1. Michael J. Brewer,

2. Γεωργιοσ Π. Ζαχαριαδησ Λτδ,

 

Εφεσείοντες,

v.

 

Κωνσταντιασ Πατσαλιδου,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10221)

 

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εδικαιολογούντο από την ενώπιον του μαρτυρία σε βαθμό που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.

 

Η εφεσίβλητη, ηλικίας 12 ετών κατά το ατύχημα, τραυματίσθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων 1 στη Μεσόγη της Πάφου, το 1985, ενώ διέσχιζε διαγώνια το δρόμο σε διασταύρωση, αφού κατέβηκε από λεωφορείο. Η αγωγή καταχωρήθηκε το 1993 και εκδικάσθηκε το 1997.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντος 1, ήταν ότι η εφεσίβλητη εμφανίσθηκε πίσω από το λεωφορείο τρέχοντας για να διασταυρώσει. Το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη και κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων 1 δεν επέδειξε την πρέπουσα προσοχή ώστε να αντιλαμβάνετο έγκαιρα την εφεσίβλητη με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποίησε έγκαιρα τα φρένα του για να την αποφύγει. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "Η ύπαρξη της ενάγουσας και η προσπάθεια της να διασταυρώσει που εκδηλώθηκε ενώ το αυτοκίνητο του εναγομένου 1 ήταν τουλάχιστο 40 μέτρα μακριά, έπρεπε να τον θέσει σε εγρήγορση και να λάβει επιπρόσθετα προφυλακτικά μέτρα για να αποφύγει να παρασύρει την ενάγουσα".

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα 1 ένοχο αμέλειας και την εφεσίβλητη υπεύθυνη συντρέχουσας αμέλειας.

 

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση για εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και εσφαλμένα ευρήματα. Κατ' αρχή, υποστηρίχθηκε ότι δεν υπάρχει εύρημα αναφορικά με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του εφεσείοντος 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων 1 δεν αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη παρά μόνο όταν βρισκόταν κοντά της, οπότε και χρησιμοποίησε τα φρένα του, όχι μόνο δεν προσδιορίζει το "κοντά" αλλά και δεν εξάγεται από τη μαρτυρία.

 

2.  Η συλλογιστική του Δικαστηρίου όσον αφορά την ορατότητα στην πλευρά του δρόμου που βρισκόταν ο εφεσείων ήταν εσφαλμένη ως μη προκύπτουσα από τη μαρτυρία αλλά και συνάδει με την άποψη ότι ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να είχε δει την εφεσίβλητη από απόσταση μεγαλύτερη εκείνης που χρησιμοποίησε τα φρένα του συν την απόσταση αντίστασης.  Τοσούτο μάλλον όταν ληφθεί υπ' όψη ότι η εφεσίβλητη διασταύρωνε με γοργό βήμα.

 

3.  Με την κατάρρευση της συλλογιστικής του Δικαστηρίου όσον αφορά την ορατότητα, καταρρέει και η κατάληξη του ότι ο εφεσείων 1 θα μπορούσε να είχε δει την εφεσίβλητη και να είχε πάρει επιπρόσθετα μέτρα πιο έγκαιρα, καθώς επίσης και το εύρημα αμέλειας του συνιστάμενο στο ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε επαρκή προσοχή ώστε να είχε δει την εφεσίβλητη και να πάρει επιπρόσθετα μέτρα πιο έγκαιρα. Η κατάληξη αυτή κρίνει και την τύχη της έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Per Curiam:

 

1.  Το εύρημα για συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης προδίδει την αδυναμία της συλλογιστικής του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αμέλεια του εφεσείοντος 1.

 

2.  Δεν είναι επιτρεπτή η μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση και, ακόλουθα, στην εκδίκαση της υπόθεσης, ενόψη των διαστάσεων των συνεπειών της, τόσο στη δυνατότητα ακριβοδίκαιης διάγνωσης των γεγονότων όσο και στην ανάγκη για τελεσιδικία.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 13/3/98 (Αρ. Αγωγής 3229/93) με την οποία ο εναγόμενος 1 κρίθηκε ότι δεν επέδειξε την δέουσα προσοχή ώστε να αντιλαμβάνετο έγκαιρα την εφεσίβλητη με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιήσει έγκαιρα τα φρένα του για να την αποφύγει και βρέθηκε υπεύθυνος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 60% κατά το τροχαίο ατύχημα στο οποίο η ενάγουσα τραυματίστηκε παρασυρόμενη από το όχημα το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος 1.

 

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Κυριακίδης για Φακοντή, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

Πικhσ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

Χατζηχαμπησ, Δ.: Η έφεση αυτή έχει δύο άξονες τροχιάς.  Ο μεν ένας αφορά την ουσία της υπόθεσης, ο δε άλλος τις επιπτώσεις της καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης στο δικαίωμα των Εφεσειόντων σε διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

Οι παράμετροι του θέματος ανάγονται στον τραυματισμό της Εφεσίβλητης από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Εφεσείων 1 στη Μεσόγη της Πάφου το 1985. Η αγωγή καταχωρήθηκε το 1993 και εκδικάσθηκε το 1997. Η Εφεσίβλητη, 12 χρονών τότε, είχε τραυματισθεί ενώ διέσχιζε διαγώνια το δρόμο σε διασταύρωση αφού κατέβηκε από λεωφορείο. Η εκδοχή της, όπως και της κύριας μάρτυρος της, της μητέρας της, που είπε ότι την περίμενε στην απέναντι πλευρά του δρόμου να διασταυρώσει, ήταν ότι κοίταξε δύο φορές δεξιά και αριστερά αλλά δεν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο και διάσχισε το δρόμο με γοργό βήμα, ακούγοντας δε ένα βουητό ενώ διασταύρωνε δεν θυμόταν τίποτε πια. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δέχθηκε αυτή τη μαρτυρία και, με βάση και την υπόλοιπη μαρτυρία, διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο όταν ήταν σχεδόν 4 πόδια μακριά από την πλευρά του δρόμου (που είχε πλάτος 22 πόδια) προς την οποία διασταύρωνε. Διαπίστωσε επίσης, όσον αφορά τον Εφεσείοντα 1, το αυτοκίνητο του οποίου είχε αφήσει ίχνη τροχοπέδησης μήκους 28 ποδιών με κλίση προς τα αριστερά της πορείας του, ότι αυτός δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της Εφεσίβλητης, όπως το έθεσε στη σ. 14, "παρά μόνο όταν βρισκόταν κοντά της με αποτέλεσμα να χρησιμοποιήσει τα φρένα του αυτοκινήτου". Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος Πρόεδρος είπε τα εξής: "Το κρίσιμο ερώτημα είναι από ποια απόσταση ήταν ορατή η ανήλικη που διέσχιζε το δρόμο", αναφερόμενος δε σε στοιχεία της μαρτυρίας κατέληξε στο εύρημα ότι "ήταν ορατή από απόσταση τουλάχιστο 40 μέτρα". Προσδιόρισε δε την αμέλεια του Εφεσείοντα ως ακολούθως στη σ. 16: "Η ύπαρξη της ενάγουσας και η προσπάθεια της να διασταυρώσει που εκδηλώθηκε ενώ το αυτοκίνητο του Εναγομένου 1 ήταν τουλάχιστο 40 μέτρα μακριά, έπρεπε να τον θέσει σε εγρήγορση και να λάβει επιπρόσθετα προφυλακτικά μέτρα για ν' αποφύγει να παρασύρει την ενάγουσα.  Έλαβε μέτρα αλλά καθυστερημένα που οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η προσοχή του δεν ήταν η αναμενόμενη.  Όφειλε να αντιληφθεί την ενάγουσα έγκαιρα και να οδηγήσει το αυτοκίνητο του με ασφαλέστερη ταχύτητα χρησιμοποιώντας πιο έγκαιρα τα φρένα του .... Αντί τούτου άφησε να προσεγγίσει περισσότερο και μετά να την αντιληφθεί και να χρησιμοποιήσει τα φρένα του ..."

 

Αυτή η συλλογιστική του δικαστηρίου προσβάλλεται με την έφεση από ευάριθμες απόψεις. Κατ' αρχή, υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει εύρημα αναφορικά με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του Εφεσείοντα 1. Αυτό είναι γεγονός, και μάλιστα η ευρεθείσα αμέλεια του Εφεσείοντα 1 αποδίδεται βασικά όχι σε υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα αλλά στην παράλειψη του να επιδείξει την πρέπουσα προσοχή ώστε να αντιλαμβάνετο έγκαιρα την Εφεσίβλητη και να λάβει μέτρα για να την αποφύγει. Συγχρόνως, όμως, το δικαστήριο αναφέρει ότι ο Εφεσίβλητος 1 όφειλε να οδηγήσει με ασφαλέστερη ταχύτητα χρησιμοποιώντας πιο έγκαιρα τα φρένα του. Η αναφορά αυτή εγείρει το ερώτημα ως προς το τι εννοείται με τον όρο "ασφαλέστερη ταχύτητα" - ασφαλέστερη ως προς ποία, αφού εύρημα για την ταχύτητα του αυτοκινήτου δεν υπάρχει;  Η μόνη εξήγηση του όρου είναι βέβαια σε συνάρτηση με την έλλειψη προσοχής που εκρίθη ως η ουσία της αμέλειας του Εφεσίβλητου 1, όπως προκύπτει από το συσχετισμό και τον προσδιορισμό της "ασφαλέστερης ταχύτητας" προς την υποχρέωση του να χρησιμοποιήσει πιο έγκαιρα τα φρένα του. Αυτό μας οδηγεί και πάλι πίσω στην έλλειψη προσοχής, αποκλειομένης της υπερβολικής υπό τις περιστάσεις ταχύτητας ως στοιχείου αμέλειας.

 

Οι Εφεσείοντες παραπονούνται, βέβαια, ότι το δικαστήριο κακώς απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 κ. Τζιρκαλλή ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμων επί της ταχύτητας του αυτοκινήτου την οποία υπολόγισε σε 25-30 μαω. Υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση αυτή. Η άποψη του ευπαίδευτου Προέδρου, ότι το συμπέρασμα του κ. Τζιρκαλλή ήταν αυθαίρετο αφού δεν εξήγησε τη φόρμουλα βάσει της οποίας κατέληξε σε αυτό, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και εν πάση περιπτώσει παραγνωρίζει ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση ή αντεξέταση του κ. Τζιρκαλλή επί της εν λόγω φόρμουλας.  Όπως και να έχει το πράγμα όμως, επικεντρωνόμεθα στο ότι η υπερβολική ταχύτητα δεν εκρίθη ως στοιχείο αμέλειας από το δικαστήριο. 

 

Το βασικό επιχείρημα του κ. Αραούζου είναι ότι δεν δικαιολογείται το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 1 δεν επέδειξε την πρέπουσα προσοχή ώστε να αντιλαμβάνετο έγκαιρα την Εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποίησε έγκαιρα παρά μόνο καθυστερημένα τα φρένα του για να την αποφύγει. Η εισήγηση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 1 δεν αντιλήφθηκε την Εφεσίβλητη παρά μόνο όταν βρισκόταν κοντά της, οπότε και χρησιμοποίησε τα φρένα του, όχι μόνο δεν προσδιορίζει το "κοντά" αλλά και δεν εξάγεται από τη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι, ο Εφεσείων 1 όφειλε να είχε αντιληφθεί την Εφεσίβλητη πριν χρησιμοποιήσει τα φρένα του. Η ίδια η Εφεσίβλητη δεν είδε καθόλου το αυτοκίνητο, η δε μητέρα της είπε ότι το είδε σε τόσο μικρή απόσταση που σίγουρα ήταν μετά που ο Εφεσίβλητος 1 χρησιμοποίησε τα φρένα του.  Απεναντίας, τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου μήκους 30 ποδιών και με κλίση προς τα αριστερά όχι μόνο μαρτυρούν τα μέτρα που έλαβε ο Εφεσείων 1 αλλά, και στο βαθμό που βοηθούν, δείχνουν, αν ληφθεί υπ' όψη και η απόσταση αντίδρασης του Εφεσείοντα 1, που ήταν περίπου άλλη τόση σύμφωνα με τη μαρτυρία, ότι υπήρξε αμεσότητα αντίδρασης. 

 

Το δικαστήριο έκαμε βέβαια εύρημα ότι η Εφεσείουσα ήταν ορατή από απόσταση 40 μέτρων ή 120 ποδιών από την κατεύθυνση του Εφεσείοντα, που προφανώς υπερβαίνει το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης συν την απόσταση αντίδρασης, για να καταλήξει ότι ο Εφεσείων 1 όφειλε να την είχε δει πριν χρησιμοποιήσει τα φρένα του.  Δυσκολευόμαστε όμως να αντιληφθούμε τον προσδιορισμό της απόστασης αυτής.  Από τη μια, το δικαστήριο βασίζεται στο ότι το λεωφορείο, όπως είπε ο οδηγός του, είχε σταματήσει 30 μέτρα από τη διασταύρωση και ότι η μητέρα της Εφεσίβλητης δεν είδε το λεωφορείο σταματημένο, προφανώς για να καταδειχθεί ότι το λεωφορείο είχε ήδη απομακρυνθεί.  Η Εφεσίβλητη μάλιστα τοποθέτησε το λεωφορείο, όταν κοίταξε πριν διασταυρώσει, σε απόσταση 200 μέτρων και, σύμφωνα με την εκδοχή της, δεν είδε τότε το αυτοκίνητο. Από την άλλη, το δικαστήριο χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1, την εκδοχή του οποίου είχε ήδη απορρίψει ως αναξιόπιστη (και σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη εμφανίσθηκε πίσω από το λεωφορείο τρέχοντας για να διασταυρώσει), ότι είδε την Εφεσίβλητη όταν το λεωφορείο είχε ξεκινήσει και ήταν πίσω από τον ώμο του, που σίγουρα δεν συνάδει με την εκδοχή της Εφεσίβλητης και της μητέρας της. Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτές οι μαρτυρίες, σε συνδυασμό, δεν ήσαν ιδιαίτερα βοηθητικές για τον προσδιορισμό της ορατότητας, προσδιορίζοντας δε την ορατότητα σε 120 πόδια ή 40 μέτρα το δικαστήριο επικαλέσθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2 κ. Ιακωβίδη στην οποία και βασίσθηκε. Έτσι πράττοντας, το δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία του κ. Ιακωβίδη ήταν ότι η ορατότητα προς Τσάδα, την κατεύθυνση δηλαδή από την οποία ερχόταν ο Εφεσείων , ήταν 120 πόδια ή 40 μέτρα. Αυτό όμως συνιστούσε καθαρή παρερμηνεία της μαρτυρίας του κ. Ιακωβίδη, όπως μαρτυρείται και από την αναφορά του δικαστηρίου στη σ. 4 της απόφασης ότι "υπάρχει όπως είπε ο Γ. Ιακωβίδης ορατότητα προς Τσάδα 120 πόδια και προς την αντίθετη κατεύθυνση 58".  Αυτό δεν ήταν καθόλου το τι είπε ο κ. Ιακωβίδης.  Το τι ρωτήθηκε ο κ. Ιακωβίδης (σ. 30) ήταν πόση ορατότητα υπήρχε προς Τσάδα.  Και απάντησε (σ. 31) διαφοροποιώντας μεταξύ της αριστερής πλευράς το δρόμου, για την οποία είπε ότι η ορατότητα ήταν γύρω στα 120 πόδια, και της δεξιάς πλευράς του δρόμου, για την οποία είπε ότι η ορατότητα ήταν γύρω στα 58 πόδια.  Την καθαρή αυτή αναφορά το δικαστήριο την παρερμήνευσε ως αναφερόμενη σε ορατότητα 120 ποδιών προς Τσάδα και 58 ποδιών προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντιπαρερχόμεθα το ότι η όλη μαρτυρία του κ. Ιακωβίδη επί της ορατότητας δεν ήταν από την παρατήρηση του αλλά από μέτρηση που έκανε επί του σχεδίου (έστω επί κλίμακος) που είχε ετοιμάσει.  Εξετάζοντας το θέμα με τα ίδια τα δεδομένα του δικαστηρίου, και αποκαθιστώντας τη μαρτυρία του κ. Ιακωβίδη, προκύπτει ότι η ορατότητα στην πλευρά του δρόμου που βρισκόταν ο Εφεσείων 1 δεν ήταν 120 πόδια αλλά 58 πόδια, που βέβαια διαφοροποιεί άρδην τα πράγματα αφού όχι μόνο καταδεικνύει εσφαλμένη, ως μη προκύπτουσα από τη μαρτυρία, την κατάληξη του δικαστηρίου ότι η ορατότητα ήταν 120 πόδια, αλλά και συνάδει με την άποψη ότι ο Εφεσείων 1 δεν θα μπορούσε να είχε δει την Εφεσίβλητη από απόσταση μεγαλύτερη εκείνης που χρησιμοποίησε τα φρένα του συν την απόσταση αντίδρασης.  Τοσούτο μάλλον όταν ληφθεί υπ΄όψη ότι η Εφεσίβλητη διασταύρωνε με γοργό βήμα.

 

Με την κατάρρευση της συλλογιστικής του δικαστηρίου όσον αφορά την ορατότητα, καταρρέει βέβαια και η κατάληξη του ότι ο Εφεσείων 1 θα μπορούσε να είχε δει την Εφεσίβλητη και να είχε πάρει επιπρόσθετα μέτρα πιο έγκαιρα, ακόλουθα δε και το εύρημα αμέλειας του συνιστάμενο στο ότι δεν επέδειξε επαρκή προσοχή ώστε να είχε δει την Εφεσίβλητη και να είχε πάρει επιπρόσθετα μέτρα πιο έγκαιρα. Η κατάληξη αυτή αποφασίζει και την τύχη της έφεσης, και δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που αφορούν την άποψη του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και της μητέρας της, όπως και εκείνη του Εφεσείοντα 1, το ύψος των αποζημιώσεων και την εκ προστήσεως ευθύνη της Εφεσείουσας 2, ούτε και το λόγο έφεσης που αφορά την ισχυριζόμενη παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Δεν θα απέχαμε όμως να προβούμε σε δύο παρατηρήσεις.

 

Κατά πρώτον, ότι το εύρημα του δικαστηρίου για συντρέχουσα αμέλεια της Εφεσίβλητης προδίδει την αδυναμία της συλλογιστικής του για αμέλεια του Εφεσείοντα 1. Το δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα στη σ. 17: "Η Ενάγουσα κοίταξε δεξιά και αριστερά δύο φορές. Είναι έκδηλο ότι δεν είδε το αυτοκίνητο του Εναγόμενου 1, ή αν το είδε δεν υπολόγισε την απόσταση έτσι ώστε ν' αποφύγει να διασταυρώσει. Αντί τούτου επιχείρησε τη διασταύρωση θέτοντας σ' άμεσο κίνδυνο τον εαυτό της". Η άποψη αυτή είναι ασαφής όσο και αντιφατική. Συμπέρασμα για συντρέχουσα αμέλεια μπορεί να βασίζεται μόνο πάνω σε συγκεκριμένα ευρήματα, και όχι στην εναλλακτική θέση "δεν είδε το αυτοκίνητο του εναγόμενου 1, ή αν το είδε δεν υπολόγισε την απόσταση".  Αφ' ης στιγμής η μαρτυρία της ήταν ότι κοίταξε δύο φορές και δεν το είδε, δεν επιτρέπετο υπόθεση ότι το είδε αλλά δεν υπολόγισε την απόσταση.  Σε τέτοια περίπτωση όμως ποια θα ήταν η αμέλεια της αν, κοιτάζοντας δύο φορές δεν το είδε, παρά τη μεγάλη ορατότητα που είπε ότι είχε;  Και πώς συνδυάζεται η άποψη αυτή με το εύρημα αμέλειας του Εφεσείοντα 1 βασιζόμενο στο ότι η ορατότητα ήταν 40 μέτρα;

 

Η δεύτερη μας παρατήρηση αφορά τη μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση και, ακόλουθα, την εκδίκαση της υπόθεσης. Αν και, όπως είπαμε, δεν θα υπεισέλθουμε στο σχετικό λόγο έφεσης, θεωρούμε αναγκαίο να τονίσουμε γενικά τις διαστάσεις των συνεπειών τέτοιας καθυστέρησης τόσο στη δυνατότητα ακριβοδίκαιης διάγνωσης των γεγονότων όσο και στην ανάγκη για τελεσιδικία.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με ακόλουθη αποτυχία της απαίτησης της Εφεσίβλητης, με έξοδα εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο