ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 963
24 Iουνίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΣΙΚΚΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10145)
Επιταγή — Απόπειρα εξαργύρωσης επιταγών, κακή τη πίστει και εν γνώσει ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν.
Λέξεις και Φράσεις — "Κάτοχος επιταγής" στο σύγγραμμα Chalmers on Bills of Exchange —Υποδηλώνει τον νομίμως κατέχοντα την επιταγή ή τον κάτοχο της στη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Ο εφεσείων ανέθεσε την εκτέλεση οικοδομικής εργασίας στο σύζυγο της εφεσίβλητης με τον οποίο η ίδια τελούσε σε διάσταση. Η αξία της εργασίας συμφωνήθηκε σε £1300 από τις οποίες ποσό £400 καταβλήθηκε ως προκαταβολή ενώ το υπόλοιπο θα καταβαλλόταν μετά την αποπεράτωση της εργασίας. Ο σύζυγος εγκατέλειψε το έργο αφήνοντας την εργασία ημιτελή. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν η εφεσίβλητη, συνοδευόμενη από δύο άντρες επισκέφθηκε τον εφεσείοντα, ζητώντας του να καταβάλει στην ίδια το υπόλοιπο της αμοιβής του συζύγου της, διεκτραγωδώντας την άθλια οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Ο εφεσείων αρνήθηκε. Ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ του εφεσείοντα και των συνοδών της εφεσίβλητης και τελικά ο εφεσείων συγκατάνευσε να καταβάλει μεταχρονολογημένες επιταγές στο όνομα του συζύγου, το υπόλοιπο της αμοιβής, υπό τον όρο ότι η εφεσίβλητη θα συμπλήρωνε την εργασία, μέσα σε δέκα μέρες, όρο τον οποίο η ίδια αποδέχθηκε εγγράφως. Σε αντίθετη περίπτωση οι επιταγές θα ακυρώνονταν. Η εφεσίβλητη χωρίς να εκτελέσει οποιοδήποτε μέρος της συμφωνηθείσας εργασίας παρουσίασε τις επιταγές στην τράπεζα προς εξόφληση. Για τη μια ανακλήθηκε η εντολή του εκδότη, ενώ η δεύτερη δεν μπορούσε να εξοφληθεί λόγω έλλειψης χρημάτων στο λογαριασμό.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή θεμελιούμενη στις δύο επιταγές και στην παράλειψη του εφεσείοντα να τις τιμήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τη θεώρησε ως καλόπιστο κάτοχο των επιταγών υπέρ της οποίας οπισθογραφήθηκαν από τον προς ον η πληρωμή και εξέδωσε απόφαση υπέρ της.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υποστήριξε ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται το δίκαιο του πράγματος και απολήγουν σε κακή εφαρμογή του νόμου.
Αποφασίστηκε ότι:
Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη κατείχε τις επιταγές κακή τη πίστει γνωρίζοντας ότι το αντάλλαγμα για το οποίο παρασχέθηκαν δεν είχε δοθεί. Το γεγονός ότι οι επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα του συζύγου της δεν την αποστασιοποιούν από τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκδοση τους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν. Δεν είχε δικαίωμα να τις εξαργυρώσει ούτε να εισπράξει το ποσό που αντιπροσώπευαν.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 27/11/97 (Aγωγή Aρ. 1595/94) με την οποία εξέδωσε υπέρ της ενάγουσας απόφαση για το ποσό των δύο επιταγών τις οποίες της κατέβαλε ο εναγόμενος προς αυτήν και οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα προς εξαργύρωση δεν ετιμήθηκαν.
E. Kορακίδης, για τον Eφεσείοντα.
Π. Aγγελίδης, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι υπό αμφισβήτηση. μόνο τα συμπεράσματά του προσβάλλονται, ιδίως ως προς τις νομικές συνέπειες που επάγονται. Κατά τον εφεσείοντα, τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, εμφανώς αντιστρατεύονται το δίκαιο του πράγματος και απολήγουν σε κακή εφαρμογή του νόμου. Αντίθετα, η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα είναι δίκαιο και νομικά επιβεβλημένο.
Αρχίζουμε με τα γεγονότα, που συνθέτουν το υπόβαθρο της διαφοράς, σε συνάρτηση με την απόφαση που εκκαλείται. Ο εφεσείων ανέθεσε την εκτέλεση οικοδομικής εργασίας στο σύζυγο της εφεσίβλητης, με τον οποίο η ίδια τελούσε σε διάσταση. Η αξία της εργασίας συμφωνήθηκε σε £1.300,00. Ποσό £400,00 καταβλήθηκε στο σύζυγο ως προκαταβολή, ενώ το υπόλοιπο (£900,00) θα καταβαλλόταν, όπως συμφωνήθηκε, μετά την αποπεράτωση της εργασίας. Ο σύζυγος εγκατέλειψε το έργο και άφησε την εργασία ημιτελή. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο εφεσείων δέχτηκε την επίσκεψη της συζύγου του, της εφεσίβλητης, συνοδευόμενης από δύο άντρες. Η εφεσίβλητη ζητούσε επίμονα από τον εφεσείοντα να καταβάλει στην ίδια το υπόλοιπο της αμοιβής του συζύγου της, διεκτραγωδώντας την άθλια οικονομική κατάσταση της οικογένειας, με έμφαση στο χρέος που βάρυνε την οικογενειακή κατοικία. Ο εφεσείων αρνήθηκε την απαίτησή της, υποδεικνύοντας ότι ο σύζυγός της δεν αποπεράτωσε την εργασία, ώστε να δικαιούται στην καταβολή του υπολοίπου της αμοιβής του. Εφόσον εκτελείτο η εργασία, ο εφεσείων εξέφρασε την ετοιμότητά του να αποπληρώσει την οφειλή του προς το σύζυγο της εφεσίβλητης. Ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ του εφεσείοντα και των συνοδών της εφεσίβλητης, η παρουσία των οποίων, όπως φαίνεται, σκοπούσε να δώσει πυγμή στις απαιτήσεις της τελευταίας. Τελικά, ο εφεσείων συγκατένευσε να καταβάλει με μεταχρονολογημένες επιταγές στο όνομα του συζύγου το υπόλοιπο της αμοιβής του, υπό τον όρο ότι η εφεσίβλητη θα συμπλήρωνε την εργασία, όρο τον οποίο η ίδια αποδέχτηκε εγγράφως - (Τεκμήριο 3). Η συμφωνία για την παράδοση των επιταγών στην εφεσίβλητη έγινε στην παρουσία γείτονα, ο οποίος παρέστη μάρτυς της συμπλοκής και εξιστόρησε τα διαδραματισθέντα στο Δικαστήριο. Με τη συμφωνία που έγινε, η εφεσίβλητη ανέλαβε να αποπερατώσει η ίδια την εργασία, σύμφωνα με το υπάρχον αρχιτεκτονικό σχέδιο, μέσα σε δέκα μέρες. Σε αντίθετη περίπτωση, συμφωνήθηκε ρητώς και αναγράφηκε στο κείμενο του εγγράφου ότι οι επιταγές θα ακυρώνονταν - («θα γίνουν cancel»).
Αφού εξασφάλισε την οπισθογράφηση της επιταγής από το σύζυγό της, η εφεσίβλητη, χωρίς να εκτελέσει οποιοδήποτε μέρος της συμφωνηθείσας εργασίας, παρουσίασε τις επιταγές στην τράπεζα προς εξόφληση. Για τη μια από τις δύο ανακλήθηκε η εντολή του εκδότη, ενώ η δεύτερη δεν μπορούσε να εξοφληθεί, λόγω έλλειψης χρημάτων στο λογαριασμό.
Με αυτά τα ευρήματα υπόψη, η πρωτόδικος Δικαστής δικαίωσε την εφεσίβλητη σε αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, θεμελιούμενης στις δύο επιταγές και στην παράλειψη του εφεσείοντα να τις τιμήσει. Θεώρησε την εφεσίβλητη ως καλόπιστο κάτοχο των επιταγών - (holder in due course) - υπέρ της οποίας οπισθογραφήθηκαν από τον προς ον η πληρωμή (payee), το σύζυγό της. Καθοδήγηση ως προς τα δικαιώματα καλόπιστου κατόχου επιταγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε από το έργο Halsbury's Laws of England, Third Edition, Volume 3, p. 161, para. 258. Εξηγείται, μεταξύ άλλων, ότι η ιδιότητα του καλόπιστου κατόχου της επιταγής ταυτίζεται με την επίδειξη καλής πίστης και την παροχή ανταλλάγματος. Τονίζεται ότι η διαπραγμάτευση της επιταγής, κακή τη πίστει, αποστερεί τον κάτοχο νομίμου δικαιώματος εξαργύρωσής της.
Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη κατείχε τις επιταγές κακή τη πίστει, γνωρίζοντας ότι το αντάλλαγμα για το οποίο παρασχέθηκαν δεν είχε δοθεί. Το γεγονός ότι οι επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα του συζύγου της, δεν την αποστασιοποιούν από τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκδοσή τους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες της χορηγήθηκαν. Όρος της παράδοσης των επιταγών ήταν η εκτέλεση από την ίδια της συμφωνηθείσας εργασίας μέσα στην ταχθείσα προθεσμία. Εμφανώς η μεταχρονολόγηση των επιταγών σκοπούσε να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης, πριν αυτές καταστούν πληρωτέες. Σε περίπτωση παράλειψης, οι επιταγές θα ακυρώνονταν. Η εφεσίβλητη, ούσα ενήμερη ότι δεν εκπληρώθηκαν οι όροι για τους οποίους δόθηκαν οι επιταγές, αποπειράθηκε να τις εξαργυρώσει, αφού εξασφάλισε την οπισθογράφησή τους από το σύζυγο, κακή τη πίστει και χωρίς να καταβάλει το συμφωνηθέν αντάλλαγμα.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Chalmers on Bills of Exchange, Thirteenth Edition, p. 8, ο όρος «κάτοχος επιταγής» υποδηλώνει τον νομίμως κατέχοντα την επιταγή ή τον κάτοχό της στη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Καταλήγουμε ότι η εφεσίβλητη δεν κατείχε τις επιταγές καλή τη πίστει και γνώριζε ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν, επαγόμενες την αναίρεση της εντολής του εκδότη. Δεν είχε δικαίωμα να τις εξαργυρώσει ούτε να εισπράξει το ποσό που αντιπροσώπευαν.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.