ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ, 297/03
2 Φεβρουαρίου,
2004[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Αιτητής
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------
Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου
για τον αιτητήΓ. Τριανταφυλλίδης, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το άρθρο 5(2) των περί της Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών και περί Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1999 έως 2001 απαγορεύει,
"στον κάτοχο προνομιακής εμπιστευτικής πληροφορίας να προτρέπει ή να διευκολύνει τρίτο ή να συνιστά σε τρίτο συναλλαγή σε κινητές αξίες των οποίων η τιμή δύναται ουσιωδώς να επηρεαστεί από την πληροφορία αυτή, ανεξάρτητα αν ο άλλος αυτός γνωρίζει το γεγονός."
Το άρθρο 5(3) του ίδιου Νόμου απαγορεύει,
"στον κάτοχο προνομιακής εμπιστευτικής πληροφορίας να ανακοινώνει σε τρίτο την πληροφορία αυτή, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ανακοίνωση της πληροφορίας αυτής γίνεται μέσα στα συνήθη πλαίσια της άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του".
Παράβαση αυτών των διατάξεων, όπως ορίζεται ρητώς, "συνιστά ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου".
Το άρθρο 6 του Νόμου προβλέπει πως το κατά τις πιο πάνω διατάξεις
"διαπραττόμενο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι επτά έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές" .
Με πρόσθετη πρόνοια σύμφωνα με την οποία "πρόσωπο που καταδικάζεται", εννοείται από δικαστήριο, κατά τα ανωτέρω, στερείται του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε κινητές αξίες για διάστημα πέντε ετών, εκτός αν πρόκειται για την ολοκλήρωση προγενέστερων της καταδίκης του νόμιμων πράξεών του. Οπότε και η χωρίς δικαίωμα συναλλαγής σε κινητές αξίες επίσης καθίσταται ποινικό αδίκημα για το οποίο προβλέπεται άλλη ποινή και περαιτέρω στέρηση του δικαιώματος για συναλλαγή σε κινητές αξίες.
Εν τούτοις, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που δεν είναι βεβαίως δικαστήριο εξοπλισμένο με δικαιοδοσία διάγνωσης ποινικής ευθύνης, ανέλαβε την εκδίκαση καταγγελιών για παράβαση των πιο πάνω άρθρων και, αφού βρήκε τον αιτητή ένοχο, του επέβαλε συνολικό πρόστιμο £15.000. Αυτά, κατ΄επίκληση του άρθρου 38 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου 2001 (Ν. 64(Ι)/01 όπως τροποποιήθηκε). Το άρθρο 38 του Ν. 64(Ι)/01, όπως είχε πριν τη μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου τροποποίησή του από το Ν. 157(Ι)/02, αποδίδει εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για επιβολή διοικητικού προστίμου, ως ακολούθως:
"(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.
(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος από την παράβαση αυτή, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα αθεμίτως προσπορίστηκε από την παράβαση:
Νοείται ότι η Επιτροπή στην περίπτωση αυτή συντάσσει σχετικό πόρισμα, το οποίο υποβάλλει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου της παράβασης".
Εγείρεται ως πρώτο από τα θέματα που συζητήθηκαν, το αναφερόμενο στην εμβέλεια του άρθρου 38. Συγκεκριμένα το κατά πόσο παρέχει εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για επιβολή προστίμου ακόμα και για ό,τι, έστω "κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή", καθιστά ποινικό αδίκημα, μάλιστα άνευ ετέρου. ΄Οπως ακριβώς και στην περίπτωση της Frindlays Investments Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Προσφυγή 55/02 ημερομηνίας 16.9.03 στην οποία, υιοθετώντας και την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., στην Κώστας Χατζηγαβριήλ
ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Προσφυγή 996/02 ημερομηνίας 23.12.02, κατέληξα πως το άρθρο 38 δεν παρέχει τέτοια εξουσία. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα με τη διευκρίνηση πως η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε σε ποινικό αδίκημα που προβλέπεται από άλλο νόμο και, επίσης, στην εξουσία για επιβολή προστίμου για παράβαση κανονισμού:"Οι καθ΄ ων η αίτηση θεωρούν πως το άρθρο 38, ορθά ερμηνευόμενο, παρέχει παράλληλη γενική εξουσία επιβολής προστίμου για ό,τι ρητά προσδιορίζεται από την "κειμένη νομοθεσία" ως ποινικό αδίκημα και μόνο. Και, περαιτέρω, για ό,τι με ειδική διάταξη της "κειμένης νομοθεσίας", αποδίδεται ρητή αρμοδιότητα στο Συμβούλιο του ΧΑΚ, ασκούμενη μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Επιπλέον, ότι αυτή η εξουσία αφορά στην επιβολή διοικητικού προστίμου για όσα ειδικώς ρυθμίζονται, πολλαπλάσιο από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις που δημιουργούν είτε το ποινικό αδίκημα είτε την "διοικητική παράβαση". Κατά αναίρεση ουσιαστικά των ειδικών προνοιών στις οποίες προσδιορίζονται οι επιπτώσεις από ορισμένη συμπεριφορά. Τελικά και κατά παραγνώριση της αναφοράς του άρθρου 38 σε παραβίαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει μεταξύ άλλων η "κειμένη νομοθεσία", θεωρούντες πως αυτός ο δικαιοδοτικός όρος παραπέμπει και σε ό,τι ρητά καθορίζεται ως το ποινικό αδίκημα του άρθρου 68.
Σε συμφωνία με την απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ (ανωτέρω), καταλήγω πως το άρθρο 38 δεν είναι εμβέλειας τέτοιας ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε ό,τι ρητά προσδιορίζεται ως ποινικό αδίκημα, με καθορισμένες κατά το νόμο που το δημιουργεί κυρώσεις από τη διάπραξή του. Ούτε, προσθέτω, και ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε παραβάσεις των Κανονισμών για τις οποίες επίσης ρητά καθορίζεται μέγεθος κύρωσης σαφώς διαφορετικό από εκείνο που καθορίζει το άρθρο 3
8. ΄Αλλη προσέγγιση θα οδηγούσε στο αντινομικό αποτέλεσμα να έχουμε ένα νόμο που να δημιουργεί το ποινικό αδίκημα ή την κανονιστική παράβαση και να προβλέπει τις επιπτώσεις από τη διάπραξή τους και άλλο νόμο που να παρέχει εξουσία σε όργανο διαφορετικό από το προσδιοριζόμενο στον πρώτο για επιβολή κύρωσης, εν προκειμένω κατά πολύ αυστηρότερη, πάντως άλλης από εκείνη που κατά τη δημιουργία του ποινικού αδικήματος ή της κανονιστικής παράβασης προβλέπεται."
Οι καθ΄ ων η αίτηση διακρίνουν διαφορές μεταξύ των δυο περιπτώσεων. Κυρίως με αναφορά στην Αndreas Christodoulou v. Disciplinary Board (1983) 1 CLR 999 σε σχέση με τη δυνατότητα διοικητικής κύρωσης και για ποινικό αδίκημα.
Δεν διακρίνω διαφορά μεταξύ των δυο περιπτώσεων. Αποτελεί κοινό στοιχείο και των δυο πως δεν μας απασχολεί ζήτημα αναφορικά με τη δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης πειθαρχικής κύρωσης, και αυτό πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι ορθά ταξινομείται ως τέτοια, για ό,τι συνιστά ποινικό αδίκημα. Αναζητούμε το εύρος της εξουσίας όπως την παρέχει το άρθρο 38 και, επαναλαμβάνοντας το σκεπτικό στην Frindlays (ανωτέρω), καταλήγω πως το άρθρο 38 δεν παρέχει εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για διάγνωση και επιβολή προστίμου σε σχέση με την απαγόρευση του άρθρου 5(2) και (3) του Νόμου 36(Ι)/99, η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα.
Δεν δικαιολογείται να επεκταθώ σε άλλα θέματα και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣιC:\My Documents\2004\part4\297-03.doc