ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 807
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10655.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
G.M.P. KATSAMBAS LTD,
Εφεσειόντων-Εναγόν των
και
A.N. STASIS ESTATES CO. LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγομ ένων.
___________________
24 Μαΐου, 2000
.Για τους εφεσείοντες: Χρ. Γεωργιάδης.
Για τους εφεσίβλητους: Ν. Παπαευσταθίου.
___________________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) ασχολούνται με οικοδομικές εργασίες. Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αξίωσαν ποσό της τάξεως των £250,000 για επιπλέον εργασίες που εξετέλεσαν κατά την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας που ανήκε στους εφεσίβλητους-εναγομένους (οι εφεσίβλητοι).Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 4.3.1992. Στις 12.1.1994 και ενώ είχε συμπληρωθεί η αντεξέταση του Μ.Υ.1 συμφωνήθηκε ο διορισμός του κ. Πέτρου Ζωγράφου ως διαιτητή. Στις 7.2.1994 και αφού είχαν ακουστεί και οι θέσεις των συνηγόρων των μερών το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου το πιο κάτω διάταγμα:
"Εκ συμφώνου διατάττεται όπως όλα τα τεχνικά θέματα που προκύπτουν στην παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων και αναφέρονται στα δικόγραφα ως ανωτέρω, πλην των καθαρώς νομικών σημείων παραπεμφθούν και παραπέπονται σε διαιτησία και τελεσίδικα αποφασιστούν από τον κ. Πέτρο Ζωγράφο ο οποίος διορίζεται Διαιτητής. Αυτός είναι ελεύθερος να καλέσει οποιουσδήποτε μάρτυρες θεωρήσει πρέπον για την υπόθεση αυτή αφού προηγουμένως συνεννοηθεί με τους διαδίκους και δοθεί σ΄ αυτόν λίστα μαρτύρων τους οποίους αυτοί θέλουν να καλέσουν. Ως τόπος συνεδριάσεων ιδίως όταν θα δίδεται μαρτυρία ορίζεται κατά προτίμηση ότι θα είναι η Πάφος. ΄Ολα τα κατατεθέντα Τεκμήρια είναι στη διάθεση του Διαιτητού.
2. ΄Οσον αφορά τα έξοδα του βρίσκουμε ότι το ποσό των £30 την ώρα πλέον τα πραγματικά έξοδα τα οποία θα καταβληθούν έναντι αποδείξεων είναι λογικό και δίκαιο για αποζημίωση για τις υπηρεσίες του που θα προσφέρει.
3. Τα πορίσματα του Διαιτητού να ενσωματωθούν σε έκθεση η οποία να καταχωηθεί εντός έξι (6) μηνών από της επιδόσεως σ΄ αυτόν του παρόντος διατάγματος.
4. Δίδονται οδηγίες όπως δοθούν στον Διαιτητή το παρόν διάταγμα, αντίγραφο των δικογράφων και οτιδήποτε άλλο τεκμήριο χρειασθεί.
5. Η υπόθεση αναβάλλεται επ΄ αόριστο και τα σημερινά έξοδα είναι έξοδα στην πορεία της δίκης."
Η ακρόαση της υπόθεσης επί όλων των θεμάτων, πλην εκείνων που είχαν παραπεμφθεί σε διαιτησία, συνεχίστηκε στις 19.9.94 και συμπληρώθηκε στις 9.2.1995. Αναβλήθηκε για τις 4.5.1995 προφανώς για αγορεύσεις. Η απόφαση του Διαιτητή εκδόθηκε την 2.5.1995. Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 7.7.1995 με την οποία αξίωναν απόφαση του Δικαστηρίου για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή λόγω πλημμελούς συμπεριφοράς. Στις 24.7.1995 οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση των εφεσιβλήτων. Την ίδια μέρα καταχώρισαν αίτηση με την οποία αξίωναν διάταγμα του δικαστηρίου όπως η απόφαση του διαιτητή καταχωριστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου.
Το κοινό πρακτικό, για τις δύο πιο πάνω αιτήσεις, ημερ. 12.10.1995, έχει ως εξής:
"
Ενόψη αυτής της διευθέτησης ότι ο κ. Ζωγράφος ως διαιτητής θα καταχωρήσει τα πρακτικά της διαδικασίας της διαιτησίας και προς το σκοπό τούτο δίδονται οδηγίες σε αυτόν να τα καταθέσει στο πρωτοκολλητή και ο κ. Κωμοδρόμος θα καταχωρήσει τις νομικές αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε.
Η υπόθεση κλείει και η απόφαση επιφυλάσσεται.
Δίδονται οδηγίες όπως ο πρωτοκολλητής ειδοποιήσει τον κ. Ζωγράφο περί της κατάθεσης των πρακτικών τα οποία να καταθέσει εντός 10 ημερών από της κατάθεσης του κ. Κωμοδρόμου και να δώσει αντίγραφο στις δύο πλευρές."
Στις 21.2.1996 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή και επιδίκασε στους εφεσείοντες ποσό £95.061, πλέον έξοδα.
Εναντίον της απόφασης εκείνης ασκήθηκε έφεση από τους εφεσίβλητους στην παρούσα έφεση. Πρόβαλαν 13 λόγους έφεσης. Το Εφετείο εξέτασε μόνο δύο από τους λόγους της έφεσης. Ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήριο με άλλη σύνθεση (Βλ.
A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 9710/25.11.98).Θεωρούμε απαραίτητη την παράθεση του σχετικού μέρους της απόφασης του Εφετείου γιατί θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση των επιδίκων θεμάτων της παρούσας έφεσης:
"Κατ΄ αρχήν οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ή παράνομα δεν επιλήφθηκε πρώτα της αίτησης των εφεσειόντων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή ημερ. 2.5.1995 και ότι λανθασμένα επέλεξε να επιληφθεί του θέματος στο στάδιο της έκδοσης της τελικής του απόφασης. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση στερείται αιτιολόγησης κατά παράβαση του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Πράγματι η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο και ασυνήθιστη είναι και πολλούς κινδύνους εγκυμονεί. Ενώ εκκρεμούσαν ενώπιόν του δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αιτήσεις, η μια από τις οποίες ήταν για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή λόγω πλημμέλειας, απέφυγε να επιληφθεί των αιτήσεων αυτών χωριστά και επέλεξε να αναφερθεί σ΄ αυτές στην τελική του απόφαση. Σε σχετική
Θεωρούμε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως μη επιτρεπτή. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο διαφορετικές δικονομικά διαδικασίες. ΄Επρεπε να επιληφθεί χωριστά της αίτησης των εναγομένων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και αφού αποφάσιζε επ΄ αυτής, μάλιστα με αναφορά στα θέματα που εγείρονται, τότε και μόνο τότε θα έπρεπε να προχωρήσει.
Διερωτάται κανένας πως το Δικαστήριο έκλεισε την υπόθεση και επεφύλαξε την έκδοση απόφασης πριν αποφασίσει την τύχη της απόφασης του διαιτητή. Αν για παράδειγμα, εξετάζοντας την αίτηση για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή, κατέληγε ότι η απόφαση έπασχε θα αντιμετώπιζε δικονομικό αδιέξοδο, αφού η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ήδη περατωθεί και η απόφαση επιφυλαχθεί. Σχετικά χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη απόφαση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd, Π.Ε. 9891, ημερ. 26.10.1998
.Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Στις τριάντα τρεις συνολικά παραγράφους της ένορκης δήλωσης του Αντρέα Στασή, διευθύνοντος συμβούλου της εναγόμενης εταιρείας που συνοδεύει την αίτηση αναπτύσσεται με λεπτομέρεια μεγάλος αριθμός λόγων για τον οποίο, σύμφωνα με τους εναγόμενους, η απόφαση του διαιτητή θα έπρεπε να ακυρωθεί.
Στην απόφαση του το Δικαστήριο, ύστερα από μια επιγραμματική αναφορά στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Τέταρτη ΄Εκδοση, Τόμος 2, παραγρ. 693 και 694, σύμφωνα με την οποία πλημμέλεια θεωρείται ένας τέτοιος χειρισμός της υπόθεσης που να φτάνει στο σημείο να θεωρείται ουσιώδης άρνηση δικαιοσύνης, καταλήγει ότι ο διαιτητής δεν είναι ένοχος πλημμέλειας και απορρίπτει την αίτηση.
Το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.
.................................. .................................................. ............
Θεωρούμε την αναφορά του Δικαστηρίου ανεπαρκή, γενική και αόριστη. Παρά τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση κάθε δικαστικής απόφασης, η παρούσα απόφαση αποφεύγει να δώσει οποιανδήποτε εξήγηση για το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει. ΄Οταν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ένας τόσο μεγάλος αριθμός λόγων για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εμφιλοχώρησε πλημμέλεια, αναμένεται ότι θα πρέπει να γίνεται αναφορά και ανάλυση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων, για να μπορεί κάποιος τουλάχιστον να ακολουθήσει το συλλογισμό του Δικαστηρίου που οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η πρωτόδικη απόφαση με τη λακωνικότητα της ουσιαστικά καταλήγει σε άρνηση δικαιοσύνης και σε αυθαίρετη απόρριψη της αίτησης των εφεσειόντων.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε χωρίς δυσκολία ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω πράγματι θεμελιακών ελαττωμάτων που οδηγούν αναπόφευκτα στην ακύρωσή της.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήριο με άλλη σύνθεση."
Στις 30.11.98 οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία ζήτησαν "διάταγμα όπως η απόφαση του Πέτρου Ζωγράφου ημερ. 2.5.95 πλην του μέρους της που αναφέρεται στην εξ΄ ίσου επιβάρυνση μεταξύ των διαδίκων της αμοιβής του διαιτητή, καταχωρηθεί σαν απόφαση του Δικαστηρίου".
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση στις 16.12.1999.
Αφού άκουσε τις θέσεις των συνηγόρων των μερών το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε για απάντηση το ερώτημα κατά πόσο η "παραπομπή σε διαιτητή των τεχνικών θεμάτων της υπόθεσης και συνακόλουθα η ίδια η απόφαση του διαιτητή, μπορεί να επιβιώσει μετά την διαταγή του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επανεκδίκαση της υπόθεσης". ΄Εκρινε ότι η ακρόαση θα πρέπει να διεξαχθεί από την αρχή. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:
"Δεν έγινε καμιά πρόνοια από το Εφετείο για επιβίωση οποιουδήποτε μέρους της πρωτόδικης απόφασης. Παρόλο που η χρησιμοποιηθείσα φράση 'επανεκδίκαση της υπόθεσης' δεν αφήνει κατά την άποψη μου περιθώρια διάφορης ερμηνείας, οι λέξεις που περιέχονται σ΄ αποφάσεις δεν πρέπει να ερμηνεύονται με την ίδια σχολαστικότητα που εφαρμόζεται προκειμένου περί ερμηνείας νόμων (ίδε Χαράκη ν. Κάρτερ (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 788
Μελετώντας την απόφαση του Εφετείου στη
Stasis, Πολ. Εφ. 9710, βρίσκω ότι η δικαίωση των Εναγομένων δε μπορεί να έχει άλλο αντίκρισμα παρά την έναρξη της δίκης από την αρχή με την ταυτόχρονη επάλειψη κάθε προγενέστερης διαδικασίας. Η σύμπηξη των δύο διαδικασιών, αγωγής-διαιτησίας και η εξαγωγή του αποτελέσματος κρίθηκε, όπως είπα ανεπίτρεπτη. Συνεπώς αφού παραμερίστηκε δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει ότι έγινε στην πρώτη δίκη, περιλαμβανόμενης όχι μόνο της απόφασης του διαιτητή, αλλά και τη συμφωνία για παραπομπή όποιων θεμάτων στο διαιτητή.Με γνώμονα την πιο πάνω κατάληξη μου η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, κατά το ½ επιδικάζονται εναντίον των Εναγόντων και υπέρ των Εναγομένων. Η μείωση των εξόδων κρίνεται επιβεβλημένη γιατί οι Εναγόμενοι, είχαν συγκατατεθεί ή προκαλέσει την παράταση της εκδίκασης της παρούσας αίτησης για μεγάλο χρονικό διάστημα."
Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη κατάληξη. Υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του βασίστηκε στο συμπέρασμα ότι το Εφετείο παραμέρισε τη συμφωνία παραπομπής σε διαιτησία και τη διαιτητική διαδικασία και απόφαση. Το συμπέρασμα αυτό ήταν, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, εσφαλμένο για τους πιο κάτω, ανάμεσα σ΄ άλλα, λόγους:
(α) Η απόφαση του Εφετείου δεν εμπεριέχει ως στοιχείο της αιτιολογικής
της βάσης δικαστική κρίση αναφορικά με την συμφωνία παραπομπής
και τη διαιτητική διαδικασία και απόφαση.
(β) Το λεκτικό της απόφασης του Εφετείου δεν οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα
γιατί σε αυτό δεν γίνεται μνεία σε ακύρωση αλλά ούτε και νύξη για ελάττωμα της συμφωνίας παραπομπής, της διαταγής για παραπομπή,
της διαιτητικής διαδικασίας ή απόφασης.
(γ) Η ερμηνεία της απόφασης του Εφετείου είναι ασυμβίβαστη με τη νομική αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ανατρέπουν ή τροποποιούν συμφωνίες όπως
αυτή της παραπομπής σε διαιτησία ούτε τις παρακάμπτουν ή αντικαθιστούν με άλλες διαδικασίες.
(δ) Το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε ότι το Εφετείο είχε κρίνει μη
επιτρεπτή τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του
Επαρχιακού Δικαστηρίου παράλληλα με τη διεξαγωγή της διαιτητικής
διαδικασίας ενώ στην πραγματικότητα το Εφετείο δεν είχε καταλήξει
σε τέτοια κρίση.
Από την άλλη οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι από τη στιγμή που το Εφετείο διέταξε επανεκδίκαση αυτό περιλαμβάνει και τη συμφωνία για διαιτησία.
Εξέταση της απόφασης του Εφετείου αποκαλύπτει ότι περιέχει πρόνοια για επανεκδίκαση της υπόθεσης χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση των πτυχών της υπόθεσης που θα επανεκδικαστούν. Παρίσταται, επομένως, ανάγκη να καταφύγουμε στο σκεπτικό της εφετειακής απόφασης και στους λόγους της έφεσης οι οποίοι αποτέλεσαν τη βάση για τη σχετική κατάληξη του Εφετείου.
Οι μόνοι λόγοι έφεσης που εξέτασε το Εφετείο ήταν δύο, οι πιο κάτω:
1. ΄Οτι εσφαλμένα ή παράνομα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιλήφθηκε
πρώτα της αίτησης για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και ότι
λανθασμένα επέλεξε να επιληφθεί του θέματος στο στάδιο της τελικής
του απόφασης.
2. ΄Οτι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στερείται αιτιολόγησης
κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Το Εφετείο έκρινε βάσιμους και τους δύο λόγους της έφεσης. ΄Εκρινε - σε σχέση με τον πρώτο λόγο της έφεσης - τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως μη επιτρεπτή. Υπέδειξε ότι εφόσο το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο διαφορετικές δικονομικά διαδικασίες, έπρεπε να είχε επιληφθεί χωριστά της αίτησης των εναγομένων για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή και αφού αποφάσιζε επ΄ αυτής, μάλιστα με αναφορά στα θέματα που εγείρονται,
τότε και μόνο θα έπρεπε να προχωρήσει.Βλέπουμε λοιπόν πως το Εφετείο πρώτα εντόπισε το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου και στη συνέχεια υπέδειξε τον ορθό τρόπο για τον χειρισμό της υπόθεσης.
Το Εφετείο βρήκε βάσιμο και το δεύτερο λόγο της έφεσης. ΄Εκρινε ότι η απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή στερείται αιτιολογίας κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. "Εν όψει όλων των πιο πάνω - κατέληξε το Εφετείο - η πρωτόδικη απόφαση πάσχει λόγω πράγματι θεμελιακών ελαττωμάτων που οδηγούν αναπόφευκτα στην ακύρωσή της".
Τα θεμελιακά ελαττώματα δεν ήταν άλλα από εκείνα που είχαν θιγεί με τους πιο πάνω λόγους της έφεσης - διαδικαστικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας.
Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι η εφετειακή απόφαση δεν είχε θίξει θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της διαδικασίας που είχε προηγηθεί της πρωτόδικης απόφασης. Συγκεκριμένα δεν είχε θίξει θέμα εγκυρότητας του εκ συμφώνου διατάγματος για παραπομπή σε διαιτησία και της διαιτητικής διαδικασίας και απόφασης. Εντόπισε δύο σφάλματα
στην πρωτόδικη απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση. ΄Εχουμε, επομένως, την άποψη πως το διάταγμα επανεκδίκασης είχε ένα και μοναδικό στόχο. Να διορθώσει τις πλημμέλειες ή σφάλματα που είχαν εντοπιστεί και υποδειχθεί από την εφετειακή απόφαση.Θεωρούμε λοιπόν πως εφόσον δεν υπάρχει εφετειακή απευθείας κρίση επί του θέματος της εγκυρότητας του εκ συμφώνου διατάγματος για παραπομπή σε διαιτησία και επί του θέματος της εγκυρότητας της διαιτητικής διαδικασίας και απόφασης, αυτά συνεχίζουν να παραμένουν άτρωτα και
ακλόνητα. Κρίνουμε, επομένως, ότι η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έχει παραμεριστεί ότι έγινε στην πρώτη δίκη, περιλαμβανόμενης όχι μόνο της απόφασης του διαιτητή, αλλά και της συμφωνίας για παραπομπή όποιων θεμάτων στο διαιτητή, είναι εσφαλμένη.Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο δικαστήριο για να ενεργήσει σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση. Να επιληφθεί πρώτα της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή και αφού αποφασίσει επ΄ αυτής να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης των εφεσειόντων, ημερ. 30.11.98, καθώς και των θεμάτων που δεν είχαν παραπεμφθεί σε διαιτησία.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν την τελική έκβαση της υπόθεσης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.