ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1828
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ δ/στών
Μεταξύ:
ΚΩΣΤΑ & ΤΑΣΟΣ (ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ) ΛΤΔ
Εφεσει όντων/Εναγόντων
και
Ανδρέα Ιακώβου
Εφεσιβλήτου/Εναγομένου
----------------
20 Νοεμβρίου 2000
Για τους εφεσείοντες: Α. Γεωργίου.
Για τον εφεσίβλητο: Τ. ΄Ανυφτου.
-----------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά την έκθεση απαίτησης των εφεσειόντων οι δυο εναγόμενοι (ο εφεσίβλητος - εναγόμενος 1 και ο εργολάβος Λάζαρος Μηνά - εναγόμενος 2) ήταν πελάτες τους, άνοιξαν τρεχούμενο λογαριασμό στον οποίο χρεοπιστώνονταν υλικά που τους πουλούσαν και παρέμεινε υπόλοιπο £521,21 το οποίο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους και προς τους δυο, δεν εξόφλησαν.
Οι δυο εναγόμενοι αντέδρασαν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο. Καταχώρισε υπεράσπιση πρώτος ο εφεσίβλητος. Αρνήθηκε πως είχε οποιασδήποτε μορφής συμβατική ή άλλη σχέση με τους εφεσείοντες. Είχε αναθέσει στο Λάζαρο Μηνά, στο πλαίσιο συμφωνίας που συνήψαν, την εκτέλεση ορισμένων οικοδομικών εργασιών στην αυλή του σπιτιού του, έναντι συνολικής αμοιβής £1.350. Αυτή συμπεριλάμβανε τα οικοδομικά υλικά, του πλήρωσε το συνολικό ποσό των £820 πριν αυτός εγκαταλείψει την εργασία και αγοραστής και υπόλογος για πληρωμή των όποιων υλικών παρέδωσαν οι εφεσείοντες, ήταν εκείνος, δηλαδή ο Λάζαρος Μηνά.
Δυο μήνες αργότερα, με τη δική του υπεράσπιση, ο Λάζαρος Μηνά πρόβαλε ακριβώς τα αντίθετα. Η συμφωνία του με τον εφεσίβλητο δεν περιλάμβανε τα υλικά. Αυτά θα τα αγόραζε, και έτσι γινόταν κατά την εξέλιξη της συμφωνίας τους, ο εφεσίβλητος. Ο ίδιος δεν είχε συμβατική ή άλλη σχέση με τους εφεσείοντες και τις όποιες παραλαβές τις έκαμνε για λογαριασμό του εφεσίβλητου.
Ο εκ των διευθυντών των εφεσειόντων, που ήταν ο μόνος από τους δυο μάρτυρες τους που διεκδίκησαν προσωπική γνώση των γεγονότων, πρόβαλε εκδοχή που σαφώς διέφερε από όσα οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν με την έκθεση απαίτησης τους. ΄Οπως κατέθεσε, ο εφεσίβλητος είχε αναλάβει ρητή και προσωπική αποκλειστική ευθύνη για την πληρωμή της αξίας των υλικών. Δεν είχαν εμπιστοσύνη στο
Λάζαρο Μηνά, δεν ήταν διατεθειμένοι να έχουν δοσοληψίες μαζί του και ήταν καθαρό πως η συμφωνία και ο λογαριασμός που θα προέκυπτε θα αφορούσαν μόνο στον εφεσίβλητο. Επομένως, όσα περιέχονταν στην έκθεση απαίτησης των εφεσειόντων, μεταξύ των οποίων και ο ισχυρισμός πως κάλεσαν επανειλημμένα και το Λάζαρο Μηνά να εξοφλήσει το υπόλοιπο που παρέμενε, δεν αντανακλούσαν την αληθινή κατάσταση. Αντέκρουσε ο διευθυντής των εφεσειόντων τις εισηγήσεις πως έγιναν δεύτερες σκέψεις όταν συνειδητοποιήθηκε πως δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί πληρωμή από το Λάζαρο Μηνά και απέδωσε την προσθήκη του ως εναγομένου στην επιθυμία τους να τους έχουν δεσμευμένους και τους δυο.Από τις άλλες πλευρές προσάχθηκε μαρτυρία μόνο από τον εφεσίβλητο. Κατέθεσε ο ίδιος και ορισμένα συγγενικά του πρόσωπα που κυρίως αναφέρθηκαν στη συμφωνία των δυο εναγομένων και στις περιστάσεις γύρω από την παράδοση υλικών στην οικία του εφεσιβλήτου. Ο Λάζαρος Μηνάς δεν κατέθεσε ούτε κάλεσε μάρτυρες.
Η πρωτόδικος δικαστής θεώρησε πως δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχει η αγωγή σε καμιά περίπτωση. Προσδιόρισε ως επίδικο ζήτημα το κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν συνάψει σύμβαση και με τους δυο εναγομένους σωρευτικά, αναφέρθηκε στη νομολογία αναφορικά με την ανάγκη προσήλωσης στα επίδικα θέματα όπως τα προσδιορίζουν οι έγγραφες προτάσεις και έκρινε πως η μαρτυρία που προσήξαν οι εφεσείοντες ότι μόνο ο ένας από τους εναγομένους ευθυνόταν θα πρέπει να αγνοηθεί ως βρισκόμενη εκτός των εγγράφων προτάσεων. Ορθά, όμως, προχώρησε και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Για λόγους
δε που έδωσε έκρινε τη μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσειόντων αναξιόπιστη και πίστεψε τον εφεσίβλητο. Ούτως ή άλλως η αγωγή υπέκειτο σε απόρριψη.Με την έφεση βάλλονται και οι δυο κρίσεις της πρωτόδικης δικαστού και μπορούμε να σημειώσουμε από την αρχή πως διακρίνουμε βάση στην εισήγηση ότι ήταν εσφαλμένη η αντίληψη πως δεν ήταν επιτρεπτό, στη βάση της έκθεσης απαίτησης, να κριθεί πως αυτή ίσχυε μερικώς, μόνο δηλαδή σε ό,τι αφορούσε στον ένα από τους εναγομένους. Μας φαίνεται πως άλλη προσέγγιση θα σήμαινε
πως ακόμα και στην περίπτωση που οι εφεσείοντες προωθούσαν την εκδοχή που πρόβαλαν στην έκθεση απαίτησης αλλά το Δικαστήριο θεωρούσε ότι ήταν ορθή η θέση κάποιου από τους εναγομένους ότι ο ίδιος ήταν αμέτοχος, θα προέκυπτε αδυναμία έκδοσης απόφασης κατά του άλλου, ως θέμα μή καλυπτόμενο από την έκθεση απαίτησης. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε σ΄αυτά. Αφού ακούσαμε τους διαδίκους κρίνουμε πως δεν θα εδικαιολογείτο ανατροπή των εκτιμήσεων της πρωτοδίκης δικαστού σε σχέση με την αξία της μαρτυρίας που προσάχθηκε.Οι εφεσείοντες βλέπουν αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους η κρίση της πρωτόδικης δικαστού πρέπει να ανατραπεί, παρά την εντύπωση που όπως αναφέρει σχημάτισε πως ο εφεσίβλητος ήταν ειλικρινής και η μαρτυρία του εναρμονιζόταν με την υπεράσπισή του. Χωρίς να ασχοληθούν με όσα αυτό υπονοούσε ενόψει των ισχυρισμών στην έκθεση απαίτησης όπως τους παραθέσαμε, υποστηρίζουν πως το γεγονός ότι αναντιλέκτως ο εφεσίβλητος είχε πληρώσει ο ίδιος κάποιο ποσό στους εφεσείοντες, έδειχνε την ευθύνη του. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ο εφεσίβλητος πράγματι πλήρωσε ένα ποσό ο ίδιος αλλά εξήγησε πως αυτό έγινε για την αγορά από τον ίδιο άλλων υλικών, για ανάγκες άλλες από εκείνες που αφορούσαν στην εργολαβία που ανέθεσε στο Λάζαρο Μηνά. Το επιχείρημα του εφεσίβλητου ως προς αυτό το θέμα είναι εύστοχο. Ο εφεσίβλητος δεν κατέβαλε άλλο ποσό και τα υλικά δεν πληρώνονταν κατά την παράδοσή τους. Η πληρωμή αυτού του ποσού αμέσως, κατά την παράδοσή του δηλαδή, ενισχύει την εκδοχή του πως δεν αφορούσε στη συμφωνία για την οποία ετηρείτο λογαριασμός. Υπάρχει και το εξής. Στο περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν αυτή την πληρωμή, σημειώνοντας πως αναφερόταν σε £50. Δεν ήταν όμως £50 που πληρώθηκαν από τον εφεσίβλητο σύμφωνα με την απόδειξη που κατατέθηκε. Είχαν πληρωθεί £55.60 σεντ, ο εφεσίβλητος υπογραμμίζει ως χαρακτηριστικό το λάθος της αναφοράς από τους εφεσείοντες σε £50 και εύλογα εισηγείται πως δεν αναμένεται πληρωμή τέτοιου και όχι κάποιου στρογγυλού ποσού έναντι τρεχούμενου λογαριασμού.
Προτείνουν επίσης οι εφεσείοντες πως η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν αντιφατική γιατί σε κάποιο στάδιο ισχυρίστηκε, όπως αντιλαμβάνονται, ότι ουδέποτε "γνώρισε" τους εφεσείοντες και ουδέποτε ειδοποιήθηκε για το χρέος του, ενώ μετά δέκτηκε ότι παρέλαβε επιστολή των δικηγόρων τους. Οι εφεσείοντες επιλέγουν αποσπάσματα από τη μαρτυρία. Μόλις ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι "δεν γνωρίζει" τους εφεσείοντες, στην ίδια παράγραφο, συμπλήρωσε πως γνώρισε τον ένα από τους δυο "συνεταίρους" μάλιστα όχι εκείνο που κατέθεσε στο Δικαστήριο.
΄Εδωσε λεπτομέρειες, αναφέρθηκε και σε επίσκεψή του στο κατάστημά τους για να διαλέξει ποιά πέτρα θα εχρησιμοποιείτο και δεν είναι ορθό πως υπάρχει αντίφαση. Ως προς το άλλο θέμα, όποια και αν θα μπορούσε να ήταν η αξία του, ο εφεσίβλητος εξήγησε πως δεν αναφερόταν στην επίσημη ειδοποίηση από το δικηγόρο ότι θα του κινούσαν αγωγή.Η πρωτόδικη δικαστής έκρινε πως ενίσχυαν την εκδοχή του εφεσίβλητου το γεγονός ότι στα τιμολόγια που παρουσίασαν οι εφεσείοντες περιλαμβάνεται και χρέωση £45.- ως ενοίκιο "κουγκρομηχανής". Δεν θα ήταν αναμενόμενο κάποιος να αναλάβει να πληρώσει για να εφοδιάσει τον εργολάβο με τα εργαλεία και τα μηχανήματα της δουλειάς του. Λέγουν οι εφεσείοντες πως "η ενοικίαση μηχανημάτων για τη διεκπεραίωση εργασιών είναι σύνηθες φαινόμενο" αλλά το θέμα, όπως ορθά υποδεικνύει ο εφεσίβλητος, δεν είναι αυτό αλλά το ποιός αναμένεται να πληρώνει για τέτοια ενοικίαση.
Υπάρχει ένα ακόμα θέμα με το οποίο χρειάζεται να ασχοληθούμε. Με ξεχωριστό λόγο έφεσης βάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου πως μια κατάσταση λογαριασμού που κατέθεσε ο δεύτερος από τους μάρτυρες των εφεσειόντων, ο λογιστής τους, γύρω από την οποία και περιστράφηκε η μαρτυρία του, ήταν εξ ακοής. Οι εφεσείοντες δέχονται πως αυτή στηρίχτηκε στα όσα οι ενάγοντες του ανέφεραν (του μάρτυρα) και σε έγγραφα που εκείνοι του έδωσαν αλλά θεωρούν πως ο λογιστής είναι "πραγματογνώμονας", πως επιτρεπόταν παρέκκλιση από τους κανόνες της απόδειξης και πως μπορούσε να εκφράσει γνώμη για θέματα στη σφαίρα της ειδικότητάς του. Μόνο που ο λογιστής δεν εξέφρασε καμιά γνώμη ούτε ετίθετο τέτοιο θέμα. Η κατάσταση λογαριασμού ήταν το αποτέλεσμα πληροφοριών και δεν συνιστούσε πρωτογενή πηγή γνώσης αλλά μεταφορά των στοιχείων που δόθηκαν στο λογιστή. Περιλαμβάνονταν σ΄αυτά και αριθμός τιμολογίων που ήδη είχαν κατατεθεί
και συμφωνούμε πως ούτε αυτά, ως ετοιμασθέντα από τους ίδιους τους εφεσείοντες, ήταν δυνατό να αποτελέσουν αφ΄εαυτών αντικειμενικό δείκτη ως προς το πού βρισκόταν η αλήθεια.Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Κωνσταντινίδης Δ.
Καλλής Δ.
Κρονίδης Δ.
/MΣι.