ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 14/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με την αίτηση των 1) ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ, 2) Λουκή Παπαχριστοφόρου, 3) Θεοδώρας Λ. Παπαχριστοφόρου, 4) DORA HOLDINGS LTD, Εναγομένων και καθ΄ ων η αίτηση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση ημερομηνίας 7/9/1998 της αγωγής 5667/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Για Αδεια αιτήσεων για ένταλμα ακυρωτικόν (certiorari) και/ή ένταλμα απαγόρευσης (Writ of Prohibition).
- και -
Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 21/1/99 την οποίαν εξέδωσε σε διαδικασία αίτησης συνοπτικής απόφασης εναντίον των εναγομένων, αιτητών στην παρούσα αίτηση.
- και -
Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος.
- - - - - -
10 Φεβρουαρίου, 1999
.Για τους αιτητές: κ. Σ. Δράκος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ζητείται η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari και Prohibition σε σχέση με συνοπτική απόφαση που εξέδοσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εναγομένων-αιτητών με βάση τη Διαταγή 18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών.
Η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον των αιτητών ήταν για το ποσό των £36.308,57 πλέον τόκους προς 9% ετησίως επί £29.899,92 από 23.2.93 μέχρις εξοφλήσεως.
Οι αιτητές, στην ένστασή τους κατά της αίτησης για συνοπτική απόφαση, πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι όλες οι οφειλές τους προς την ενάγουσα τράπεζα, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού της απαίτησης, έχουν εξοφληθεί. Πρόβαλαν επίσης ισχυρισμούς αναφορικά με απαιτήσεις που έχουν κατά της τράπεζας και οι οποίες, καθώς ισχυρίζονται, προέκυψαν στα πλαίσια των μεταξύ τους συναλλαγών. Η πρόθεση των αιτητών για προώθηση των διεκδικήσεων τους με ανταπαίτηση ήταν ξεκάθαρη.
Το δικαστήριο εξέτασε την αίτηση για συνοπτική απόφαση με αναφορά στη μαρτυρία και το αποδεικτικό υλικό που οι διάδικοι έθεσαν ενώπιόν του. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι-αιτητές οφείλουν το ποσό της απαίτησης και ότι απέτυχαν να πείσουν ότι έχουν καλή ανταπαίτηση εναντίον της τράπεζας και/ή εν πάση περιπτώσει ότι υπάρχει κατάλληλη ανταπαίτηση που θα μπορούσε να εκδικαστεί στα πλαίσια της αγωγής.
Η κεντρική θέση των αιτητών στην υπό εξέταση αίτηση είναι ότι το δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, γεγονός το οποίο καθιστά νομικά τρωτή την απόφαση και δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition.
Η υπέρβαση δικαιοδοσίας προσδιορίζεται από τους αιτητές στο ότι, το δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία εμπεριέχεται στις ένορκες δηλώσεις, πράγμα ανεπίτρεπτο, εφόσον, κατά τους αιτητές, ο νόμος δεν παρέχει στο δικαστήριο αυτή την εξουσία.
Οι πιο κάτω λόγοι με τη σειρά που εκτίθενται στην αίτηση αποτέλεσαν το υπόβαθρο της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξη του αιτήματος:
"1. H απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 21/1/99 στην αγωγή 5667/98, παρουσιάζει κλασική περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας στο νόμο καθότι το Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία ως εμφαίνεται στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση συνοπτικής απόφασης και της ένστασης.
2. Το Δικαστήριο στη σελ. 5 της απόφασης του αναφέρει ότι "Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού". Στην σελ. 10 το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση του Τεκμ. 1 και κατέληξε ότι δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι το αξιούμενο στην αγωγή ποσό δεν έχει εξοφληθεί, αλλά ότι απλά, όπως ιδιαίτερα μάλιστα δείχνει το Τεκμ. 1 της ένστασης το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού μεταφέρθηκε στον ειδικό λογαριασμό με αρ. 394078-11 και επομένως πιστώθηκε ο επίδικος λογαριασμός κατά το κλείσιμο του ενώ στην πραγματικότητα το ποσό οφείλεται στην Τράπεζα. Το Δικαστήριο αντικανονικά απέκλεισε την θέση των αιτητών ότι έχουν εξοφλήσει και αντικανονικά δέχθηκε την θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού μεταφέρθηκε σε γενικό λογαριασμό. Κανένα έγγραφο και κανένα τεκμήριο δεν τεκμηριώνει την νόμιμη ύπαρξη τέτοιου γενικού λογαριασμού και οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι εάν υπάρχει είναι αντικείμενο πλαστογραφίας γιατί ουδέποτε εξουσιοδότησαν τέτοια μεταφορά και άνοιξαν νέο χρεωστικό λογαριασμό. Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν μπορούσε να πιστέψει τους ενάγοντες στο στάδιο ότι ο λογαριασμός μεταφέρθηκε αφού κανένα έγγραφο δεν τεκμηρίωνε τέτοιο ισχυρισμό κατά τρόπο που να αποκλείει στους εναγομένους να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους.
3. Το Δικαστήριο υπερβαίνοντας την δικαιοδοσία του απεφάσισε και εισήγαγε υλικό που δεν υπήρχε στις ένορκες δηλώσεις αναφέροντας ότι "Δέχονται δηλαδή ότι αν η εναγόμενη 1 δεν έχει εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις της προς την ενάγουσα, η ενάγουσα δικαιούται να κατακρατεί αυτά τα ποσά". Και επειδή έχει καταλήξει ότι δεν έχει εξοφληθεί το επίδικο ποσό τότε η υπεράσπιση είναι αβάσιμη. Το Δικαστήριο είχε αρκετό υλικό που έδειχνε ότι ο επίδικος λογαριασμός εξοφλήθηκε και ότι οι δεσμευτικές καταθέσεις ήταν πολλαπλάσιες του απαιτουμένου ποσού, που με βάση την σχετική συμφωνία και την παραδοχή των εναγόντων παραμένουν κατατεθειμένα και δεσμευμένα στην Τράπεζα. Ολα αυτά τα θέματα είναι θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας πράγμα που το Δικαστήριο δεν μπορούσε με βάση την Σχετική Διαταγή να πράξει.
4. Το Δικαστήριο ενώ είχε υλικό αρκετό που έδειχνε αιτία αγωγής για τον επίδικο λογαριασμό, δεν είχε ενώπιο του κανένα υλικό και/ή μη ικανοποιητικό, που να επιβεβαιώνει αιτία αγωγής για τον λογαριασμό υπ΄ αριθμό 394078-11. Αντιθέτως όλον το υλικό που ήταν καταχωρημένο ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν για τον εξοφλημένο λογαριασμό 520-334440-01.
5. Το Δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 30 του Συντάγματος και άρθρου 6 του Νόμου 39/62 δεν επέτρεψε στους Αιτητές να υπερασπισθούν.
6. Υπήρξε έκδηλο νομικό λάθος και υπέρβαση δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της υπό συζήτηση συνοπτικής απόφασης αίτησης και η απόφαση είναι έκδηλα παράνομη και αντικανονική.
7. Υπήρξε κατάφορη παραβίαση του άρθρου 30(3) του Συντάγματος και εμποδίσθηκαν οι εναγόμενοι εις το να προβάλουν την υπεράσπισή τους αφού υπό τις περιστάσεις είχαν κάθε δικαίωμα."
Τη διαφορά μεταξύ λανθασμένης απόφασης και έλλειψης δικαιοδοσίας επισημαίνει ο
Basu στο "Commentary on the Constitution of India", 5η έκδοση, τόμος 3, σελίδες 583 και 584 ως εξής:"This fundamental characteristic of the scope of certiorari should never be forgotten. While appeal is a remedy for correcting an erroneous decision (whether on fact or on law), the writ of certiorari does not issue to correct a mere erroneous decision or irregularity in procedure (except where the error is one of law which "apparent on the face of the record" or it constitutes a denial of natural justice). Its object is to get rid of a decision which is vitiated by a defect of jurisdiction or a denial of the basic principles of justice, - not to substitute a right determination for a wrong one."
Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία με βάση το νόμο να επιληφθεί της αίτησης για συνοπτική απόφαση και να εκδώσει οποιασδήποτε μορφής απόφαση. Αν η απόφαση εμπεριέχει οποιοδήποτε σφάλμα, η έφεση είναι υπό τις περιστάσεις το κατάλληλο ένδικο μέσο για τη διόρθωση του σφάλματος.
Η αίτηση απορρίπτεται.
FONT>Α. Κραμβής,
Δ.
ΑΦ.
P>