ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 1 ΑΑΔ 954

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10422

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, M. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

 

Χριστ. Χατζηπαύλου & Υιοί Λτδ εκ Λεμεσού

Εφεσείοντες

- και -

Διονυσίου Λαρδή εκ Λεμεσού

Εφεσίβλητου

___________

21 Ιουνίου, 2000

Για τους εφεσείοντες : κ. Ζ. Λεμής.

Για τον εφεσίβλητο : κ. Σ. Φασουλιώτης.

___________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσίβλητος εξασφάλισε εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων απόφαση για ποσό £10.000 για αμοιβή δυνάμει προφορικής συμφωνίας με την οποία του ανατέθηκε από τους εναγόμενους η εκπόνηση αρχιτεκτονικών προσχεδίων κτιριακού συγκροτήματος γραφείων σε ακίνητο των εναγομένων, στην οδό Σάαφι αρ. 1, στη Λεμεσό. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η αμοιβή του εφεσίβλητου συμφωνήθηκε προς 1% του συνολικού κόστους κατασκευής της οικοδομής. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ του εφεσίβλητου και των εφεσειόντων για την καταβολή αρχιτεκτονικής αμοιβής. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι συμφωνήθηκε πως η αμοιβή του εφεσίβλητου θα ανερχόταν σε ποσοστό 1% επί του συνολικού ποσού της απαιτουμένης για την ανέγερση της οικοδομής δαπάνης. Τέλος λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η δαπάνη ανέγερσης της οικοδομής θα ανερχόταν στο ποσό του £1.000.000.

Ο πρώτος λόγος βασίζεται κυρίως στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το Δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία δεν θα έπρεπε να καταλήξει ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων στην οποία μάλιστα υπήρχε καθορισμένη αμοιβή. Περαιτέρω δεν απεδείχθη η αξία του υπό ανέγερση κτιρίου, ενώ τέλος θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι έγινε η εκπόνηση των σχεδίων και ότι δεν εξοφλήθηκε η συμφωνηθείσα αμοιβή. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται βέβαια ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από τους εφεσείοντες, κυρίως με το δεύτερο λόγο έφεσης, στο ότι ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ότι δεν είχε εταιρεία παρ΄ όλον ότι χρησιμοποιούσε το όνομα εταιρείας ή συνεταιρισμού. Το Δικαστήριο έπρεπε συνεπώς, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, να μην τον πιστέψει. Περαιτέρω προβάλλεται το επιχείρημα ότι από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου φαίνεται ότι δεν είναι σίγουρος αν με τους εφεσείοντες συνεβλήθη ο ίδιος προσωπικά ή ως μέλος συνεταιρισμού, ή ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων είναι καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Η παρούσα υπόθεση δεν είναι μια απ΄ αυτές. Ο εφεσίβλητος σε περισσότερα από ένα σημεία της μαρτυρίας του επέμενε ότι τη συμφωνία ανάθεσης εκπόνησης των προσχεδίων έκανε ο ίδιος με το διευθύνοντα σύμβουλο των εφεσειόντων Μιχάλη Χατζηπαύλου και η αναγραφή της επωνυμίας κάποιου συνεταιρισμού ή του ονόματος εταιρείας, είτε σε ορισμένα επιστολόχαρτα είτε στα σχέδια που εκπονήθηκαν, έγινε μόνο και μόνο για σκοπούς παρουσίασης του γραφείου του ως σοβαρού, με συνεργάτες, καθαρά για εντυπωσιασμό των πελατών του.

Πιστεύουμε ότι τα πιο πάνω δεν μεταβάλλουν το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου, συμπέρασμα που ήταν καθ΄ όλα εύλογο να εξαχθεί από την ενώπιόν του μαρτυρία. Το Δικαστήριο δέκτηκε και δεν βρίσκουμε λόγο να διαφωνήσουμε, ότι ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ήταν ο εφεσίβλητος και όχι οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή συνεταιρισμός.

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε να ενεργεί προσωπικά και κάτω από την επωνυμία "Λ. Λαρδής & Συνεργάτες" ή "Lardis D & Partner's Ltd". ΄Οπως έχουμε πει και προηγουμένως, εκείνο που το Δικαστήριο αποφάσισε είναι ότι ο εφεσίβλητος συνήψε την επίδικη σύμβαση προσωπικά. Δεν ενεργούσε κάτω από οποιαδήποτε επωνυμία. Αν κατά την εκτέλεση των εργασιών του χρησιμοποίησε επιστολόχαρτα με τα πιο πάνω ονόματα, ή ακόμα και τις επωνυμίες αυτές, δεν μεταβάλλεται το πρόσωπο που συνήψε την επίδικη σύμβαση. Ενώπιον του Δικαστηρίου δόθηκε σωρεία μαρτυρίας που αποδείκνυε ότι εκείνος που συνεβλήθη ήταν ο εφεσίβλητος και όχι οποιαδήποτε εταιρεία. Θεωρούμε ότι είναι εντελώς άνευ σημασίας κατά πόσο τα σχέδια αναφέρουν ως αρχιτέκτονα των εφεσίβλητο προσωπικά ή οποιαδήποτε άλλη νομική οντότητα. Το επιχείρημα θα μπορούσε να ενδιαφέρει αν υπήρχε στα δικόγραφα ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος αναθέτοντας την εκπόνηση των σχεδίων σε άλλο, αθέτησε τη συμφωνία που είχε κάνει. ΄Ομως κάτι τέτοιο δεν προβλήθηκε στην υπεράσπιση και συνεπώς δεν αποτελεί επίδικο θέμα. Συνεπώς και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι δεν συμφωνούμε ότι το Δικαστήριο έδειξε ανοχή κατά την εξέταση του εφεσίβλητου στο συγκεκριμένο σημείο.

Τα ίδια ισχύουν και για το ύψος της αμοιβής του εφεσίβλητου που βασιζόταν στον τρόπο υπολογισμού του ύψους της δαπάνης που απαιτείτο για την κατασκευή του έργου. ΄Οπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, το κόστος κατασκευής που είχε υπολογιστεί σε ένα εκατομμύριο λίρες επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 3, την αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής που υπογράφει και ο διευθύνων σύμβουλος των εφεσειόντων. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από διάφορα αποσπάσματα της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μόνη μαρτυρία επί του θέματος της αμοιβής προέρχεται ουσιαστικά από τον ίδιο, ενώ οι εφεσείοντες καμιά ουσιαστικά μαρτυρία δεν έδωσαν σχετικά. Το Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δαπάνη κατασκευής του έργου ανερχόταν σε £1.000.000 και συνεπώς ο εφεσίβλητος εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσό των £10.000. Δεν συμφωνούμε ότι από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου φαίνεται οποιαδήποτε αμηχανία ως προς το κόστος κατασκευής ή ως προς το ύψος της αμοιβής. Ούτε και σ΄αυτή την περίπτωση μπορούμε να επέμβουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Θα πρέπει να απορρίψουμε επίσης τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου προκύπτει ότι πρόθεσή του ήταν να πληρωθεί η αμοιβή του μόνο αν εκδίδετο η άδεια οικοδομής. Ούτε από το συγκεκριμένο σημείο της μαρτυρίας στο οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε άλλο μέρος της μαρτυρίας διαφαίνεται έστω και αμυδρά μια τέτοια πρόθεση.

Ως τρίτος λόγος έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Μιχάλης Χατζηπαύλου, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία είχε συνάψει τη σύμβαση με τον εφεσίβλητο, μπορούσε να δεσμεύει την εναγόμενη εταιρεία.

Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Μιχάλης Χατζηπαύλου ήταν σύμβουλος της εταιρείας των εφεσειόντων. Οι σύμβουλοι είναι αντιπρόσωποι της εταιρείας και γι΄ αυτό δεν ευθύνονται προσωπικά για τις συμβάσεις που δεσμεύουν την εταιρεία. Αν, έχοντας σχετική εξουσιοδότηση συνάπτουν σύμβαση κατ΄ ισχυρισμόν για την εταιρεία, τότε μόνο η εταιρεία δεσμεύεται από αυτή. Ακόμα κι΄αν δεν έχουν τέτοια εξουσιοδότηση για σύναψη συμφωνίας και πάλιν δεν είναι προσωπικά υπεύθυνοι, άνκαι μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνοι για αποζημιώσεις λόγω αθέτησης εξυπακουόμενης αθέτησης εκπροσώπησης, αν θεωρηθεί ότι άφησαν να νοηθεί ότι είχαν εξουσιοδότηση να ενεργήσουν για λογαριασμό της εταιρείας (Collen v. Wright (1857) 7 E. & B. 301).

O γενικός κανόνας που έχει τεθεί στην υπόθεση Ferguson v. Wilson (1866) L.R. 2 Ch. 77, 89, είναι ότι οι σύμβουλοι ευθύνονται στις περιπτώσεις που ευθύνεται ένας αντιπρόσωπος. ΄Οπου η ευθύνη ανήκει στον αντιπροσωπευόμενο αποκλειστικά, η ευθύνη είναι ευθύνη της εταιρείας.

Η μαρτυρία του εφεσίβλητου, όπως τη δέκτηκε το Δικαστήριο, σαφώς αναφέρει ότι τη συμφωνία έκανε μαζί του ο εκ των συμβούλων των εφεσειόντων Μιχάλης Χατζηπαύλου. Πέραν τούτου προκύπτει επίσης από τη μαρτυρία, ότι οι άλλοι τρεις σύμβουλοι της εταιρείας ήταν ενήμεροι του συγκεκριμένου σχεδίου, είχαν δε τουλάχιστον σε μία περίπτωση επιθεωρήσει τα προσχέδια. Ο εφεσίβλητος ήταν απόλυτος ότι ο Μιχάλης Χατζηπαύλου, όταν του ανέθετε την εκπόνηση των σχεδίων για λογαριασμό της εταιρείας ξεκάθαρα εννοούσε ότι τα σχέδια αφορούσαν εργασία της εταιρείας. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής υποβλήθηκε επ΄ ονόματι των εφεσειόντων.

Με τον τελευταίο λόγο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, Ανδρέα Μιχαηλίδη. ΄Οπως έχουμε πει και πιο πάνω η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Και στην παρούσα υπόθεση αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να επέμβουμε. Δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε λόγος που να δείχνει ότι η μη αποδοχή της συγκεκριμένης μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Μιχαηλίδης δεν γνώριζε τα υπό εκδίκαση θέματα και συνεπώς η μαρτυρία του δεν ήταν χρήσιμη. ΄Ετσι και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων. ΄Ελαβε επίσης υπ΄ όψιν διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και τα οποία υποστηρίζουν την υπόλοιπη μαρτυρία. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου και η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη είναι εσφαλμένα ή ότι δικαιολογείται η ανατροπή τους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο