ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1578
30 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛOI,
Eφεσείοντες-Eναγόμενοι,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΚΟΥΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Eφεσιβλήτων-Eναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10386)
Ακίνητη ιδιοκτησία — Πώληση με σύμβαση μέρους ακίνητης ιδιοκτησίας του πωλητή — Κατάθεση πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο —Άρνηση του πωλητή να προβεί σε ξεχωριστή εγγραφή — Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει το διορισμό άλλου κατάλληλου προσώπου να το πράξει — Άρθρο 3(ii) του περί Πωλήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε — Δεν τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος του εν λόγω Νόμου.
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο το Άρθρο 3 του περί Πωλήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζει το Άρθρο 23 παράγρ. 2 και 3 του Συντάγματος, και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, αγόρασαν 10 διαμερίσματα από τους εφεσείοντες-εναγομένους που αποτελούσαν μέρος της ιδιόκτητης πολυκατοικίας τους και κατέθεσαν τα πωλητήρια έγγραφα στο κτηματολόγιο βάσει των προνοιών του Άρθρου 3 του περί Πωλήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232. Με την αγωγή τους ζητούν την έκδοση διατάγματος βάσει του Άρθρου 3(1) του Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 96/97, με το οποίο να διορίζεται ένας από τους εφεσίβλητους για να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για λογαριασμό των εφεσειόντων, ώστε να υλοποιηθεί η έκδοση ξεχωριστών τίτλων για τα διαμερίσματα τα οποία στη συνέχεια να εγγραφούν επ' ονόματι των εφεσιβλήτων, μιας και όπως ισχυρίζονταν στην αγωγή τους, οι εφεσείοντες αρνούντο να το πράξουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αυτό προδικαστικά.
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε πως οι επίδικες διατάξεις δεν εφαρμόζονταν στην υπόθεση, γιατί ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ εφόσον τα αγοραπωλητήρια υπογράφτηκαν πολλά χρόνια πριν τη δημοσίευση του πιο πάνω τροποποιητικού Νόμου. Διαζευκτικά εισηγήθηκε ότι είναι αντισυνταγματικές επειδή παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εισηγήσεις των εφεσειόντων, οι οποίοι καταχώρησαν την παρούσα έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το περιεχόμενο και μόνο του πιο πάνω νομοθετήματος, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα, ώστε να τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος του. Η εφαρμογή τους ακολουθεί τη διάγνωση από το Δικαστήριο των δικαιωμάτων των διαδίκων. Ότι ελέχθη περί αναδρομικότητας από το δικηγόρο των εφεσειόντων, αποτελεί εσφαλμένη προσέγγιση των σχετικών νομικών κανόνων.
2. Η επίμαχη διάταξη δεν παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Αντίθετα προβλέπει τρόπο εφαρμογής της απόφασης του αρμόδιου Δικαστηρίου, όταν τούτο διαγνώσει, σε επίδικη διαφορά, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για έκδοση τίτλου στο όνομά του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Per Curiam: Η προδικαστική επίλυση των πιο πάνω ζητημάτων δεν θα επέφερε και την τελεσιδικία στην υπόθεση εφόσον εκκρεμεί η κρίση για το ισχυριζόμενο δικαίωμα των εφεσιβλήτων στην ιδιοκτησία των διαμερισμάτων, για να ακολουθήσει η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, αν αυτή είναι υπέρ της αξίωσης τους.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Evlogimenos a.o. v. Republic (1961) C.L.R. 139,
Chimonides v. Manglis (1966) 1 C.L.R. 125.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Eρωτοκρίτου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 23 Nοεμβρίου 1998 (Συνεκδ. Aγωγές 4641/97 - 4650/97) με την οποία κρίθηκαν αβάσιμες και απορρίφθηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις που πρόβαλαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι.
Aιμ. Θεοδούλου, για τους Eφεσείοντες.
Α. Κουκούνης με Γ. Κουκούνη, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ισχυρίζονται στην αγωγή τους πως το Νοέμβριο 1988 αγόρασαν από τους εφεσείοντες-εναγόμενους 10 διαμερίσματα, που αποτελούσαν μέρος ιδιόκτητης πολυκατοικίας των. Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν τα πωλητήρια έγγραφα στο κτηματολόγιο βάσει των προνοιών του άρθρου 3 του περί Πωλήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ.232. Ισχυρίζονται όμως στην αγωγή τους πως οι εφεσείοντες αρνούνται να πάρουν τα δέοντα διαβήματα, ώστε να εκδοθούν ξεχωριστοί τίτλοι των διαμερισμάτων που αγόρασαν, και να μεταβιβαστούν και εγγραφούν επ'ονόματι τους. Επικαλούμενοι τις διατάξεις του άρθρου 3(1) του Κεφ.232, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.96/97, ζητούν στην αγωγή τους όπως το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διορίζεται ένας από τους εφεσίβλητους, ο οποίος να προβεί σε όλα τα αναγκαία διαβήματα και ενέργειες για λογαριασμό των εφεσειόντων, ώστε να υλοποιηθεί η έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας για τα διαμερίσματα, τα οποία στη συνέχεια να εγγραφούν επ' ονόματι των εφεσιβλήτων.
Στις 13.1.98 ο δικηγόρος των εφεσειόντων καταχώρισε αίτηση με την οποία ζητούσε (α) τη συνένωση των 10 αγωγών, στις οποίες εναγόμενοι-εφεσείοντες είναι οι ίδιοι, και (β) την προκαταρκτική εκδίκαση τεσσάρων νομικών σημείων που εγείρουν στις εκθέσεις υπερασπίσεως των. Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων έφεραν ένσταση, αλλά το Δικαστήριο διέταξε τη συνένωση των αγωγών και την προκαταρκτική συζήτηση δυο από τις προδικαστικές ενστάσεις.
Η επίδικη διάταξη, που την εφαρμογή της επικαλούνται οι εφεσίβλητοι, περιέχεται, όπως είπαμε, στον τροποποιητικό νόμο του Κεφ.232, Ν.96/97, που δημοσιεύθηκε στις 5.12.97, και συγκεκριμένα στη δεύτερη από τις δύο πρόσθετες επιφυλάξεις που εισήγαγε. Τις παραθέτουμε αυτούσιες:
«Νοείται περαιτέρω, ότι, όταν η ακίνητη ιδιοκτησία που πωλείται με σύμβαση αποτελείται από τμήμα (άλλο από εξ αδιαιρέτου μερίδιο) ακίνητης ιδιοκτησίας του πωλητή και ο πωλητής υπαιτίως καθιστά ανέφικτη τη δημιουργία ξεχωριστής εγγραφής ή αμελεί ή αδικαιολόγητα αρνείται να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για τη δημιουργία ξεχωριστής εγγραφής ή στα αναγκαία διαβήματα για την εξασφάλιση των απαιτούμενων από οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο πιστοποιητικών, αδειών ή εγκρίσεων για τη δημιουργία ξεχωριστής εγγραφής της εν λόγω ιδιοκτησίας στο μητρώο του οικείου Επαρχιακού κτηματολογικού Γραφείου, το δικαστήριο δύναται με διάταγμα του -
(i) Να διατάξει τον υπόχρεο πωλητή να πράξει τούτο μέσα σε τακτή προθεσμία που το Δικαστήριο κρίνει εύλογη υπό τις περιστάσεις. ή
(ii) Να διορίσει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο κατά την κρίση του πρόσωπο με εξουσιοδότηση να υπογράφει για λογαριασμό και στο όνομα του υπόχρεου πωλητή κάθε αναγκαία αίτηση ή έγγραφο ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη και αναγκαία ενέργεια η οποία νομικά μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει από τον πωλητή με σκοπό τη δημιουργία της ξεχωριστής εγγραφής στο μητρώο του οικείου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου».
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγείται πως οι επίδικες διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση, γιατί ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, εφόσον τα αγοραπωλητήρια υπογράφτηκαν το 1988, πολλά δηλαδή χρόνια πριν τη δημοσίευση του πιο πάνω τροποποιητικού Νόμου. Διαζευκτικά εισηγείται πως είναι αντισυνταγματικές, επειδή παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ευσταθούσαν, γιατί δεν ετίθετο ζήτημα αναδρομικότητας του Νόμου, εφόσον οι υπο συζήτηση διατάξεις δεν επηρεάζουν κεκτημένα δικαιώματα. Ο Νόμος έχει μελλοντική ισχύ με περιεχόμενο καθαρά διαδικαστικό, προβλέπει δηλαδή πρακτικό τρόπο εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου. Έκρινε επίσης πως δεν παραβιάζονταν οι διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος, γιατί το επίμαχο νομοθέτημα δεν απολήγει με οποιοδήποτε τρόπο, στη στέρηση ή περιορισμό της ιδιοκτησίας, και, εν πάση περιπτώσει, σ΄αυτόν γίνεται ρύθμιση στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, χώρο που δεν καλύπτει το άρθρο 23, και προς τούτο ο Δικαστής έκανε αναφορά στις υποθέσεις Εvlogimenos and two others v. The Republic (1961) C.L.R. 139 και Chimonides v. Manglis (1966) 1 C.L.R. 125.
Η έφεση ασκήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης και ενώπιον μας επαναλήφθηκαν τα νομικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι μακροσκελής και εμπεριστατωμένη. Εμείς πιστεύουμε πως δεν χρειάζεται να μακρυγορήσουμε γιατί το ζήτημα είναι απλό. Να πούμε πρώτα πως συμφωνούμε με την τελική ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε τη γνώμη πως από το περιεχόμενο και μόνο του νομοθετήματος, που παραθέτουμε πιο πάνω, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα, ώστε να τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύς του. Η εφαρμογή τους ακολουθεί τη διάγνωση από το Δικαστήριο των δικαιωμάτων των διαδίκων. Αφού τούτο γίνει, προβλέπεται στο νομοθέτημα ο τρόπος εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με αυτή, με την εγγραφή της ιδιοκτησίας στα κτηματολογικά βιβλία στο όνομα του δικαιούχου. Ό,τι ελέχθη προς υποστήριξη της εισήγησης περί αναδρομικότητας από το δικηγόρο των εφεσειόντων αποτελεί εσφαλμένη προσέγγιση των σχετικών νομικών κανόνων.
Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο ζήτημα, της αντισυνταγματικότητας δηλαδή του νομοθετήματος. Δεν αντιλαμβανόμαστε κατά ποίο τρόπο η επίμαχη διάταξη επηρεάζει τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία. Αντίθετα, προβλέπει τρόπο εφαρμογής της απόφασης του αρμόδιου Δικαστηρίου, όταν τούτο διαγνώσει, σε επίδικη διαφορά, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για να εκδοθεί τίτλος στο όνομα του.
Τελειώνουμε με μια παρατήρηση. Μολονότι ο πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε πως τα πιο πάνω ζητήματα θα έπρεπε να συζητηθούν προδικαστικά, έχουμε τη γνώμη, και σύμφωνα με αυτά που αναφέρουμε πιο πάνω, πως η επίλυση των δυο αυτών ζητημάτων δεν θα επέφερε και την τελεσιδικία στην υπόθεση, εφόσον εκκρεμεί η κρίση για το ισχυριζόμενο δικαίωμα των εφεσιβλήτων στην ιδιοκτησία των διαμερισμάτων, για να ακολουθήσει η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου για την εκτέλεση της απόφασης της Δικαστηρίου, αν αυτή είναι υπέρ της αξίωσης τους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.