ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1241
30 Ιουλίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
UNITED SEA TRANSPORT CO. LTD.,
Εφεσείοντες,
v.
ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΑΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 8357)
Ναυτοδικείο — Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης — Ζημιά στο φορτίο — Ισχυρισμός για αμέλεια πλοιοκτητών και αντιπροσώπων τους κατά τη μεταφορά του φορτίου από λιμάνι του εξωτερικού σε Κυπριακό λιμάνι — Απόδοση ευθύνης και στους αντιπροσώπους χωρίς να αποδειχθεί ότι ήταν ένοχοι αμέλειας — Ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Οι πλοιοκτήτες του πλοίου "Αγία Ειρήνη", ενάγοντες αρ.2, ήγειραν αγωγή απαιτώντας ναύλο και έξοδα εκφόρτωσης για τη μεταφορά των επίπλων του εφεσίβλητου - εναγόμενου από το λιμάνι του Πειραιά στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Στην αγωγή των πλοιοκτητών συνενώθηκαν ως ενάγοντες αρ. 1 και οι εφεσείοντες ως αντιπρόσωποι των πλοιοκτητών στην Κύπρο. Ο εφεσίβλητος - ο οποίος δεν είχε παραλάβει τα έπιπλα αφού διαπίστωσε πως είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές και καταστράφηκαν - διεκδικούσε με ανταπαίτηση την αξία των επίπλων η οποία ανερχόταν σε £3.041,960 μιλς, τόκο 9%, £54,150 μιλς δικαιώματα τράπεζας και £1.520,980 μιλς διαφυγόν κέρδος. Υποστήριξε πως και οι δύο ενάγοντες ήταν υπεύθυνοι ως μεταφορείς του φορτίου σε σχέση με το οποίο τους καταλόγισε παράβαση σύμβασης για ασφαλή μεταφορά όπως και αμέλεια ή άλλη παράλειψη εκπλήρωσης νόμιμου καθήκοντος το οποίο όμως δεν προσδιόρισε.
Το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν απλώς ως αντιπρόσωποι των συνεναγόντων τους. Έπειτα προέβη σε εύρημα ότι τα έπιπλα έπαθαν ζημιές κατά τη μεταφορά τους με το πλοίο και απέρριψε την απαίτηση. Αναφορικά με την ανταπαίτηση, έκρινε ότι υπείχαν ευθύνη και οι εφεσείοντες, χωρίς να εξηγήσει γιατί. Ακολούθως εξέδωσε στην ανταπαίτηση απόφαση εναντίον και των δύο εναγόντων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόδοσης ευθύνης στους εφεσείοντες ως αντιπροσώπους. Υποστηρίχθηκε ότι η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ως εντολοδόχοι (bailees), είχαν αντίστοιχη υποχρέωση επιμέλειας, είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
Όπου ο αντιπρόσωπος παρανομεί, είναι ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία ενήργησε. Στην παρούσα υπόθεση όμως δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι οποιασδήποτε παρανομίας. Κατά συνέπεια η απόδοση ευθύνης σ' αυτούς από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη ζημιά στο φορτίο είναι εσφαλμένη.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Per Curiam: Οι εφεσείοντες δεν είχαν θέση στην αγωγή ως ενάγοντες αφού κανένα δικαίωμα δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες αρ. 1 κατά της πρωτόδικης απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Mαλαχτός, Δ.) που δόθηκε στις 29 Iανουαρίου, 1991 (Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 27/74) με την οποία αποδόθηκε ευθύνη σ' αυτούς ως αντιπροσώπους των εναγόντων αρ. 2 πλοιοκτητών για τη ζημιά που προκλήθηκε στα έπιπλα του εναγόμενου-εφεσίβλητου κατά τη μεταφορά τους από το λιμάνι του Πειραιά στο λιμάνι της Aμμοχώστου.
Γ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσείοντες.
Χρ. Χρυσάνθου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ασχολούμαστε με υπόθεση η οποία ξεκίνησε στο Ανώτατο Δικαστήριο πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Και τώρα είναι που φτάνει στο τέρμα. Παρόλον που είναι από τις απλούστερες. Η αγωγή καταχωρήθηκε τον Μάρτιο του 1974. Η διαδικασία συμπληρώθηκε με τη διεξαγωγή δίκης που τελείωσε τον Ιούλιο του 1981. Επιφυλάχθηκε η απόφαση. Και δόθηκε τον Ιανουάριο του 1991, δηλαδή, 9½ χρόνια αργότερα. Ειδοποίηση έφεσης καταχωρήθηκε το Φεβράρη του 1991. Προέκυψε όμως πρόβλημα σχετικά με την ετοιμασία των πρακτικών λόγω αφυπηρέτησης της στενογράφου, πρόβλημα για το οποίο το Πρωτοκολλητείο κατέβαλε επί μακρόν προσπάθειες να επιλύσει. Ως αποτέλεσμα, η έφεση ορίστηκε για προδικασία τον Ιανουάριο του 1999, σχεδόν 8 χρόνια αργότερα. Οι συνήγοροι δήλωσαν τότε ότι τελικά δεν θα χρειάζονταν τα πρακτικά. Δόθηκαν ακολούθως οι αναγκαίες οδηγίες για την ακρόαση. Η οποία ορίστηκε μόλις καταχωρήθηκαν τα περιγράμματα και διεξήχθη στις 3 Ιουνίου 1999.
Οι περιστάσεις από τις οποίες προέκυψε η αγωγή μπορεί να εκτεθούν με συντομία. Οι ενάγοντες αρ. 2, πλοιοκτήτες του πλοίου "Αγία Ειρήνη", ανέλαβαν τη μεταφορά, από το λιμάνι του Πειραιά στο λιμάνι της Αμμοχώστου, επίπλων που ο εφεσίβλητος - εναγόμενος στην αγωγή - αγόρασε από την Ελλάδα. Τα έπιπλα φορτώθηκαν σε καλή κατάσταση στο πλοίο στις 28 Δεκεμβρίου 1973 και έφτασαν στις 6 Ιανουαρίου 1974. Οπότε ξεφορτώθηκαν και τοποθετήθηκαν σε αποθήκη - ανοιχτό υπόστεγο - του τελωνείου.
Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε όμως να τα παραλάβει γιατί, όταν τα επιθεώρησε, διαπίστωσε πως είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές και καταστράφηκαν. Η θέση του ήταν ότι οι ζημιές προκλήθηκαν κατά τη μεταφορά τους με το πλοίο. Επομένως, όχι μόνο αρνείτο να πληρώσει το ναύλο, ύψους £1.404,450 μιλς συν £13,150 μιλς έξοδα εκφόρτωσης, αλλά και διεκδικούσε την αξία των επίπλων η οποία ανερχόταν σε £3.041,960 μιλς, τόκο 9%, £54,150 μιλς δικαιώματα τράπεζας και £1.520,980 μιλς διαφυγόν κέρδος.
Στην αγωγή των πλοιοκτητών συνενώθηκαν μαζί τους, ως ενάγοντες αρ. 1, και οι εφεσείοντες οι οποίοι, ως αντιπρόσωποι των ιδιοκτητών στην Κύπρο, κατέβαλαν εκ μέρους τους τα τέλη εκφόρτωσης, ειδοποίησαν τον εφεσίβλητο να παραλάβει τα έπιπλα και μετά, όταν προέκυψε η διαφορά, διεξήγαγαν κάποια αλληλογραφία με το δικηγόρο του. Είναι προφανές ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν θέση στην αγωγή ως ενάγοντες αφού κανένα δικαίωμα δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν: βλ. το άρθρο 190 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Ο εφεσίβλητος αντέκρουσε, με την υπεράσπιση του, την απαίτηση και υπέβαλε ανταπαίτηση για τη δική του ζημιά. Προέβαλε πως και οι δύο ενάγοντες ήταν υπεύθυνοι ως μεταφορείς του φορτίου σε σχέση με το οποίο τους καταλόγισε παράβαση σύμβασης για ασφαλή μεταφορά όπως και αμέλεια ή άλλη παράλειψη εκπλήρωσης νόμιμου καθήκοντος το οποίο όμως δεν προσδιόρισε.
Το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν απλώς ως αντιπρόσωποι των συνεναγόντων τους. Έπειτα προέβη σε εύρημα ότι "τα έπιπλα εφορτώθησαν επί του πλοίου σε καλή κατάσταση και η ζημιά σε αυτά προκλήθηκε μεταξύ της 28ης Δεκεμβρίου 1973, ημέρα φόρτωσης των, και 6ης Ιανουαρίου 1974 ημέρα της άφιξης του πλοίου στην Αμμόχωστο". Ως εκ τούτου απέρριψε την απαίτηση. Εν συνεχεία έκρινε, ως προς την ανταπαίτηση, ότι υπέχουν ευθύνη και οι εφεσείοντες χωρίς όμως να εξηγήσει γιατί. Είπε σχετικά τα εξής:
"Οι ενάγοντες ως εντολοδόχοι (bailees) δεν είναι μόνο υπεύθυνοι για τη ζημιά που προξενήθηκε στα πιο πάνω έπιπλα, αλλά επίσης δεν δικαιούνται στην πληρωμή ναύλου για τη μεταφορά των στην Αμμόχωστο."
Ακολούθως, αφού καθόρισε την αποζημίωση στην οποία εδικαιούτο ο εφεσίβλητος, εξέδωσε στην ανταπαίτηση απόφαση εναντίον και των δύο εναγόντων - πλοιοκτητών και αντιπροσώπων - αλληλεγγύως και κεχωρισμένως.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόδοσης ευθύνης στους εφεσείοντες ως αντιπροσώπους. Το πρωτόδικο λάθος είναι, κατά την άποψη μας, πρόδηλο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε όμως την απόφαση. Θεωρούμε ως εκ τούτου χρήσιμο να προσθέσουμε λίγα λόγια. Εισηγήθηκε κατ' αρχάς ότι εάν ο εφεσίβλητος στηριζόταν σε μόνο παράβαση συμφωνίας, δεν θα μπορούσε πράγματι να είχε ευθύνη αλλά εδώ η ανταπαίτηση στηριζόταν και σε "αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος". Παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα Bowstead on Agency 13η Έκδ. σελ. 427. Είναι βέβαια ορθό ότι όπου ο αντιπρόσωπος παρανομεί, είναι ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία ενήργησε. Η παρούσα δεν ήταν όμως μια τέτοια περίπτωση. Δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι οποιασδήποτε παρανομίας. Σύμφωνα με το πρωτόδικο εύρημα, οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με ό,τι προκάλεσε τη ζημιά. Έπειτα, ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, ενώ το Δικαστήριο χαρακτήρισε και τους εφεσείοντες ως θεματοφύλακες (bailees), που σήμαινε ότι είχαν αντίστοιχη υποχρέωση επιμέλειας όπως ορίζει το άρθρο 109 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι εφεσείοντες δεν το αμφισβήτησαν αυτό. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Πρέπει να πούμε, με εκτίμηση βέβαια, ότι κατά την αντίληψη μας η αμφισβήτηση της εν λόγω πρωτόδικης θεώρησης αποτελεί τον κεντρικό άξονα της παρούσας έφεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση, σε ό,τι αφορά τους εφεσείοντες, παραμερίζεται.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.