ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1265

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9509

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

 

1. Ανδρέας Κωνσταντίνου, από τη Λευκωσία,

2. Χρίστος Τσιάππας, από τη Λευκωσία,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

και

COMPASS INSURANCE CO. LTD., από τη Λευκωσία,

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

---------------------------------

18 Ιουλίου 2000

Για τους Εφεσείοντες: κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Χρ. Κληρίδης.

------------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία καταδικάστηκαν όπως καταβάλουν στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία αποζημιώσεις για παραβίαση εκ μέρους των όρων του ασφαλιστικού τους συμβολαίου.

 

 

 

 

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Η εφεσίβλητη εταιρεία, που διεξάγει ασφαλιστικές εργασίες στην Κύπρο, στις 28/6/87 ασφάλισε εγγράφως το υπ' αριθμό FP 356 όχημα που ανήκε στον πρώτο εφεσείοντα από τις 28/6/87 - 28/6/88 με συνηθισμένη κάλυψη (act). Η σχετική συμφωνία κάλυπτε ταυτόχρονα και το δεύτερο εφεσείοντα (γιό του πρώτου εφεσείοντος) που ήταν κάτοχος μαθητικής άδειας.

Γύρω στις 6.00 το πρωΐ της 27/8/87 ενώ ο δεύτερος εφεσείων οδηγούσε το πιο πάνω όχημα κατά μήκος της οδού Αγίας Βαρβάρας - Μαθιάτη παρέλειψε να κρατήσει την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και συγκρούστηκε με το υπ' αριθμό ΜΚ 258 όχημα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ο δεύτερος εφεσείων στις 21/9/87 υπέβαλε έγγραφη δήλωση του ατυχήματος στην εφεσίβλητη εταιρεία. Στις 12/2/88 κοινοποιήθηκαν στην εφεσίβλητη οι αγωγές 1073/88 και 1074/88 που είχαν καταχωρηθεί από τον οδηγό του άλλου οχήματος και τη συνεπιβάτιδα του. Η εφεσίβλητη πληροφόρησε με σχετική επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 31/3/88 το δεύτερο εφεσείοντα για την καταχώριση των αγωγών και τον κάλεσε να τους δώσει οδηγίες για την υπεράσπιση του. Η επιστολή αυτή κατέληγε ως εξής:

"Η τοιαύτη υπεράσπισις σας θα γίνη άνευ βλάβης παντός δικαιώματος της ρηθείσης ασφαλιστικής εταιρείας και άνευ οιασδήποτε παραδοχής ευθύνης.

Περαιτέρω καλείσθε όπως εν περιπτώσει προσάψεως οιασδήποτε κατηγορίας εναντίον σας μη προβείτε εις οιανδήποτε παραδοχήν ευθύνης είτε προσωπικώς είτε διά δικηγόρου άνευ της συγκαταθέσεως της ρηθείσης Ασφαλιστικής Εταιρείας."

 

Εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος καταχωρήθηκε στις 2/3/88 ποινική υπόθεση που συμπεριλάμβανε κατηγορίες

(α) αμελούς οδήγησης,

(β) οδήγησης οχήματος με μαθητική άδεια χωρίς συνοδεία

από αδειούχο οδηγό,

(γ) παράλειψη ανάρτησης του σήματος "L" και

(δ) παράλειψη ενημέρωσης του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αλλαγής της ιδιοκτησίας

του οχήματος.

Η πιο πάνω τελευταία κατηγορία βασίστηκε στο ότι το όχημα FP 356 ανήκε και ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα κάποιου Γεώργιου Μάτση ο οποίος το είχε πωλήσει στον πρώτο εφεσείοντα. Το όχημα χρησιμοποιήθηκε από το δεύτερο εφεσείοντα για διάστημα πέραν των 30 ημερών από την ημερομηνία αλλαγής της ιδιοκτησίας, που είχε λάβει χώρα το Μάιο του 1987, αφού η μεταβίβαση και η εγγραφή στο όνομα του πρώτου εφεσείοντος δεν κατέστη δυνατή λόγω του ότι ένα από τα συμπληρωμένα έντυπα μεταβίβασης δεν έφερε τη σφραγίδα του Κοινοτάρχη.

Στις 29/5/88 ο δεύτερος εφεσείων μέσω του προσωπικού του δικηγόρου, χωρίς να πληροφορήσει την εφεσίβλητη εταιρεία για την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και την πρόθεση του να παραδεχθεί ενοχή, προέβηκε σε παραδοχή στις πιο πάνω κατηγορίες και του επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές ύψους £20, £5, £5 και £4, ενώ του αποστερήθηκε ταυτόχρονα το δικαίωμα απόκτησης άδειας οδηγού για ένα μήνα.

Οι αγωγές 1073/88 και 1074/88 αποσύρθηκαν στις 3/2/90 και λίγο αργότερα καταχωρήθηκαν οι 984/90 και 985/90 με τους ίδιους διαδίκους. Η έκθεση υπεράσπισης του δεύτερου εφεσείοντος καταχωρήθηκε από το δικηγορικό γραφείο Φ. Κληρίδη & Σία (δικηγόρων της εφεσίβλητης) και του κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου (δικηγόρου των εφεσειόντων).

Στις 27/6/91 εμφανίστηκαν εκ μέρους του δεύτερου εφεσείοντος ο κ. Σ. Λιασίδης για τον Φ. Κληρίδη και ο Δ. Παπαχρυσοστόμου και ζητήθηκε αναβολή για μνεία "αφού όλοι οι συνήγοροι δήλωναν ότι ο ενάγοντας δεν είχε εξεταστεί ιατρικώς για λογαριασμό της Υπεράσπισης". Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το πρακτικό της πιο πάνω ημερομηνίας:

 

"Για ενάγ: κ. Ενταφιανός.

Για εναγομ: κ. Παπαχρυσοστόμου με κ. Κληρίδη.

κ. Κληρίδης με κ. Παπαχρυσοστόμου: Ο εναγόμενος δέχεται 75% της ευθύνης, έχει δε συμφωνηθεί ο ενάγων στην αγωγή 985/90 να εξεταστεί από τους Δρ. Πελίδη και Δρ. Ιωάννου, οι οποίοι και θα ετοιμάσουν κοινό ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο θα είναι δεσμευτικό για όλες τις πλευρές.

κ. Ενταφιανός: Συμφωνώ.

κ. Κληρίδης με κ. Παπαχρυσοστόμου: Οι ίδιοι γιατροί επίσης θα κάνουν κοινό ιατρικό πιστοποιητικό για την ενάγουσα στην αγωγή 984/90 το οποίο και πάλι θα είναι δεσμευτικό και για τις δύο πλευρές."

 

Στις 4/6/92 ο κ. Παπαχρυσοστόμου αποσύρθηκε ως δικηγόρος του δεύτερου εφεσείοντος στην αγωγή 984/90 αφού τα προσωπικά συμφέροντα του πελάτη του (που αφορούσαν τη ζημιά του οχήματος του ιδιοκτήτη του ΜΚ 258) δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστικό έγγραφο και στις 16/9/92 εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος για τα ποσά που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης. Ακολούθως στις 8/10/92 ο δεύτερος εφεσείων μέσω του δικηγόρου του κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου δέχθηκε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £1.730, που αντιπροσώπευε τις ζημιές του οχήματος ΜΚ 258.

Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν παραβιάσει σχετικούς όρους του ασφαλιστικού εγγράφου αφού,

(1) Παρέλειψαν να πληροφορήσουν την εφεσίβλητη για την καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος και

(2) Η παραδοχή του δεύτερου εφεσείοντος στην ποινική υπόθεση έγινε χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης.

Αναφορικά με την πορεία των δύο πολιτικών αγωγών που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος για αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκπροσώπηση του δεύτερου εφεσείοντος από τον κ. Παπαχρυσοστόμου δεν περιοριζόταν μόνο στο θέμα των υλικών ζημιών. Η δήλωση του κ. Παπαχρυσοστόμου στις 4/6/92 ότι ενεργούσε για τα προσωπικά συμφέροντα του πελάτη του που δεν θίγονταν στην αγωγή, δεν μπορεί να εξεταστεί από μόνη της. Αντίθετα αν αυτή εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο των πρακτικών των άλλων εμφανίσεων υποδεικνύει ότι ο κ. Παπαχρυσοστόμου λάμβανε ενεργό μέρος στην υπεράσπιση του δεύτερου εφεσείοντος μαζί με τους δικηγόρους της εφεσίβλητης. Τούτο μπορεί να επιβεβαιωθεί από το ενδιαφέρον το οποίο επέδειξε για την ιατρική εξέταση των εφεσειόντων και στην έκδοση της απόφασης. Η παρουσία του κ. Παπαχρυσοστόμου, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν το αποτέλεσμα της πληροφόρησης του δεύτερου εφεσείοντος από την εφεσίβλητη ότι θα τον υπεράσπιζαν με επιφύλαξη δικαιωμάτων, ότι δηλαδή θα στρέφονταν σε κάποιο στάδιο εναντίον τους. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η παρουσία του κ. Παπαχρυσοστόμου δεν περιορίστηκε μόνο στο θέμα που αφορούσε τις υλικές ζημιές, αλλά κάλυπτε όλες τις πτυχές των αγωγών που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι ο δεύτερος εφεσείων παραβίασε τους όρους του σχετικού συμβολαίου εφόσον παρέλειψε να πληροφορήσει την εφεσίβλητη,

(α) Για την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης (παραβίαση του άρθρου 5 του σχετικού συμβολαίου) και

(β) Για την πρόθεση του να παραδεχθεί ενοχή (παραβίαση του άρθρου 6 του ασφαλιστικού συμβολαίου),

εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 για £15.500 (όπως είχε μειωθεί), πλέον έξοδα.

 

(β) Η έφεση

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους που συνοψίζονται στους πιο κάτω:

(i) Η εφεσίβλητη εταιρεία δεν απέδειξε τους όρους του ασφαλιστικού εγγράφου,

(ii) Ο πρώτος εφεσείων (ιδιοκτήτης) δεν φέρει καμία ευθύνη, αφού η ευθύνη θα έπρεπε να περιορισθεί στο δεύτερο εφεσείοντα (οδηγό) και

(iii) Δεν υπήρξε παραβίαση των άρθρων 5 και 6 του ασφαλιστικού εγγράφου που ήταν αντίθετοι προς το δημόσιο συμφέρον.

 

(i) Η απόδειξη του ασφαλιστικού εγγράφου

Ο πρώτος εφεσείων ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι οι όροι του πρωτόδικου ασφαλιστικού εγγράφου περιήλθαν σε γνώση του, αφού δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο που στάληκε στον πρώτο εφεσείοντα ήταν ακριβώς το ίδιο με το τεκμήριο 15. Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι η εφεσίβλητη εξέδιδε ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο εις διπλούν. Το ένα παραδινόταν στον ασφαλισμένο και το αντίγραφο το κρατούσε η εφεσίβλητη. Στην παρούσα περίπτωση το πρωτότυπο είχε σταλεί στον πελάτη αλλά η εφεσίβλητη δεν είχε στην κατοχή της το δικό της αντίγραφο γιατί από σχετική σημείωση που υπήρχε στο φάκελο φαίνεται ότι τούτο είχε κατατεθεί σε κάποια άλλη δικαστική διαδικασία. Ανεξάρτητα από την εγκατάλειψη του πρώτου λόγου έφεσης (σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε το τεκμήριο 15 σαν αντίγραφο του αρχικού ασφαλιστικού συμβολαίου), που εξυπακούει ότι το τεκμήριο 15 ορθά είχε γίνει αποδεκτό, εφόσον οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν το πρωτότυπο, η εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να παρουσιάσει δευτερογενή μαρτυρία για να αποδείξει το περιεχόμενο του. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ως προς το ποιά μαρτυρία μπορεί να παρουσιαστεί αφού ένας διάδικος μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση να επιλέξει ο ίδιος το είδος της μαρτυρίας που μπορεί να παρουσιάσει. (Phipson on Evidence, 14th Edition, Paras 36-26, 36-30, Andrian Keane "The Modern Law of Evidence", 4th Edition, σ. 203, Murphy on Evidence, 6th Edition, σ. 520). Στην παρούσα περίπτωση παρουσιάστηκε ένας τύπος εγγράφου που σύμφωνα με το μάρτυρα που το επεξήγησε, ήταν ο ίδιος τύπος με εκείνο που δόθηκε στον πρώτο εφεσείοντα. Εχοντας υπόψη ότι το περιεχόμενο του εγγράφου και ειδικότερα ότι οι επίδικοι όροι δεν αμφισβητήθηκαν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του μάρτυρα, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 15 ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχε σταλεί στον πρώτο εφεσείοντα ήταν ορθό.

 

(ii) Αποκλειστική ευθύνη του δεύτερου εφεσείοντος

Ο πρώτος εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν υπέχει οποιασδήποτε ευθύνης για τις πράξεις ή παραλείψεις του δεύτερου εφεσείοντος γιατί το ασφαλιστικό συμβόλαιο παρήγε αποτελέσματα μόνο όσον αφορά το δεύτερο εφεσείοντα (οδηγό), αφού και οι δύο αποφάσεις στις αγωγές 984/90 και 985/90 είχαν εκδοθεί εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος.

Η εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο οδηγός που καλύπτεται ασφαλιστικά μαζί με τον ιδιοκτήτη του οχήματος ή το πρόσωπο που συμβάλλεται ασφαλιστικά με την ασφαλιστική εταιρεία, καθίσταται και αυτό συμβαλλόμενο μέρος και δεσμεύεται με τους ίδιους όρους όπως και ο κύριος συμβαλλόμενος. Ο τελευταίος σε περίπτωση ατυχήματος που περιέρχεται σε γνώση του δεν μπορεί να ζητήσει απαλλαγή από τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ισχυριζόμενος ότι το ατύχημα προκλήθηκε από άλλο και όχι από τον ίδιο.

 

(iii) Παραβίαση των άρθρων 5 και 6 του ασφαλιστικού συμβολαίου

Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν υπήρξε παραβίαση εκ μέρους των των άρθρων 5 και 6 του ασφαλιστικού συμβολαίου πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια των προνοιών των πιο πάνω άρθρων του ασφαλιστικού συμβολαίου. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε αυτό το στάδιο τις πρόνοιες των δύο άρθρων:

"5. In the event of any occurrence which may give rise to a claim under this Policy the Insured shall as soon as possible give notice thereof to the Company with full particulars. Every letter claim writ summons and process shall be notified or forwarded to the Company immediately on receipt. Notice shall also be given to the Company immediately the Insured or any person claiming to be indemnified shall have knowledge of any impending prosecution inquest or fatal inquiry in connection with any such occurrence.

6. No admission offer promise or payment shall be made by or on behalf of the Insured or any person claiming to be indemnified without the written consent of the Company which shall be entitled if it so desires to take over and conduct in the name of the Insured or such person the defence or settlement of any claim or to prosecute in the name of the Insured or such person for its own benefit any claim for indemnity or damages or otherwise and shall have full discretion in the conduct of any proceedings and in the settlement of any claim and the Insured and such person shall give all such information and assistance as the Company may require. If the Company shall make any payment in settlement of any claim and such payment includes any amount not covered by this Policy the Insured or such person shall repay to the Company the amount not so covered."

 

Επιπρόσθετα το άρθρο 5 (του Μέρους 2) του ασφαλιστικού συμβολαίου προνοεί ότι,

"The Company may at its own option

(a) arrange for representation at any inquest or fatal inquiry in respect of any death which may be the subject of indemnity under this Section

(b) undertake the defence of proceedings in any court of law in respect of any act or alleged offence causing or relating to any event which may be the subject of indemnity under this Section."

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα ότι η απαίτηση για τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης για την παραδοχή του δεύτερου εφεσείοντος είναι λανθασμένη γιατί αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικοί όροι του συμβολαίου δεν απαγορεύουν στον ασφαλισμένο να παραδεχθεί ενοχή αλλά του επιβάλλουν την υποχρέωση,

(α) να ενημερώσει την ασφαλιστική εταιρεία για την καταχώριση

ποινικής υπόθεσης,

(β) να μην προβεί σε παραδοχή χωρίς τη συγκατάθεση της.

Αναφορικά με την πρώτη υποχρέωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια ασφαλιστική εταιρεία έχει το δικαίωμα να γνωρίζει όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με μια ενδεχόμενη απαίτηση που δυνατόν να εγερθεί εναντίον τους σε μια προσπάθεια καλύτερης διαφύλαξης των συμφερόντων της. (Terry v. Trafalgar Insurance Company Ltd. [1970] 1 Lloyd's Rep. 524, 526).

Αναφορικά με τη δεύτερη υποχρέωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια ασφαλιστική εταιρεία έχει το συμβατικό δικαίωμα να χειρισθεί εκ μέρους του ασφαλισμένου οποιαδήποτε αξίωση, για την οποία θα κληθεί να καταβάλει αποζημιώσεις αφού οποιαδήποτε παραδοχή ευθύνης χωρίς τη συγκατάθεση της στερεί από την ασφαλιστική εταιρεία διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα και την ευχέρεια να καταλήξει σε μια ευνοϊκή διευθέτηση μιας απαίτησης που εγείρεται από ένα τρίτο πρόσωπο.

Η παραβίαση της υποχρέωσης της παραγράφου 5 του συμβολαίου δεν αμφισβητείται. Οπως φαίνεται και από έγγραφη κατάθεση που είχε δώσει ο δεύτερος εφεσείων στους δικηγόρους της εφεσίβλητης (Τεκμήριο 5Α),

"Πήγα στο Δικαστήριο όταν μου προσήψαν κατηγορία και παραδέκτηκα ότι οδηγούσα αμελώς. Ο πατέρας μου έβαλε δικηγόρο της εκλογής του ο οποίος εμφανίστηκε στο Δικαστήριο εκ μέρους μου. Νομίζω είναι ο κ. Δημήτρης Παπαχρυσοστόμου. Η ασφάλεια μου είναι η Compass, δεν τους ειδοποίησα δια την ποινική κατηγορία εναντίον μου."

 

Ομως στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι ο δεύτερος εφεσείων αμέλησε να φέρει σε γνώση της εφεσείουσας την καταχώριση εναντίον του της ποινικής υπόθεσης. Η παράλειψη του αυτή συνιστά παραβίαση του άρθρου 5 του ασφαλιστικού εγγράφου. Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω παραβίασης εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο τα συμφέροντα της εφεσίβλητης έχουν επηρεαστεί δυσμενώς (actually prejudiced). Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με τη σχετική νομολογία μια ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς αλλά είναι αρκετό να αποδείξει μόνο την παράβαση. (Ιδε Farrell v. Federated Employers' Insurance Association Ltd [1970] 1 Lloyd's Law Reports 129 και Cox v. Orion Insurance Co. Ltd. [1982] R.T.R. 1).

Η σχετική νομολογία αναφέρεται σε πολιτικές και όχι σε ποινικές υποθέσεις. Δεν βλέπουμε το λόγο πώς η παραδοχή του δεύτερου εφεσείοντος στην ποινική υπόθεση έχει επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα της εφεσίβλητης έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά του ατυχήματος, όταν το όχημα του δεύτερου εφεσείοντος εισήλθε από την αριστερά πλευρά στη δεξιά πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε με όχημα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Η παραβίαση του όρου 5 ήταν τυπική και χωρίς επακόλουθα που έπλητταν τα συμφέροντα της εφεσίβλητης εταιρείας.

Κρίνουμε όμως σκόπιμο να επισημάνουμε ότι τίθενται σοβαρά ερωτηματικά αν το άρθρο 5 (του Μέρους 2) και το άρθρο 5 των όρων του ασφαλιστικού συμβολαίου συνάδουν με τις πρόνοιες του άρθρου 30.3(β)(γ) και (δ) του Συντάγματος που διασφαλίζει το δικαίωμα του πολίτη να έχει συνήγορο της δικής του επιλογής και να προβάλλει τους δικούς του ισχυρισμούς ενώπιον του Δικαστηρίου, προσάγοντας προς τούτο μαρτυρία και εξετάζοντας μάρτυρες σύμφωνα με το Νόμο. Το θέμα δεν έχει εγερθεί μέσα στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε.

Αναφορικά με το άρθρο 6 που αναφέρεται σε πολιτικές υποθέσεις μπορεί να λεχθεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών του, αφού η εφεσίβλητη είχε ειδοποιηθεί εκ μέρους των εφεσιβλήτων για την καταχώριση των πολιτικών αγωγών και είχε προβεί στη λήψη μέτρων για την υπεράσπιση των αγωγών. (Ιδε Farrell v. Federated Employers' Insurance Association Ltd. (πιο πάνω)).

Τέλος πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι υπεράσπισαν τους εφεσείοντες στην πολιτική αγωγή ούτε τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια ενέργεια. Δεν εξετάζουμε όμως το θέμα αυτό κατά πρώτο λόγο γιατί δεν ηγέρθη κατά τη διάρκεια της έφεσης και κατά δεύτερο λόγο γιατί δεν τέθηκε ως επίδικο θέμα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

 

 

 

 

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η εφεσίβλητη εταιρεία καταδικάζεται στα έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της διαδικασίας κατ' έφεση.

 

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο