ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 765
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10392
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.
Νικόδημος Αντωνίου,
Εφεσείων
- και -
NONI ESTATES LIMITED,
Εφεσίβλητης
---------------------------
22 Μαΐου 2000
Για τον εφεσείοντα: Δ. Κακουλλής.
Για την εφεσίβλητη: Δ. Κούτρας.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν εγγυητής του ενοικιαστή σε γραπτή σύμβαση ημερ. 1 Απριλίου 1996 με την οποία η εφεσίβλητη ενοικίασε κατάστημα της στη Λευκωσία για περίοδο ενός έτους, με μηνιαίο ενοίκιο £150.=. Ο ενοικιαστής, που ανέλαβε κατοχή, κατέβαλε τα ενοίκια μέχρι τέλος Μαΐου 1996 και μετά σταμάτησε. Ενώ διατήρησε κατοχή. Τον Ιούλιο του 1996, η εφεσίβλητη του έστειλε επιστολή για το ενοίκιο Ιουνίου αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Τον αναζήτησε και δεν τον βρήκε. Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου 1996 και αφού το κατάστημα δεν φαινόταν να λειτουργεί, η εφεσίβλητη η οποία υπέθεσε ότι ο ενοικιαστής θα το είχε εγκαταλείψει, εισήλθε στο κατάστημα στην παρουσία της αστυνομίας και του κοινοτάρχη και ανέλαβε κατοχή. Εν συνεχεία καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον τόσο του ενοικιαστή - εναγομένου 1 - όσο και του εφεσείοντος ως εγγυητή, για τα επτά μη πληρωθέντα ενοίκια των μηνών Ιουνίου-Δεκεμβρίου, 1996, συνολικού ύψους £1.050.=.
Καταχώρησαν και οι δύο εναγόμενοι υπεράσπιση, με διαφορετικό δικηγόρο ο καθένας. Η εκδοχή τους ήταν πως η ενοικίαση έπαυσε να υφίσταται μετά το τέλος Μαΐου 1996 ένεκα σχετικής προς τούτο συμφωνίας του πρώτου - ήτοι του ενοικιαστή - με την εφεσίβλητη η οποία, κατ΄ ακολουθίαν, αποδέσμευσε και τον εφεσείοντα. Δεν αμφισβητήθηκε λοιπόν ότι για την περίοδο στην οποία αναφερόταν η αγωγή δεν καταβλήθηκαν ενοίκια.
Ο ενοικιαστής απώλεσε το ενδιαφέρον του για την υπόθεση πριν από τη δίκη και, κατόπιν απόσυρσης του συνηγόρου του, η απαίτηση εναντίον του προχώρησε σε απόδειξη παράλληλα με τη δίκη σε σχέση με την απαίτηση κατά του εφεσείοντος. Μόνη μάρτυρας για την εφεσίβλητη ήταν η διευθύντρια της, η οποία βεβαίωσε την οφειλή. Για την υπεράσπιση κατέθεσε ο ίδιος ο εφεσείων χωρίς όμως να αναφέρει ο,τιδήποτε που να είχε σημασία αφού βασικά επιχείρησε, ενώ δεν το είχε θέσει με το δικόγραφο του, να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της υποχρέωσης που ανέλαβε βάσει της σύμβασης ως εγγυητής. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης σύμφωνα με την απαίτηση.
Εύλογα νομίζουμε θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς πως έφτασε μια τέτοια υπόθεση στο Εφετείο. Η απάντηση είναι ότι έγιναν κάποια λάθη στο χειρισμό
· τόσο από τους συνηγόρους όσο και από το Δικαστήριο. Το πρόβλημα άρχισε με τις γραπτές προτάσεις. Στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι: "Οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερ. 25/7/96 τερμάτισαν την ενοικίασιν δυνάμει των όρων του ενοικιαστηρίου εγγράφου". Ο εφεσείων στην υπεράσπιση του, ενώ προέβαλε την εκδοχή ότι κατόπιν νέας συμφωνίας μεταξύ ενοικιαστή και εφεσίβλητης η ενοικίαση έληξε "κατά ή περί το τέλος Μαΐου 1996", εντούτοις παραδεχόταν και τον εν λόγω ισχυρισμό της εφεσίβλητης πως την ενοικίαση την τερμάτισε εκείνη με την επιστολή ημερ. 25/7/96. Η εν λόγω επιστολή κατατέθηκε στη δίκη εκ μέρους της εφεσίβλητης χωρίς ένσταση. Επρόκειτο εν τέλει για προειδοποίηση ότι, αν δεν πληρωνόταν το ενοίκιο για το μήνα Ιούνιο, θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα. Ας σημειωθεί ότι σε κάποιο στάδιο, στη διάρκεια της προδικασίας, οι συνήγοροι της εφεσίβλητης αντιλήφθηκαν τη διάσταση μεταξύ της επιστολής και του διατυπωθέντος, σε σχέση με αυτή, ισχυρισμού τους. Οπότε υπέβαλαν αίτηση για τροποποίηση ώστε να διαγραφεί εκείνος ο ισχυρισμός και να αντικατασταθεί από τον ακόλουθο άλλο: "Οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερ. 25/7/96 εκάλεσαν τον εναγόμενον όπως καταβάλει το πρώτο καθυστερημένο ενοίκιο Ιουνίου 1996." Εγκρίθηκε η αίτηση αλλά δεν έγινε έγκαιρα η τροποποίηση. Εξέπνευσε το διάταγμα και επομένως παρέμεινε ο αρχικός ισχυρισμός. Στη δίκη, το Δικαστήριο ερώτησε το συνήγορο της εφεσίβλητης αν αποσυρόταν ο ισχυρισμός περί τερματισμού της ενοικίασης με την επιστολή Ιουλίου. Εκείνος έδωσε καταφατική απάντηση.Με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται, με ποικίλη αιτιολογία, αυτή η εξέλιξη ως τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης κατ΄ αντίθεση προς τη Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Βέβαια, οι γραπτές προτάσεις δεν τροποποιούνται με δηλώσεις στη δίκη. Επ΄ αυτού είναι ορθή η θέση που διατύπωσε ο συνήγορος του εφεσείοντος. Εξ όσων όμως αντιλαμβανόμαστε, δεν επρόκειτο περί τροποποίησης βάσει της Δ.25 αλλά περί απόσυρσης βάσει της Δ.15 θ. 1. Σε σχέση με την οποία δεν διατυπώθηκε αντίρρηση παρότι, πρέπει να πούμε, ο τρόπος με τον οποίο έγινε υπόκειται σε επίκριση.
Αλλά και αν ακόμα παραμεριζόταν η εν λόγω εξέλιξη έτσι ώστε να παρέμενε ο υπό αναφορά ισχυρισμός, αυτός δεν θα είχε εδώ σημασία αφού δεν προωθήθηκε. Το περί τερματισμού θέμα θα συνέχιζε να παραμένει επίδικο αφού, ενόψει της εκδοχής του εφεσείοντος ότι συνήφθη νέα σύμβαση με την οποία η ενοικίαση έληξε κατά το τέλος Μαΐου 1996, δεν διαμορφώθηκε ταύτιση θέσεων μεταξύ των διαδίκων. Ως προς αυτό, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία η ενοικίαση τερματίστηκε περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996 που η εφεσίβλητη ανέκτησε κατοχή. Επρόκειτο όμως περί μαρτυρίας έξω από τις γραπτές προτάσεις. Πάντως, η εφεσίβλητη για να επιτύγχανε στην αγωγή δεν χρειαζόταν εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ενοικίαση τερματίστηκε σε εκείνο το χρονικό σημείο. Ήταν γι΄ αυτήν αρκετό το ότι ο ενοικιαστής κατείχε το κατάστημα βάσει της σύμβασης ενοικίασης για την περίοδο που ενδιαφέρει και δεν κατέβαλε τα ενοίκια. Δεν είναι επομένως ανάγκη να μας απασχολήσει το πώς θα ήταν η κατάσταση αν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποκρυσταλλωνόταν ως δεδομένο ότι είχε προηγηθεί τερματισμός.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορμάται από έναν άλλο ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης, ασυμβίβαστο με τη μαρτυρία η οποία προσήχθη - παράτυπα όπως ήδη αναφέραμε - σχετικά με την ανάκτηση κατοχής. Διατυπώθηκε στην έκθεση απαίτησης ισχυρισμός ότι το Δεκέμβριο του 1996 ο ενοικιαστής εγκατέλειψε το κατάστημα. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η μάρτυρας της εφεσίβλητης η οποία κατέθεσε για τον τρόπο ανάκτησης της κατοχής το Δεκέμβριο του 1996, θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί αναξιόπιστη επειδή η μαρτυρία της βρισκόταν σε διάσταση με τον εν λόγω ισχυρισμό. Είναι αρκετό να λεχθεί ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων σε δικογραφήματα δεν αποτελούν μέτρο για την
αξιοπιστία των μαρτύρων τους οποίους καλούν για να καταθέσουν στην υπόθεση· η μάρτυρας δεν ήταν η ίδια διάδικος.Ο έκτος λόγος έφεσης - ο τέταρτος και ο πέμπτος εγκαταλείφθηκαν - αφορά το ότι το Δικαστήριο επεδίκασε στην εφεσίβλητη ολόκληρο το ενοίκιο για το Δεκέμβριο του 1996 ενώ ανακτήθηκε κατοχή του καταστήματος περί τα μέσα του μηνός και, εξάλλου, η διευθύντρια κατέθεσε πως εκείνη δεν θεώρησε ορθό να ζητήσει καθόλου ενοίκιο για το Δεκέμβριο. Η απάντηση είναι απλή. Το πώς έβλεπε η διευθύντρια το θέμα δεν είχε σημασία. Δεν ενήργησε εκ μέρους της εφεσίβλητης για να απεμπολήσει το δικαίωμα στο ενοίκιο. Το δικαίωμα παρέμεινε και η εφεσίβλητη το διεκδίκησε. Αυτό είναι που έχει σημασία. Και είναι στοιχειώδες ότι δικαιούται το ενοίκιο για ολόκληρο το μήνα, αφού ήταν πληρωτέο με το μήνα, ανεξάρτητα από το πόσες ημέρες παρέμεινε ο ενοικιαστής στο υποστατικό.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης επικρίνεται η πρωτόδικη αντίκρυση της έννοιας της κατοχής γενικά και της φυσικής κατοχής ιδιαίτερα, με αναφορά στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Ο εφεσείων είχε αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, προβάλλοντας ότι δικαιοδοσία είχε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτό το ζήτημα, επιχείρησε εντελώς αχρείαστα να αντιδιαστείλει τη φυσική κατοχή από άλλου είδους κατοχή. Δεν χρειάζεται όμως να ασχοληθούμε με την επ΄ αυτού πρωτόδικη προσέγγιση αφού αφορά σε θέμα ανύπαρκτο πια. Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης είναι χωρίς καμιά προοπτική.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ