ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 488
19 Aπριλίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Eφεσείων-Eναγόμενος,
ν.
ΣΑΛΒΑΤΟΡ ΜΑΡΤΙΝΕΖ,
Eφεσίβλητου-Eνάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10030)
Αμέλεια —Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά όταν γραπώθηκε με τα χέρια και τα πόδια του κάτω από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα — Επιμερισμός ευθύνης πρωτόδικα 2/3 για τον εφεσίβλητο και 1/3 για τον εφεσείοντα — Αποφασίσθηκε κατ' έφεση ότ ο εφεσείων δεν έφερε καμία ευθύνη.
Αστικά αδικήματα — Αμέλεια — Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Λέξεις και Φράσεις — "Η κρίση του αγαθού ανδρός" όπως αποδόθηκε από τον Ποιητή Οδ. Ελύτη — Είναι η αυτονόητη σε κάθε ανεπτυγμένο άνθρωπο αίσθηση της συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:
Οι διάδικοι ήταν φίλοι και το απόγευμα που συνέβηκε το ατύχημα επισκέφθηκαν δύο μπυραρίες, η δεύτερη ήταν στην οδό Βασιλίσσης Φρειδερίκης στη Λευκωσία. Το ατύχημα στο οποίο ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και παρέμεινε παραπληγικός, συνέβηκε όταν ο εφεσείων ήθελε να φύγει από τον τόπο που βρισκόταν όλη η παρέα και ο εφεσίβλητος σκέφθηκε να τον αστειευθεί και ταυτόχρονα να τον εμποδίσει να φύγει, ξαπλώνοντας μέσα στο δρόμο μπροστά από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο τελευταίος προχώρησε προς τον ξαπλωμένο εφεσίβλητο και σταμάτησε σε απόσταση 50 εκ. από αυτόν. Ο εφεσίβλητος δεν μετακινήθηκε από το δρόμο. Ο εφεσείων αποφάσισε τότε να οδηγήσει προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια να βρει παράδρομο στην Οδό Βασιλίσσης Φρειδερίκης, ώστε να μπει σ' αυτή και να φύγει. Το πλάτος του δρόμου δεν του επέτρεπε να φύγει από τα πλευρά του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος όμως γραπώθηκε με τα χέρια και τα πόδια του κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Ο εφεσείων δεν το αντελήφθηκε αυτό γιατί κοίταζε πίσω. Όταν δεν βρήκε παράδρομο να στρίψει, γύρισε το βλέμμα μπροστά και διαπίστωσε πως ο εφεσίβλητος δεν ήταν στο δρόμο. Υπέθεσε πως είχε μετακινηθεί. Αποφάσισε τότε να προχωρήσει ευθεία. Σ' αυτή ακριβώς τη στιγμή ο εφεσίβλητος απελευθέρωσε τα χέρια και τα πόδια του από τον προφυλακτήρα, προφανώς για να φύγει. Η κίνηση αυτή του εφεσίβλητου έγινε ταυτόχρονα με την εμπρόσθια κίνηση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, που δυστυχώς πέρασε πάνω από το κορμί του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσείων ήταν υπεύθυνος αμέλειας κατά 1/3 και ο εφεσίβλητος κατά 2/3.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη:
Αποφασίστηκε:
1. Η πρωτόδικη απόφαση, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων της υπόθεσης, είναι εσφαλμένη. Σύμφωνα με αυτά, ο εφεσείων είχε πάντα στο οπτικό του πεδίο τον ξαπλωμένο εφεσίβλητο, γι' αυτό εξ άλλου σταμάτησε πίσω του κατά 50 εκ. Ανέμενε δε να σηκωθεί, ώστε να προχωρήσει να φύγει. Όταν τούτο δεν έγινε, ο εφεσείων προσπάθησε να φύγει προς τα πίσω. Όταν κοίταξε ξανά μπροστά, ο εφεσίβλητος δεν ήταν στο δρόμο, γι' αυτό και προχώρησε μπροστά να φύγει. Ήταν ακριβώς αυτή τη στιγμή που ο εφεσίβλητος άφησε τα χέρια και τα πόδια του και έπεσε στην άσφαλτο, για να μετακινηθεί, οπόταν και κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
2. Ένας λογικός και συνετός οδηγός, ενόψη των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, δεν θα έπρεπε να υποθέσει, επειδή ο εφεσίβλητος δεν ήταν πλέον στο δρόμο, πως αυτός ήταν γαντζωμένος κάτω από το αυτοκίνητο του. Ως εκ τούτου δεν είναι υπεύθυνος για αμέλεια.
Η έφεση επιτράπηκε.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 3 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 8903/91) με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 1 το ποσό των £45,583 ειδικές και γενικές αποζημιώσεις πλέον τόκους λόγω δυστυχήματος από το οποίο παρέμεινε παραπληγικός.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Eφεσείοντα.
Λ .Ιωαννίδης για Ρ. Σχίζα, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι συνέπειες της ευθυμίας και διάθεσης για αστεϊσμό του εφεσίβλητου-ενάγοντος ήσαν τραγικές για τον ίδιο. Κατέληξαν σε δυστύχημα από το οποίο παρέμεινε παραπληγικός. Τα γεγονότα της υπόθεσης, που δεν αμφισβητούνται, ακολουθούν. Στις 12.3.90 ο εφεσίβλητος, παρέα με τους κοινούς φίλους Stuard Briand, Ματθαίο Αντωνίου - εφεσείοντα/εναγόμενο και κάποιο Τόνη, επισκέφθηκαν δυο μπυραρίες, η δεύτερη ήταν η Four Oaks στην οδό Βασιλίσσης Φρειδερίκης στη Λευκωσία. Αργά το απόγευμα, γύρω στις 6.30μ.μ., ο εφεσείων αποφάσισε να φύγει για να πάει να ασκηθεί στο τρέξιμο. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, τύπου Land Rover UH630, που ήταν σταθμευμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, και μετά από οδήγηση με οπίσθια κατεύθυνση ευθυγράμμισε το αυτοκίνητο του στο δρόμο για να πάει μπροστά. Ο εφεσίβλητος, όπως ο ίδιος ανέφερε στην κατάθεση του, σκέφτηκε να αστειευθεί τον εφεσείοντα και ταυτόχρονα να τον εμποδίσει να εγκαταλείψει την παρέα. Γι' αυτό και ξάπλωσε μέσα στο δρόμο μπροστά από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο τελευταίος προχώρησε με το αυτοκίνητο του προς τον ξαπλωμένο εφεσίβλητο και σταμάτησε σε απόσταση 50 εκ. απ΄αυτόν. Ο εφεσίβλητος όμως δεν μετακινήθηκε από το δρόμο. Ο εφεσείων αποφάσισε τότε να οδηγήσει προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια να βρει παράδρομο στην οδό Βασιλίσσης Φρειδερίκης, ώστε να μπει σ' αυτή και να φύγει. Το πλάτος του δρόμου δεν του επέτρεπε να φύγει από τα πλευρά του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος όμως γραπώθηκε με τα χέρια και τα πόδια του κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Να σημειώσουμε εδώ πως ήταν επαγγελματίας - αναβάτης δρομώνων ίππων, και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε βάρος 53 κιλά. Ο εφεσείων δεν είδε, μήτε αντιλήφθηκε το γάντζωμα του εφεσίβλητου κάτω από το αυτοκίνητο του, γιατί είχε γυρίσει το βλέμμα του προς τα πίσω, όταν οδηγούσε με οπίσθια κατεύθυνση, για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Όταν ο εφεσείων δεν βρήκε παράδρομο να στρίψει, γύρισε το βλέμμα πάλιν ευθεία στην Βασιλίσσης Φρειδερίκης, οπόταν και διαπίστωσε πως ο εφεσίβλητος δεν ήταν πλέον στο δρόμο. Υπέθεσε πως είχε μετακινηθεί. Αποφάσισε τότε να προχωρήσει ευθεία. Σ' αυτή ακριβώς τη στιγμή ο εφεσίβλητος απελευθέρωσε τα χέρια και τα πόδια του από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου, προφανώς για να φύγει. Η κίνηση αυτή του εφεσίβλητου έγινε ταυτόχρονα με την εμπρόσθια κίνηση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, που δυστυχώς πέρασε πάνω από το κορμί του.
Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως ο εφεσείων επέδειξε αμέλεια, που του επιμέρισε σε ποσοστό 1/3, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 βάρυναν στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσείων εισηγείται πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Διατείνεται πως δεν δικαιολογείται κατά νόμο επιμερισμός οποιασδήποτε ευθύνης στον ίδιο, γιατί υπεύθυνος για το δυστύχημα ήταν εξ' ολοκλήρου ο ίδιος ο εφεσίβλητος. Ο τελευταίος, με ειδοποίηση αντέφεσης, ισχυρίζεται πως ο εφεσείων είναι καθ΄ολοκληρία υπεύθυνος για το δυστύχημα, ή εν πάση περιπτώσει, κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που επιμέρισε το Δικαστήριο.
Η αιτιολόγηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιέχεται ουσιαστικά σε δυο παραγράφους της μακροσκελούς και εμπεριστατωμένης απόφασης του, που αριθμούνται 18 και 19. Τις μεταφέρουμε εδώ:
«Είναι εύρημα και απόφαση μου ότι ο εναγόμενος όχι μόνο λανθασμένα διακινήθηκε πολύ πλησίον του ενάγοντα αλλά και λανθασμένα δεν παράμεινε πιο πίσω για να τον έχει πάντα στο οπτικό του πεδίο που αν παρέμενε πιο πίσω θα τον έβλεπε συνεχώς όπως έπρεπε να κάνει ακόμα και κατά τη διακίνηση του προς τα πίσω από καιρού εις καιρό άλλοτε να βλέπει μπροστά τον ενάγοντα και άλλοτε να βλέπει προς τα πίσω διακινούμενος σιγά σιγά εφόσον ήξερε ότι ο ενάγοντας είχε πέσει στο μέσο του δρόμου για να μην τον αφήσει να περάσει. Μάλιστα με τον τρόπο που έγινε και μετά που είχαν καταναλώσει και κάποιες μπύρες.
19. Ακόμα είναι εύρημα και απόφαση μου ότι ο χρόνος που ο εναγόμενος 1 παράμεινε στην τελική πισινή θέση του πριν να ξαναξεκινήσει μπροστά ήταν πολύ λίγος εφόσον πρόκειται για δευτερόλεπτα, προς τούτο αποδεχόμενος τη μαρτυρία του ενάγοντα και μάλιστα οι συνθήκες προδιαγράφουν ότι ο εναγόμενος 1 έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός να μάθει πού βρίσκεται ο ενάγοντας εφόσον δεν τον είδε μπροστά του και εφόσον οι άλλοι δυο φίλοι τους ήταν έξω από την μπυραρία θα έπρεπε να κάνει κάποια διερεύνηση σοβαρότερη, όχι απλώς να καταλήξει στην βεβιασμένη απόφαση ότι δυνατό να εισήλθε στην μπυραρία και να προχωρήσει, που αν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός σύμφωνα με τα περιστατικά της υπόθεσης το δυστύχημα θα αποφεύγετο γιατί θα δίδετο χρόνος στον ενάγοντα να ολοκληρώσει την ανασήκωση του από το έδαφος.»
Η έννοια της αμέλειας, όπως εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια, καθορίζεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 ως εξής:
«51. Αμέλεια συνίσταται -
(α) στην τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο, ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. ή
(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις,
............................................................................................................»
(Μετάφραση από την Υπηρεσία Aναθεωρήσεως και Ενοποιήσεως της Κυπριακής Νομοθεσίας από το αγγλικό κείμενο, που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Από 26.1.1996 αυτή αποτελεί την αυθεντική νομοθεσία).
Η καθιέρωση ως του ορθού και αναμενόμενου μέτρου συμπεριφοράς, αυτής του λογικού και συνετού ανθρώπου,έχει τη ρίζα της στη νομοτέλεια των πραγμάτων, η οποία όμως έχει οριστεί για τη νομική επιστήμη, και γενικά, στη λατινική ρήση arbitrium boni viri (η κρίση του αγαθού ανδρός). Η έννοια και το περιεχόμενο αυτής της κρίσης έχει αποδοθεί από τον Ποιητή Οδ.Ελύτη, ένα από τους μεγαλύτερους ερευνητές όλων των εποχών της καθαρής σημασίας των λέξεων στον ελληνικό λόγο, ως: η αυτονόητη σε κάθε αναπτυγμένο άνθρωπο αίσθηση της συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους. (Δες Οδυσσέα Ελύτη «Εν Λευκώ», Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ.151).
Λυπούμαστε για τα τραγικά αποτελέσματα, που τα περίεργα περιστατικά της υπόθεσης, επέφεραν στον εφεσίβλητο. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να διαφωνήσουμε με τον πρωτόδικο Δικαστή γιατί η απόφαση του, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων της υπόθεσης, είναι εσφαλμένη. Επέκρινε ο δικαστής, στην πρώτη παράγραφο που υιοθετούμε πιο πάνω, τον εφεσείοντα γιατί: «διακινήθηκε πολύ πλησίον του εφεσίβλητου και δεν έμεινε πιο πίσω για να τον έχει μάλιστα στο οπτικό του πεδίο». Σύμφωνα όμως με τα γεγονότα, που έχουμε παραθέσει πιο πάνω ο εφεσείων είχε πάντα στο οπτικό του πεδίο τον ξαπλωμένο εφεσίβλητο, γι' αυτό εξάλλου και σταμάτησε πίσω απ΄αυτόν γύρω στα 50 εκ. Ανέμενε δε να σηκωθεί, ώστε να προχωρήσει και να φύγει. Όταν τούτο δεν έγινε, ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητο του προς τα πίσω, για να βρει πάροδο να στρίψει. Για να οδηγήσει προς τα πίσω ο εφεσείων γύρισε την κεφαλή του προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν δεν βρήκε παρόδο, επανέφερε το βλέμμα του ευθεία στη Βασιλίσσης Φρειδερίκης, οπόταν και διαπίστωσε πως ο εφεσίβλητος δεν ήταν πλέον στο δρόμο. Δεν ήταν στο δρόμο γιατί είχε γραπωθεί κάτω από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, χωρίς ο τελευταίος να τον αντιληφθεί. Όταν ο εφεσείων δεν είδε ξανά τον εφεσίβλητο στο δρόμο, προχώρησε μπροστά για να φύγει. Ήταν ακριβώς αυτή τη στιγμή που ο εφεσίβλητος άφησε τα χέρια και τα πόδια του και έπεσε στην άσφαλτο, για να μετακινηθεί, οπόταν και κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Με δοσμένα τα πιο πάνω περιστατικά της υπόθεσης, το μόνο ερώτημα που προβάλλεται, για να κριθεί αν ο εφεσείων ήταν υπεύθυνος αμέλειας, είναι κατά πόσο ένας λογικός και συνετός οδηγός θα έπρεπε να υποθέσει, επειδή ο εφεσίβλητος δεν ήταν πλέον στο δρόμο, πως αυτός ήταν γαντζωμένος κάτω από το αυτοκίνητο του. Σ΄αυτό το μοναδικό ερώτημα επικεντρώθηκαν και οι εισηγήσεις των δικηγόρων ενώπιον μας, που ήταν βεβαίως εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η δική μας απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Κανένας οδηγός δεν θα μπορούσε, ούτε και αναμενόταν, να υποθέσει, κάτω από τις συνθήκες που έχουμε ήδη περιγράψει πέραν της μιας φοράς, πως ο εφεσίβλητος θα γαντζωνόταν κάτω από το αυτοκίνητο του ώστε ο τελευταίος να μην το θέσει σε κίνηση.
Ο εφεσείων, καθόλη τη διάρκεια αυτού του επεισοδίου, έδειξε την προσπάθεια του να αποφύγει να έλθει το αυτοκίνητο του σε επαφή με το φίλο του εφεσίβλητο. Και τα αντικειμενικά γεγονότα συνάδουν και με τη δική του μαρτυρία, στην οποία είπε πως θα ήταν ανοησία, θα λέγαμε τραυματισμός εκ προθέσεως, αν γνώριζε πως ο φίλος του ήταν κάτω από το αυτοκίνητο του και αυτός το έθετε σε κίνηση. Αυτή η σκέψη όμως είναι θεωρητική, εφόσον είναι παραδεκτό γεγονός πως ο εφεσείων δεν είδε τον εφεσίβλητο να γαντζώνεται, με τον τρόπο που ήδη εξηγήσαμε, κάτω από το αυτοκίνητο του.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον του εφεσείοντα απορρίπτεται. Η αντέφεση απορρίπτεται.
H έφεση επιτρέπεται.