ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 650
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση Αρ. 31/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος
και τα Άρθρα 3, 9, 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης
(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου Ν. 33/1964 και 144 του Συντάγματος και 146
- και -
Αναφορικά με την Αίτηση του Νίκου Ευαγγέλου, από τη Λευκωσία
για έκδοση εντάλματος της φύσεως του Habeas Corpus
- και -
Αναφορικά με την απόφαση ημερομηνίας 5/1/2000 του Ε.Δ. Λεμεσού
στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αριθμόν 17716/95 και αναφορικά με
την απόφαση ημερομηνίας 8/7/1999 του Ε.Δ. Αμμοχώστου
στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αριθμόν 5442/95 και Ποινική Έφεση 6758
- και -
Έκθεση σύμφωνα με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος
και τα Άρθρα 3, 9 και 11 του Νόμου 33/1964 και
τους Δικονομικούς Θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου
---------------------------
27 Απριλίου 2000
Για τον αιτητή: Σ. Δράκος.
Για τη Δημοκρατία: Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
Ο αιτητής είναι παρών.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κρατείται στις κεντρικές φυλακές για την έκτιση ποινών φυλάκισης δυνάμει ενταλμάτων εκδοθέντων από Επαρχιακά Δικαστήρια. Συνέταξε μόνος την παρούσα αίτηση για habeas corpus και την καταχώρησε με διευκολύνσεις που του παρασχέθηκαν από τη διεύθυνση των φυλακών και του αρμόδιου Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην πορεία δε της υπόθεσης ζήτησε δικηγόρο και του διορίστηκε από το Δικαστήριο. Το οποίο, σε αριθμό συνεδριάσεων, μερίμνησε με ιδίαν πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση στοιχείων που θα επέτρεπαν την ασφαλή κρίση αναφορικά με τη νομιμότητα της κράτησης του αιτητή. Αυτή την προσέγγιση την απαιτεί η φύση της διαδικασίας αν πρόκειται να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα της για την προστασία της ελευθερίας του πολίτη.
Τέθηκε προς εξέταση μεγάλος αριθμός σημείων. Τα οποία, όπως αναγνώρισε και ο συνήγορος του αιτητή, συνθέτουν δύο κύρια ζητήματα. Το ένα είναι το κατά πόσο, με ό,τι ο αιτητής δικαιούται ως μείωση ποινής βάσει του άρθρου 12(2) και (3) του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν. 62(Ι)/96) αυτός θα έπρεπε να είχε ήδη απολυθεί. Το άλλο είναι το κατά πόσο το μέρος της ποινής φυλάκισης το οποίο εξέτισε σε υπόθεση στην οποία εν τέλει αθωώθηκε από το Εφετείο, αφαιρείται από τις παραμένουσες ποινές φυλάκισης
· και επακόλουθα, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, κατά πόσο θα έπρεπε να είχε ήδη απολυθεί.Το πρώτο ζήτημα
Ο ίδιος ο αιτητής ζήτησε, με την αίτηση του (σημείο 2(Α)(γ)(ΙΙ)), διερεύνηση του ζητήματος με αναφορά στο συνολικό χρόνο κράτησης του, αρχής γενομένης το 1987. Εξέδωσα προς τούτο οδηγίες και τέθηκαν ενώπιον μου τα στοιχεία. Δεν προέκυψε ο,τιδήποτε που να προωθεί τη θέση του αιτητή. Εν τέλει ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι οι πρόνοιες του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν. 70/81) περιόριζαν την εμβέλεια της εξέτασης. Και πρόσθεσε πως εν προκειμένω ενδιαφέρουν μόνο οι εξής περιπτώσεις:
(α) Ποινική Υπόθεση 8547/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας
Αδίκημα: Απόσπαση περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων
Καταδίκη: 12 μήνες φυλάκιση από 30.8.1998
Ημερομηνία απόλυσης: 26.1.1999 μετά από απόφαση του Εφετείου
στην Ποινική Έφεση αρ. 6579 στην οποία η καταδίκη παραμερίσθηκε.
(β) Ποινική Υπόθεση 5442/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου
Αδικήματα: (α) Πλαστογραφία εγγράφου
(β) Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου
Καταδίκη: 12 μήνες φυλάκιση από 8.7.1999 στην 1η Κατηγροία.
Στην Ποινική Έφεση αρ. 6758 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 17.2.2000, αθωώθηκε στη 2η κατηγορία αλλά επικυρώθηκε η καταδίκη του στην 1η κατηγορία.
(γ) Ποινική Υπόθεση 17716/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού
(ι) 20 ημέρες φυλάκιση για καταφρόνηση Δικαστηρίου. Επιβλήθηκε στις 10.11.99. Ακυρώθηκε από το Εφετείο στις 20.1.2000 στην Ποινική Έφεση αρ. 6838.
(ιι) 15 ημέρες φυλάκιση για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Επιβλήθηκε στις 7.1.2000. Ακυρώθηκε στις 28/3/2000 στην Ποινική Έφεση αρ. 6869.
(ιιι) 1 μήνα φυλάκιση για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, να αρχίσει μετά τη λήξη της ποινής φυλάκισης των 12 μηνών στην ποινική υπόθεση 5442/95. Επιβλήθηκε στις 7.1.2000. Επικυρώθηκε στην Ποινική Έφεση αρ. 6869.
Η τωρινή κράτηση του αιτητή έχει ως αφετηρία την ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην ποινική υπόθεση 5442/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου η οποία του επιβλήθηκε στις 8 Ιουλίου 1999. Σύμφωνα με το άρθρο 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:
"117.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού η έκτιση ποινής φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτή διαβάζεται, η περίοδος όμως αυτή, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει άλλως, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός που καταδικάστηκε τελούσε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού σε προφυλάκιση.
(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά."
Η ποινή άρχισε λοιπόν στις 8 Ιουλίου 1999. Επειδή δε ο αιτητής είχε προφυλακιστεί για συνολική περίοδο έξι ημερών, αφαιρείται αυτός ο χρόνος από την ποινή. Με τη λήξη της εν λόγω ποινής αρχίζει η έκτιση της ποινής ενός μηνός φυλάκισης που του επιβλήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2000 στην ποινική υπόθεση 17716/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Προκύπτει, με απλή αριθμητική, πως ακόμα και αν ο αιτητής πιστωθεί με το ανώτατο όριο μείωσης ποινής που προβλέπεται στο Παράρτημα Α στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 12(2) του Νόμου 62(Ι)/96, δεν επέστη ο χρόνος για την απόλυση του ώστε να δικαιολογείται η αίτηση με αναφορά στο πρώτο ζήτημα. Αυτό εξ άλλου το αναγνώρισε εν τέλει και ο συνήγορος του.
Το δεύτερο ζήτημα
Η θέση του αιτητή ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί η περίοδος φυλάκισης που εξέτισε - 149 ημέρες - στην ποινική υπόθεση αρ. 8547/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για κατηγορία στην οποία τελικά αθωώθηκε, στερείται νομικού ερείσματος. Ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι καλύπτει την περίπτωση το άρθρο 147 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφόσον δοθεί σε αυτό διασταλτική ερμηνεία. Προβλέπεται ότι:
"147. - (1) Ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασθείς τελούσε υπό κράτηση ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, υπολογίζεται εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε διατάξει διαφορετικά, ως μέρος του χρόνου της ποινής στην οποία αυτός υπόκειται.
(2) Αν η έφεση επιτραπεί και ακυρωθεί η καταδίκη, ο εφεσείοντας αφήνεται αμέσως ελεύθερος και οποιαδήποτε ήδη χρηματική ποινή που καταβλήθηκε επιστρέφεται.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα και να δώσει τέτοιες οδηγίες σε σχέση με την περαιτέρω διαδικασία και την κράτηση του εφεσείοντα ή την απόλυσή του με εγγύηση ή την αναστολή της πληρωμής οποιασδήποτε χρηματικής ποινής ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο."
Σύμφωνα με το συνήγορο, η πρόνοια στο εδάφιο (2) του άρθρου 147 για την επιστροφή ήδη καταβληθείσας χρηματικής ποινής όπου επέρχεται αθώωση, σημαίνει κατ΄ αναλογία και ότι αν επρόκειτο περί ποινής φυλάκισης, πιστώνεται ο αθωωθείς για το χρόνο που εξέτισε. Είναι πρόδηλο ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει τέτοια ερμηνεία.
Και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Προσθέτω όμως, σε σχέση γενικότερα με το υπό αναφορά παράπονο του αιτητή, πως στην περίπτωση του αφού η ποινή στην ποινική υπόθεση 5442/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου του επιβλήθηκε μετά την αθώωση του από το Εφετείο στην ποινική υπόθεση 8547/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, του παρασχέθηκε η δυνατότητα να θέσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς μετριασμό της ποινής στην πρώτη το ότι είχε πρόσφατα εκτίσει ποινή φυλάκισης σε κατηγορία στην οποία τελικά αθωώθηκε, κι αυτό ως παράγοντα σχετικό με τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν προβλέπεται άλλο πλαίσιο.Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ