ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Υπόθεση Αρ. 369/2002)
16 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FIRMWORTH SECURITIES LTD
Aιτητές
ν.
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------- ---------
Παπαφιλίππου και Παπαδόπουλος
για τους αιτητές.Θ. Κορφιώτης για τους καθ΄ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με επιστολή ημερομηνίας 11.2.02, ο γενικός διευθυντής του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου πληροφόρησε τους αιτητές για απόφαση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου (το Συμβούλιο) με την οποία τους επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους £1,000.- για παράβαση ως ακολούθως:
"Το Συμβούλιο κατά την εξέταση της υποθέσεως διαπίστωσε ότι η εταιρεία σας παρέβηκε τον Κανονισμό 19 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών, διότι δεν τερματίσατε τη σχετική συμφωνία (Portofolio Management Agreement) που είχατε με τον κ. Αλεξάνδρου παρά το γεγονός ότι σας είχε ειδοποιήσει γραπτώς και πράττατε συναλλαγές επ' ονόματι του χωρίς καμιά εξουσιοδότηση από τον ίδιο."
Προσδιορίζεται ως το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής "η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η Aίτηση ημερομηνίας 11.2.02" αλλά, όπως διαπιστώνεται, απόφαση με τέτοιο περιεχόμενο δεν είχε ληφθεί από το Συμβούλιο. Και οι διάδικοι διατύπωσαν απόψεις από τη μια αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής και από την άλλη αναφορικά με την εν γένει επίπτωση σε σχέση με ό,τι προσδιορίζεται στην επιστολή ως το παράπτωμα για το οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο.
Κατά την εξέλιξη αλληλογραφίας σε σχέση με κατ΄ισχυρισμό οφειλή κάποιου ΄Ομηρου Αλεξάνδρου προς τους αιτητές για προμήθειές τους από συναλλαγές που πραγματοποιούσαν για λογαριασμό του, προέκυψε καταγγελία πως οι αιτητές διενεργούσαν συναλλαγές ενώ η συναφής συμφωνία τους (po
rtofolio management agreement) είχε τερματιστεί και η εξουσιοδότηση γι' αυτές είχε ανακληθεί. Η θέση των αιτητών ήταν πως παρά τη γραπτή ανάκληση της εξουσιοδότησης που τους είχε δοθεί (με τις επιστολές 5.9.00, 9.10.00 και 20.7.01), προφορικά ο Αλεξάνδρου τους εξουσιοδότησε για όσες συναλλαγές πραγματοποίησαν στη συνέχεια, για λογαριασμό του. Το θέμα άχθηκε ενώπιον του Συμβουλίου και στις 20.9.01, αφού διαπιστώθηκε πως οι αιτητές παρέλειψαν να τηρούν στοιχεία για τις πιο πάνω συναλλαγές με τον τρόπο που προνοεί ο Κανονισμός 19, εννοείται των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 214/95 όπως τροποποιήθηκε), αποφασίστηκε η επιβολή προστίμου ύψους £1,000. Ενημερώθηκαν εγγράφως οι αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 24.9.01, στην οποία προσδιορίστηκε και η παράγραφος του Κανονισμού 19 στην οποία εθεωρείτο ότι αντιστοιχούσε η παράβαση. Επρόκειτο για την παράγραφο (21)(β), όπως αναφέρθηκε και στην επιστολή ίδιας ημερομηνίας που στάληκε προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, της οποίας ζητήθηκε η γνώμη. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με επιστολή της ημερομηνίας 25.11.01 γνωστοποίησε στο Συμβούλιο πως θα έπρεπε να είχαν κληθεί οι αιτητές σε απολογία, αυτό έγινε με την επιστολή ημερομηνίας 27.11.01 στην οποία προστέθηκαν και οι παράγραφοι (1) και (15) του Κανονισμού 19 και οι αιτητές υπέβαλαν εγγράφως τις θέσεις τους στις 28.11.01. Χωρίς όμως να αναφερθούν στην ίδια την κατ' ισχυρισμόν παράβαση της παραγράφου (21)(β) του Κανονισμού 19. Αντίθετα, όπως επισημάνθηκε στο σημείωμα ημερομηνίας 17.12.01, αναφέρθηκαν στο γεγονός της πραγματοποίησης συναλλαγών στη βάση προφορικών εντολών. Το Συμβούλιο επελήφθη εκ νέου του θέματος και υπό τα δεδομένα αποφάσισε να εμμείνει στην απόφαση που είχε ήδη ληφθεί στις 20.9.01. Και ενόψει και της γνωστοποίησης της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 1.2.02, στάληκε στους αιτητές η επιστολή ημερομηνίας 11.2.02, στο περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται η προσφυγή.Το λάθος στην επιστολή ημερομηνίας 11.2.02 είναι προφανές. Απόφαση με περιεχόμενο όπως το προσδιορίζει δεν είχε ληφθεί. Παράβαση ως η αναφερθείσα μπορούσε να αντιστοιχούσε προς την παράγραφο (15) του Κανονισμού 19 αλλά είναι σαφές πως το πρόστιμο επιβλήθηκε για παράβαση της παραγράφου (21)(β). Σημειώνω πως στην απόφαση του Συμβουλίου της 20.9.01 υπάρχει γενική
αναφορά στον Κανονισμό 19 και δεν μου διαφεύγει πως, έστω σε άλλο πλαίσιο, οι αιτητές παραπονούνται για έλλειψη αιτιολογίας εξ αιτίας της γενικότητας αυτής της αναφοράς. Εν τούτοις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην επιστολή που αμέσως μετά είχαν στείλει στους αιτητές γίνεται ρητή αναφορά στην παράγραφο (21)(β), ως την παραβιασθείσα, το ίδιο το κείμενο του πρακτικού που τηρήθηκε αναντιλέκτως παραπέμπει σ΄αυτή. Αναφέρεται σε μή διατήρηση στοιχείων για συναλλαγές που εκτελούνταν εκ μέρους του Αλεξάνδρου και ακριβώς η παράγραφος (21)(β) του Κανονισμού 19 επιβάλλει καθήκον οι εντολές να υποβάλλονται γραπτώς ή αν υποβάλλονται προφορικώς, να "ηχογραφούνται με ευθύνη του μέλους, σύμφωνα με τις εκάστοτε εγκυκλίους ή υποδείξεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής".Προκύπτει ότι οι αιτητές διαπίστωσαν το λάθος ενωρίς. Στην ένσταση για τους καθ΄ ων η αίτηση, στην οποία επισυνάφθηκαν και τα σχετικά έγγραφα, εξηγείται το περιεχόμενο της απόφασης που λήφθηκε και με τη γραπτή τους αγόρευση οι αιτητές, αφού επεσήμαναν τη διαφορά μεταξύ της απόφασης που λήφθηκε και της επιστολής ημερομηνίας 11.2.02, πρότειναν ως μόνη προσφερόμενη οδό την αναθεώρηση υπό το πρίσμα της αιτιολογίας που τους γνωστοποιήθηκε. Σε σχέση με την οποία και ανέπτυξαν διάφορα επιχειρήματα υπό την κεντρική αντίληψη πως, ενόψει των στοιχείων που είχαν προκύψει, δεν ήταν χωρίς εξουσιοδότηση που πραγματοποιούσαν συναλλαγές επ' ονόματι του ΄Ομηρου Αλεξάνδρου. Ενώ οι καθ΄ ων η αίτηση από τις αρχικές προδικαστικές τους ενστάσεις, (δεν εξήγησαν τα περί του εκπροθέσμου
της προσφυγής) προώθησαν την αναφερόμενη στην εκτελεστότητα της πράξης που προσβλήθηκε. Με αναφορά στον Π.Δ. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η αναθεωρημένη έκδοση 1997, § 613(α) υπέδειξαν τη διαφορά μεταξύ της πράγματι εκδοθείσας πράξης και της κοινοποίησής της ως μη στοιχείου της πράξης αλλά μόνο ως μέσου γνωστοποίησής της.Η επιστολή της 11.2.02 δεν ενσωματώνει η ίδια οποιαδήποτε απόφαση. Πρόκειται για ενημερωτική επιστολή και το ίδιο το κείμενο της παραπέμπει σε ληφθείσα απόφαση από το Συμβούλιο. Εν τούτοις είναι η θέση των αιτητών πως αντικείμενο της προσφυγής είναι μόνο το περιεχόμενο της πράξης, όπως αυτό περιγράφεται στην επιστολή της 11.2.02. Αυτό προκύπτει από την ίδια τη θεραπεία όπως την έχω παραθέσει αλλά το τόνισαν κιόλας στην αγόρευσή τους. Αυτό προσκρούει στο αδιαμφισβήτητο πως τέτοια απόφαση του Συμβουλίου δεν έχει εκδοθεί. Θα ήταν αδύνατος ο έλεγχος νομιμότητας ανύπαρκτης πράξης και η προσφυγή, υπό αυτό το πρίσμα υπόκειται σε απόρριψη ως άνευ αντικειμένου.
Θα ήταν όμως απορριπτέα και στην αντίθετη περίπτωση. Αν ήταν η θέση των αιτητών πως θα πρέπει να ελεχθεί, ως υπαρκτό αντικείμενο της προσφυγής, η πράγματι εκδοθείσα απόφαση και να ακυρωθεί το πράγματι επιβληθέν πρόστιμο αλλά κατά έλεγχο της πληροφόρησης αναφορικά με το περιεχόμενο της,
θα οδηγούμαστε στην αντινομική κατάσταση της προσέγγισης του θέματος στη βάση ανύπαρκτου υπόβαθρου. Η πληροφόρηση ήταν λανθασμένη, η διαπιστωθείσα παράβαση ήταν άλλη και, ακόμα και σε αυτή την ευνοϊκότερη για τους αιτητές περίπτωση, να θεωρηθεί δηλαδή ότι η προσφυγή τους είχε ως αντικείμενο την πράξη που πράγματι εκδόθηκε, αυτή θα μπορούσε να αναθεωρηθεί μόνο με αναφορά στο αληθές περιεχόμενό της. Η λανθασμένη πληροφόρηση τους, όσο και αν θα ήταν δυνατό να έχει άλλες παρενέργειες, δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει την μόνη απόφαση που λήφθηκε.Επομένως, όσα υποστήριξαν οι αιτητές σε σχέση με την ουσία της παράβασης που περιγράφεται στην επιστολή της 11.2.02, ως άσχετα προς την απόφαση που λήφθηκε, δεν θα ήταν δυνατό να συναρτηθούν προς το κύρος της. Ισχυρισμοί σε σχέση με τη μή εκπλήρωση του καθήκοντος για διατήρηση στοιχείων, όπως την επιβάλλει η παράγραφος (21)(β) του Κανονισμού 19 ουδέποτε υποβλήθηκαν, είδαμε πως η παράλειψη διατήρησης τους προέκυπτε από τα στοιχεία αλλά και από τις ίδιες της θέσεις των αιτητών και δεν θα είχαν στοιχειοθετηθεί οποιοιδήποτε λόγοι ακυρότητας σε σχέση με το εύλογο των διαπιστώσεων του Συμβουλίου.
Περαιτέρω, πάντα κάτω από την πιο πάνω διαζευκτική θεώρηση, θα ήταν αβάσιμος και ο ισχυρισμός των αιτητών σε σχέση με την καθόλου εξουσία του Συμβουλίου, το ύψος του προστίμου και το γεγονός ότι αυτό, όπως σημειώνεται, "έχει επιβληθεί ως τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών".
Κατά την πρώτη από τις αμέσως πιο πάνω εισηγήσεις των αιτητών, ο περι Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος του 1993 [Ν 14(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε] (ο Νόμος) "δεν προβλέπει και/ή δεν επιτρέπει τέτοια επιβολή προστίμου ήτοι ΛΚ1,000 και/ή δεν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της κυβέρνησης Κανονισμοί βάσει των οποίων να επιβάλλονται ποινές σε περιπτώσεις διαπιστωμένων παραβάσεων". Δεν επανήλθαν, όμως, για να προσδιορίσουν οτιδήποτε το συγκεκριμένο ενόψει της κάλυψης του θέματος με την αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση. Αναφέρεται στην τελευταία το άρθρο 10(3) του Νόμου, στο οποίο παραπέμπει η απόφαση του Συμβουλίου, για
την εξουσία του, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (η οποία λήφθηκε) να αποφασίζει, μεταξύ άλλων, επί παραβάσεων των Χρηματιστηριακών Κανονισμών και στην περίπτωση διαπιστούμενων παραβάσεων να επιβάλλει πρόστιμο μέχρι £2,000 ή μέχρι £500 για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης. Επίσης, στην εξουσία που παρέχει το άρθρο 71 του Νόμου για την έκδοση των Χρηματιστηριακών Κανονισμών και, βεβαίως, στη δυνάμει του έκδοση των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 214/95, όπως τροποποιήθηκε) που περιλαμβάνουν τον αναφερθέντα Κανονισμό 19. Θα κατέληγα, επομένως, πως δεν έχει τεκμηριωθεί η κατ΄ισχυρισμόν υπέρβαση εξουσίας.Κατά τη δεύτερη από τις αμέσως πιο πάνω εισηγήσεις των αιτητών το ύψος του προστίμου ήταν υπερβολικό σε σχέση με τα γεγονότα, αυθαίρετο και αναιτιολόγητο και, όπως εξειδικεύουν, δεν ελέγχθηκε αν είχαν κέρδος ή ζημιά. Είχαν όμως αποκρυσταλλωθεί εναργώς τα δεδομένα, ήταν προς αυτά που εξυπακουομένως ήταν συναρτημένη η απόφαση και δεν εξηγείται η λογική της σύνδεσης του κέρδους ή της ζημιάς προς την παράβαση καθήκοντος για τήρηση στοιχείων. Προσθέτω πως η αντιγνωμία που προέκυψε αναφορικά με το αν πράγματι δόθηκαν προφορικές εντολές, είναι ενδεικτική της σημασίας του καθήκοντος που επιβάλλεται και της σοβαρότητας
της παράβασής του. Συμπληρώνω την αναφορά μου σ' αυτή την πτυχή με παραπομπή στις αποφάσεις της Ολομέλειας που επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση στην Αντρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 1389 ημερομηνίας 20.7.99 και Κρητιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2328 ημερομηνίας 30.11.99 στις οποίες επαναβεβαιώθηκε πως δεν ελέγχεται με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, η αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής, καθ' εαυτήν.Κατά την τρίτη από τις αμέσως πιο πάνω εισηγήσεις "το πρόστιμο που έχει επιβληθεί ως τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών είναι άκυρο και/ή αντικανονικό ούτε και μπορεί πρόστιμο να φέρει ημερομηνία εξοφλήσεως". Η αναφορά σε "τιμολόγιο" περιέχεται στην επιστολή της 11.2.02 στην οποία και τέτοιο τιμολόγιο επισυνάφθηκε. Αυτή είναι μεταγενέστερη και ασύνδετη
προς την ίδια την απόφαση του Συμβουλίου. Οι καθ΄ ων η αίτηση επισήμαναν συναφώς την πρόνοια του άρθρου 10(3((γ) πως κάθε πρόστιμο εισπράττεται ως αστικό χρέος αλλά το πιο ουσιώδες είναι πως, όπως ορθά εισηγούνται, το θέμα είναι άσχετο με τη νομιμότητα της απόφασης για την επιβολή του.Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση η προσφυγή θα ήταν απαράδεκτη και ως εκ των αναφερομένων στο τίτλο της ως "καθ΄ ων η αίτηση". Είναι θεμελιωμένο, όμως, ότι σφάλματα αυτής της μορφής δεν επιφέρουν αφ' εαυτών ακυρότητα και, περαιτέρω, δεν θεωρώ πως χρειάζεται κάτω από τις περιστάσεις να στραφώ προς την κατεύθυνση της τροποποίησης του τίτλου.
Η προσφυγή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται. Το λάθος της πληροφόρησης των αιτητών είναι δίκαιο να συνυπολογιστεί σε σχέση με τα έξοδα αλλά εφόσον, μετά τη διαπίστωση της πραγματικότητας, οι αιτητές προώθησαν την προσφυγή, επιδικάζω σε βάρος τους το μισό των εξόδων.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.C:\My Documents\2003\part4\369-02.doc