ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 656

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ 332

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

 

Χλόη Κολαρίδου, από την Έγκωμη,

Αιτήτρια,

- και -

Ευγένιου Κολαρίδη, από την Έγκωμη,

Καθ΄ ου η αίτηση.

- - -

11 Μαΐου, 2000

Για την αιτήτρια: Μ. Τριανταφυλλίδης, με Δ. Παπαχρυσοστόμου

και Α. Κλεάνθους.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Κ. Αδαμίδης.

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Επιζητείται μέσω των ερωτημάτων που τίθενται στο Υπόμνημα 332 η κρίση της συνταγματικότητας του άρθρου 14Α(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, του 1991 (Ν.232/91), (εφεξής ο νόμος), ως έχει τροποποιηθεί με το Ν.25(1)/98. Με το άρθρο 3 του τροποποιητικού νόμου προστέθηκαν τα άρθρα 14Α, 14Β, 14Γ, και 14Δ. Αντικείμενο των νέων διατάξεων είναι η καθιέρωση διαδικασίας προς ανίχνευση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων μετά τη διάρρηξη του γάμου, στο πλαίσιο αγωγής για συνεισφορά που εγείρεται βάσει του άρθρου 14 του νόμου, και εξασφάλιση της αποτελεσματικότητάς της.

Το άρθρο 14 παρέχει δικαίωμα σε εκάτερο των συζύγων μετά τη διακοπή του γάμου, να αξιώσει από το έτερο μέρος μερίδιο από την αύξηση της περιουσίας του που επήλθε μετά το γάμο, ανάλογα με τη συνεισφορά του σ΄ αυτή. Η ερμηνεία και το πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 14 εξετάστηκαν στην Ορφανίδη ν. Ορφανίδη Π.Ε. 9755 - 30.1.98, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία συνοψίζει τους σκοπούς του:

«... καθιδρύει αυτοτελή και περιεκτικό κώδικα, για το μερισμό της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε βαθμό που να μην αφήνει πεδίο για συμπλήρωση ή επικουρική εφαρμογή, στον τομέα αυτό, των αρχών του Αγγλικού δικαίου.»

Παραθέτουμε, εκτός από το κείμενο του εδαφίου (1) του άρθρου 14Α του νόμου, και τις λοιπές διατάξεις του, καθώς και το κείμενο του άρθρου 14Β, που κρίνονται υποβοηθητικά στον προσδιορισμό των σκοπών του πλαισίου και κλίματος εφαρμογής των προνοιών του. Τα δύο άρθρα του νόμου (14Α και 14Β) έχουν κοινό στόχο, τη θεσμοθέτηση νέας διαδικασίας την οποία διάδικος μπορεί να επικαλεσθεί σε αγωγή κάτω από το άρθρο 14, και τη θωράκιση της αποτελεσματικότητάς τους.

«14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ΄ ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοσή του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ΄ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.

(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της το οποίο ο καθ΄ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου ή κατ΄ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ΄ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ΄ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.

14Β.-(1) Πρόσωπο το οποίο παρέχει ψευδείς, ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες για θέμα που αναφέρεται στο άρθρο 14Α, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.

(2) Πρόσωπο το οποίο αρνείται, παραλείπει ή καθυστερεί να συμμορφωθεί προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14Α είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 44 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1997 για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι αιτητής για έκδοση διαζυγίου, το Δικαστήριο δύναται επίσης να αναστείλει την περαιτέρω διαδικασία μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συμμορφωθεί προς το εν λόγω διάταγμά του.»

Επιζητείται απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 144 του Συντάγματος κατά πόσο το εδάφιο (1) του Άρθρου 14Α του νόμου είναι αντίθετο ή ασύμφωνο προς:

(α) το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Διευκρινίζεται ότι δεν προσβάλλεται η συνταγματικότητα του άρθρου 14 του νόμου ή οι ρυθμίσεις στις οποίες προβαίνει αναφορικά με την ανακατανομή περιουσίας μεταξύ των συζύγων μετά τη διάλυση του γάμου. Ό,τι προσβάλλεται ως μεμπτό είναι η έλλειψη σεβασμού που κατ΄ ισχυρισμό εμπεριέχει το άρθρο 14Α(1) προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Δεν έγινε εισήγηση ότι το άρθρο 14Α(1) περιορίζει ή συνεπάγεται την αποστέρηση ιδιοκτησίας.

(β) το Άρθρο 30.2 και 3 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου για δικαία δίκη μαζί και τα εχέγγυα για την εξασφάλισή της. ειδικά προσβάλλεται το άρθρο 14Α(1) του νόμου ως αντικείμενο προς τα δικαιώματα του διαδίκου σε πολιτική δίκη που θεμελιώνουν οι υποπαραγράφοι (β) και (γ) της παραγράφου 3 του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Αμφισβητείται επίσης το παραδεκτό του άρθρου 14Α(1) του νόμου, ορούμενου κάτω από την σκοπιά της ισότητας των όπλων που εμπεριέχεται, ως είναι θεμελιωμένο, στην έννοια της δικαίας δίκης. Το ετεροβαρές ή η ανισοσκέλεια των μέσων που παρέχονται σε εκάτερο των διαδίκων να θέσει, να προβάλει και να στοιχειοθετήσει την υπόθεσή του, πλήττει, ως έγινε εισήγηση, την αρχή της δικαίας δίκης.

Κατά την ακρόαση υπεδείχθη στον κ. Αδαμίδη, ότι το δικαίωμα το οποίο παρέχει το εδάφιο 1 του άρθρου 14Α, είναι αμφίπλευρο. παρέχεται η δυνατότητα επίκλησης της διαδικασίας η οποία προβλέπεται σε κάθε ένα των διαδίκων. Το ότι η προσεπίκληση της διαδικασίας εξ αντικειμένου μπορεί να παρέχει μεγαλύτερα ευεργετήματα στην πλευρά του ενάγοντος δεν μεταβάλλει τον αμφιμερή χαρακτήρα της.

Το εδάφιο 1 του άρθρου 14Α έχει κατ΄ εξοχή διαδικαστικό χαρακτήρα. είναι προς το παραδεχτό της διαδικασίας η οποία καθιερώνεται που προσβάλλεται κατά πρώτο λόγο η συνταγματικότητα των προνοιών του. Και με αυτό θα ασχοληθούμε.

Σκοπός του εδαφίου 1 του άρθρου 14Α, όπως προκύπτει από το κείμενό του είναι η καθιέρωση μηχανισμού προς αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων διαδίκου στο πλαίσιο αγωγής που εγείρεται βάσει του άρθρου 14, του νόμου. Πρόκειται για ιδιόμορφη πρόνοια δικονομικού χαρακτήρα, η οποία δεν έχει προηγούμενο στην πολιτική δικονομία. Οι διατάξεις του άρθρου 14Α(1) διακρίνονται από τη Δ.28 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που διέπει την αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων προς το σκοπό διασαφήνισης των εκατέρωθεν θέσεων σε διαδικασία η οποία αποβλέπει στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.

Το άρθρο 14Α(1) έχει διαδικαστικό χαρακτήρα. Πρόκειται για καθαρά δικονομικό μέτρο που διανοίγει την οδό για την αναζήτηση μαρτυρίας και έλεγχο των ισχυρισμών του αντιδίκου σχετικά με τα περιουσιακά του στοιχεία. Δεν παρέχει (το εδάφιο 1), δικαιώματα ούτε επιβάλλει περιουσιακές υποχρεώσεις.

Το θέμα που αναφύεται είναι κατά πόσο είναι παραδεκτή η θεσμοθέτηση διαδικαστικών κανόνων από τη νομοθετική εξουσία. Το νομικό αυτό ερώτημα δεν τίθεται στο Υπόμνημα. Το Άρθρο 144 του Συντάγματος βάσει του οποίου έγινε η παραπομπή των νομικών ερωτημάτων περιορίζει τα θέματα που εξετάζονται σ΄ εκείνα τα οποία τίθενται προς απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει η σπουδαιότητα των συνταγματικών θεμάτων επιβάλλει, τη ρητή έγερσή τους καθώς και την εξειδίκευσή τους.

Εφόσον δεν προσβάλλεται η συνταγματικότητα του άρθρου 14Α(1) με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 163 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δεν θα εξετάσουμε αυτή τη πτυχή του θέματος, ούτε θα αναφερθούμε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που τείνουν να ρίξουν φως στο θέμα.

Η παράγραφος 2 του Άρθρου 30 καθορίζει τις προϋποθέσεις και η παράγραφος 3 (του ιδίου άρθρου) τα δικονομικά εχέγγυα για τη διασφάλιση δικαίας δίκης. Η σημασία των δικονομικών κανόνων στην ποινική δίκη και ο ρόλος που διαδραμάτισαν δια μέσου της ιστορίας για την προάσπιση της ελευθερίας του ατόμου, επεξηγούνται από το Δικαστή Frankfurter στην υπόθεση McNabb ν. United States of America 87 Law. Ed., 819 at 827:

«... the history of liberty had largely been the history of the observance of procedural safeguards. And the effective administration of criminal justice hardly requires disregard of fair procedures imposed by Law.»

Ανάλογη είναι η σημασία των δικονομικών εχέγγυων στην πολιτική δίκη για την προάσπιση των αστικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος επεκτείνει1 κατ΄ ουσία την εφαρμογή των ελάχιστων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στο διάδικο στην πολιτική δίκη. (Βλ. Άρθρο 12.5 του Συντάγματος.) Διασφαλίζεται έτσι, με βέβαιο τρόπο, το αδιαχώριστο των εχέγγυων για την εξασφάλιση δικαίας δίκης, σ΄ όλο το πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφασή μας στη Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222.

Πρόδηλος σκοπός του εδαφίου 1, του άρθρου 14Α, είναι η παροχή ευκαιρίας σε διάδικο, κυρίως τον ενάγοντα στην πολιτική δίκη ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, να εξασφαλίσει μαρτυρία για την περιουσία του αντιδίκου του. Θεσμοθετείται διαδικασία ανάκρισης διαδίκου από τον αντίδικό του ανεξάρτητα από τις θέσεις του στην πολιτική δίκη, και την ελευθερία που του εξασφαλίζουν οι υποπαράγραφοι (β) και (γ) της παραγράφου 3 του Άρθρου 30 του Συντάγματος, να τις προβάλει και να τις τεκμηριώσει. Η άλλη διάσταση της διαδικασίας που καθιερώνεται είναι τούτη. μετατρέπεται ο διάδικος σε μάρτυρα του αντιδίκου του και μάλιστα σε εχθρικό μάρτυρα με δικαίωμα αντεξέτασής του εφ΄ όλης της ύλης.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι κατά πόσο η διαδικασία την οποία εισάγει το εδάφιο 1 του άρθρου 14Α, είναι συμβατή με τα εχέγγυα της δικαίας δίκης, όπως αυτά διαγράφονται στην παράγραφο 3, του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ειδικά από τις υποπαραγράφους ) και ).

Η παράγραφος 3 του Άρθρου 30 του Συντάγματος, προβλέπει:

«Έκαστος έχει το δικαίωμα:

(α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι΄ ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου,

(β) να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή δια την προπαρασκευήν τούτων,

(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,

(δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει,

(ε) να έχη δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ΄ όσον δεν δύναται να κατανοή ή ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν.»

Η υποπαράγραφος (β) της παραγράφου 3 του Άρθρου 30, κατοχυρώνει την ελευθερία του διαδίκου να προβάλλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου. ελευθερία που διασφαλίζει στο διάδικο δικαίωμα ανεμπόδιστης προβολής και παρουσίασης της υπόθεσής του ενώπιον του Δικαστηρίου. Η επιλογή είναι δική του. Η ίδια ελευθερία εξασφαλίζεται στο διάδικο ως προς τα μέσα αποδείξεως της υπόθεσής του. Η ελευθερία αυτή κατοχυρώνεται από την υποπαράγραφο (γ) της παραγράφου (3) του Άρθρου 30.

Τα δικαιώματα του διαδίκου τα οποία κατοχυρώνονται με τις παραγράφους 3(β) και (γ) του Άρθρου 30, καταστρατηγούνται από το εδάφιο 1, του άρθρου 14Α. αναιρείται η ελευθερία του διαδίκου να παρουσιάσει και να προβάλει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο. Η ανάκριση του διαδίκου, την οποία προβλέπει το άρθρο 14Α(1), κατ΄ απαίτηση του αντιδίκου του, του αποστερεί την ελευθερία προβολής και τεκμηρίωσης της υπόθεσής του ενώπιον του Δικαστηρίου, ελευθερία η οποία εξυπακούει την επιλογή των μέσων και του τρόπου απόδειξής της. Δεν είναι υπόχρεος ο διάδικος να καταθέσει ως μάρτυρας προς απόδειξη της υπόθεσής του ή προς αντίκρουση της υπόθεσης του αντιδίκου του. Η ελευθερία αυτή του εξασφαλίζεται άμεσα από την παράγραφο 3(γ) του Άρθρου 30. Το εδάφιο 1, του άρθρου 14Α, όχι μόνο αντιμάχεται αυτή την ελευθερία, αλλά καταστρατηγεί το θεμέλιο των εχέγγυων για την εξασφάλιση δικαίας δίκης, καθιστώντας το διάδικο μάρτυρα του αντιδίκου του.

Κρίνουμε ότι το εδάφιο 1 του άρθρου 14Α, αντίκειται προς και είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος και ανάλογα αποφασίζουμε.

Υπάρχει τέλος και μία άλλη όψη του άρθρου 14Α(1) η οποία δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητη. Το άρθρο 14Β ποινικοποιεί την παροχή ανακριβούς πληροφορίας από διάδικο που καταθέτει βάσει του άρθρου 14Α(1). Καθίσταται κολάσιμη η παροχή ανακριβούς πληροφορίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόθεσης παραποίησης της αλήθειας. Πρόκειται πάλιν για νομοθετική διάταξη που δεν έχει προηγούμενο στο δίκαιο. Ερωτάται κατά πόσο η παροχή μαρτυρίας κάτω από αυτό το καθεστώς φόβου είναι συμβατή με την έννοια της δικαίας δίκης. Δεν θα απαντήσουμε το ερώτημα και δεν θα διαπραγματευθούμε τις προεκτάσεις του εφόσον δεν εγείρεται με την παραπομπή.

 

 

Γ.Μ. Πικής, Π.

Σ. Νικήτας, Δ.

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο