ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1038
9 Iουλίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
Δ. ΜΕΡΚΕΖΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΟΝΟΥΦΡΙΟY ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΑΝΤΩΝΗ Ν. ΛΕΜΗ,
Eφεσιβλήτων,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΤΣΙΜΟΝ (AΠOBIΩΣANTA).
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9918)
Εταιρείες — Εταιρεία υπό εκκαθάριση — Κατά πόσο οι μέτοχοι και οι διευθυντές είχαν δικαίωμα να ακουστούν σε συμβιβασμό, ο οποίος εγκρίθηκε από το Δικαστήριο, μεταξύ του Επίσημου Παραλήπτη και των πιστωτών εταιρείας υπό εκκαθάριση — Τι συνεπάγεται η έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης για τους διευθυντές εταιρείας — Ποία η ενδεδειγμένη διαδικασία για προσβολή πράξης ή απόφασης του Εκκαθαριστή.
Λέξεις και Φράσεις — "Συνεισφορέας" στο Άρθρο 205 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Οι εφεσείοντες, μέτοχοι και διευθυντές της Lindos Constructions Ltd., η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση με διαταγή του Δικαστηρίου, εφεσίβαλαν την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε ο συμβιβασμός ο οποίος επήλθε μεταξύ της Επίσημου Παραλήπτου και των πιστωτών της εταιρείας. Υποστήριξαν ότι είχαν δικαίωμα να ακουστούν και ότι η παραβίαση του καθιστούσε τη διαδικασία άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και των εχέγγυων της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2.3 του Συντάγματος.
Στην αγόρευση τους υποστήριξαν ότι το Άρθρο 198 του Κεφ. 113 τους παρείχε δικαίωμα να ακουστούν σε συμβιβασμό ο οποίος εγκρίνεται βάσει των διατάξεων του.
Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης αφορούσαν την ουσία του συμβιβασμού ο οποίος έγινε, και τις ενστάσεις των εφεσειόντων σ' αυτό, καθώς και στο διορισμό του εφεσίβλητου 2, ως εκτελεστή του συμβιβασμού.
Η εφεσίβλητη 1, η Επίσημος Παραλήπτης, υποστήριξε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν θέση (locus staudi), στη διαδικασία. Ο συμβιβασμός που πραγματοποιήθηκε ήταν μεταξύ της εταιρείας και των πιστωτών και όχι μεταξύ της εταιρείας και των μελών της που είναι η δεύτερη κατηγορία συμβιβασμού που προβλέπεται από το Άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση της Επίσημου Παραλήπτου είναι ορθή. Αντίθετα προς την εισήγηση των εφεσειόντων, το Άρθρο 198 του Κεφ. 113, δεν τους παρείχε δικαίωμα να ακουστούν στο συμβιβασμό μεταξύ της εταιρείας και των πιστωτών. Μετά το διορισμό του Εκκαθαριστή, αποκλειστική ευθύνη για τη διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας και των υποθέσεων της έχει ο ίδιος.
2. Η διαδικασία για την προσβολή πράξης ή απόφασης Εκκαθαριστή είναι μέσω αίτησης η οποία προβλέπεται από το Άρθρο 234(5) του Κεφ. 113.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Union Insurance [1972] 1 W.L.R. 640,
Chapmans's Case [1886] L.R. 1 Eq. 346,
Fowler v. Broad's Patent Night Light Co. [1893] 1 Ch. 724,
Mawcon Ltd. [1969] 1 W.L.R. 78,
Windsor Steam Coal Company (1901) Limited [1928] 1 Ch. 609.
Έφεση.
Έφεση κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Aρέστη, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 265/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου, 1995 για το διορισμό διαχειριστών σε αντικατάσταση της διαχειρίστριας λόγω του θανάτου της.
Α. Ταλιαδώρος, για τους Eφεσείοντες.
Δ. Αραούζος, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Γεώργιος Τσίμον απεβίωσε στις 6.6.92. Διαχειρίστρια της περιουσίας του διορίστηκε η σύζυγός του, η Αγνή Τσίμον. Εγγραφα διαχείρισης χορηγήθηκαν σ' αυτή με διαταγή του Δικαστηρίου της 2.10.1992. Τρία περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της απεβίωσε και η ίδια, στις 18.6.1995 χωρίς να έχει διεκπεραιώσει τη διαχείριση.
Στις 19.9.1995 οκτώ άτομα διεκδικούντα κληρονομικό μερίδιο στην περιουσία του Γεωργίου Τσίμον, οι εφεσείοντες, αξίωσαν με αίτησή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως διοριστούν δύο κατονομαζόμενα πρόσωπα ως διαχειριστές της περιουσίας του Γεωργίου Τσίμον σε αντικατάσταση της διαχειρίστριας εκλειπούσας.
Το αίτημα υποβλήθηκε με αίτηση διά κλήσεως η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση απευθυνόταν μεταξύ άλλων και στους κατονομαζόμενους στη διαθήκη της Αγνής Τσίμον εκτελεστές, οι οποίοι έφεραν ένσταση στο αίτημα των εφεσειόντων. Στην ένστασή τους η οποία καταχωρήθηκε στις 15.12.95 ήγειραν, εκτός από αντιρρήσεις στο διορισμό των προταθέντων διαχειριστών, ενστάσεις και στο παραδεκτό της αίτησης της 19.9.1995. Και με την αίτησή τους που ακολούθησε της 9.1.1996 οι καθ' ων η αίτηση ζήτησαν όπως το Δικαστήριο επιληφθεί προδικαστικά των ενστάσεών τους επικαλούμενοι προς τούτο την Δ.27 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στο αίτημά τους έφεραν ένσταση οι εφεσείοντες οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα επίκλησης της Δ.27 θ.1 σε διαδικασία άλλη από εκείνη που άρχεται με αγωγή στην οποία οι εκατέρωθεν θέσεις στοιχειοθετούνται με δικόγραφα.
Το Δικαστήριο αφού άκουσε τους διαδίκους στην αίτηση της 9.1.1996 του δημιουργήθηκαν σοβαρά ερωτηματικά κατά πόσο η αρχική αίτηση της 19.9.1995 συνιστούσε παραδεκτό δικονομικό μέσο για την έγερση και επίλυση του επίδικου θέματος, δηλαδή του διορισμού διαχειριστών σε αντικατάσταση της αποβιώσασας διαχειρίστριας. Αφού έδωσε την ευκαιρία στα δύο μέρη να ακουστούν, όπως επιβαλλόταν (Bλ. Gbangbola v. Smith & Sherriff [1998] 2 All E.R. 730, 740), επί του θέματος το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αίτηση της 19.9.1995 δεν αποτελούσε τελέσφορο δικονομικό μέσο για το διορισμό διαχειριστών. Εκρινε ότι η αντικατάσταση διαχειριστή όπως και ο διορισμός του μπορεί να επιδιωχθεί μόνο με τον τρόπο και τα μέσα που προβλέπονται από τους περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Κανονισμούς του 1955 (βλ. κ.9 (τύπος 1)). Ούτε η διαδικασία μπορούσε να περισωθεί με αναφορά στις διατάξεις της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ενόψει των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο θεώρησε την αίτηση των εφεσειόντων ατελέσφορη και τη διαδικασία εξ αρχής άκυρη. Η κατάληξη του Δικαστηρίου περιλαμβάνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:
"Σαν αποτέλεσμα η αίτηση ημερ. 19.9.95 φαίνεται να είναι ανύπαρκτη διότι δεν θέτει σε λειτουργία τη διαδικασία την οποία σκοπούσε να προωθήσει η οποία ήταν η επίλυση της διαφοράς αναφορικά με το θέμα του κατάλληλου να διοριστεί νέου διαχειριστή. Η αίτηση και η διαδικασία που έθεσε σε λειτουργία είναι άκυρη και ανύπαρκτη. Η αίτηση απορρίπτεται."
Το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση για δύο λόγους, τους ακόλουθους:
1. To πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι είναι ανύπαρκτη και άκυρη η αίτηση ημερομηνίας 19.9.95 για αντικατάσταση, διαρκούσης της διαχείρισης, της διαχειρίστριας, η οποία έπαυσε να ενεργεί ως διαχειρίστρια λόγω του θανάτου της.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε μόνο την Αίτηση ημερομηνίας 9.1.96 με την οποία οι Καθ' ων η Αίτηση στην Αίτηση ημερ. 19.9.1995 ζητούσαν την προκαταρκτική εκδίκαση ορισμένων νομικών κατά τους ισχυρισμούς τους σημείων.
Στο αιτιολογικό του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η αίτηση της 19.9.1995 αποτελούσε έγκυρο μέσο για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για το διορισμό διαχειριστή. Και αναπτύσσεται επιχειρηματολογία ότι η απόφαση του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου είναι εσφαλμένη.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Με την εγκατάλειψη και απόρριψή του, υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι, κατέρρευσε και το θεμέλιο της έφεσης. Από μια άποψη αυτό είναι σωστό. Η έφεση στρεφόταν κατά της απόφασης του Δικαστηρίου βάσει της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της 19.9.1995, διαβήματος με εναρκτήριο χαρακτήρα. Με την εγκατάλειψη του λόγου 1, δηλαδή της προσβολής της ορθότητας της απόφασης εκείνης, καθίσταται άνευ σημασίας η θεώρηση οποιουδήποτε μεταγενέστερου ενδιάμεσου μέτρου που λήφθηκε στο πλαίσιο της άκυρης διαδικασίας. Θα μπορούσε βέβαια θεωρητικά να προβληθεί ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία στο στάδιο που το έπραξε να εκδώσει απόφαση για το έγκυρο της εναρκτήριας αίτησης (αίτηση 19.9.1995). Αυτό όμως δεν είναι το επίδικο θέμα του λόγου 2. Ο προσδιορισμός της βάσης του (λόγος 2) είναι όντως διφορούμενος. Διασαφηνίζεται όμως το αντικείμενό του από την αιτιολογία που τον υποστηρίζει και η οποία περιορίζεται στο απαράδεκτο της αίτησης της 9.1.1996 επειδή δεν τυγχάνει εφαρμογής η Δ.27 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε διαδικασία άλλη από διαδικασία η οποία στοιχειοθετείται με την ανταλλαγή δικογράφων. Επομένως κατά τους εφεσείοντες η αίτηση της 9.1.1996 έπρεπε να απορριφθεί.
Ο λόγος έφεσης 2 δεν αποβλέπει στον παραμερισμό της απόφασης που προσβάλλεται με αναφορά στο στάδιο ή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε. Συνεπώς αποδοχή του λόγου 2 αφήνει άθικτη την απόφαση ουσίας η οποία εκκαλείται με την έφεση. Ο λόγος 2 δεν είναι διαζευκτικός αλλά συμπληρωματικός του λόγου 1 της έφεσης. Με τον λόγο 1 επιδιωκόταν ο παραμερισμός της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η αποκατάσταση της αίτησης της 19.9.1995 ως έγκυρου διαβήματος. Είναι ως επακόλουθο αυτής της αποκατάστασης που ζητείται με τον λόγο έφεσης 2 η απόρριψη της αίτησης της 9.1.1996, ενταγμένης στο πλαίσιο της διαδικασίας που σηματοδότησε η εναρκτήρια αίτηση της 19.9.1995. Με την αποκήρυξη της κυρίως αίτησης ως άκυρης καθίσταται άνευ σημασίας η τύχη οποιουδήποτε παρεπόμενου μέτρου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκείνης. Είναι επομένως ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι με την απόρριψη του λόγου 1 η έφεση απώλεσε το αντικείμενό της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.